Μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων

11. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που συστήνεται από την Αρχή Εξυγίανσης, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε περίπτωση που –

(α) η κατάσταση της αγοράς σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματα που μεταβιβάζονται είναι τέτοια που τυχόν ρευστοποίησή τους ως μέρος της εκκαθάρισης του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν θα εξυπηρετούσε την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή το δημόσιο συμφέρον· και

(β) η μεταβίβασή τους έχει σκοπό τη μεγιστοποίηση της αξίας τους από μεταγενέστερη πώλησή τους σε ένα ή περισσότερους αγοραστές.

(2) Η Αρχή Εξυγίανσης μεριμνά για τη λειτουργία της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων στοιχείων:

(α) Το ύψος και τον τρόπο καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου:

Νοείται ότι, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, καταβάλλεται από το Ταμείο Εξυγίανσης και κατέχεται από το Σχέδιο,

(β) την ετοιμασία των ιδρυτικών εγγράφων,

(γ) το διορισμό των διοικητικών συμβούλων και των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων και τον καθορισμό των ευθυνών και των απολαβών τους.

(3) Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διενεργείται στην αξία που καθορίζεται, σύμφωνα με την αποτίμηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.

(4) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος, οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή από ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, στην εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

(5) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή στην ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης, που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, μόνο σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Η δυνατότητα να μπορούν να μεταβιβάζονται τα συγκεκριμένα δικαιώματα και περιουσιακά στοιχεία πίσω στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση δηλώνεται ρητώς στο διάταγμα, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (1)∙

(β) τα συγκεκριμένα δικαιώματα και περιουσιακά στοιχεία δεν εμπίπτουν, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις για να εμπίπτουν, στις κατηγορίες δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων, που καθορίζονται στο διάταγμα, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(6) Οποιοδήποτε πλεόνασμα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε ένα ή περισσότερους αγοραστές, μετά την ικανοποίηση στο ακέραιο όλων των νόμιμων απαιτήσεων των πιστωτών της εν λόγω εταιρείας, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων και τυχόν εξόδων της Αρχής Εξυγίανσης, επανέρχεται στην περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση ή στην ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης, που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7.

(7) Ο διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων, αξιωματούχος, εργοδοτούμενος ή αντιπρόσωπος της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης, ή άλλης νομικής διαδικασίας, σε σχέση με αποζημιώσεις, αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας.