20.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και ανεξάρτητα από την επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής για τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει ως επιπρόσθετα μέτρα:
(α) την προσωρινή ή μόνιμη απαγόρευση άσκησης, είτε απʼ ευθείας είτε μέσω τρίτου, των επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τα οποία διεπράχθη το αδίκημα∙
(β) το προσωρινό ή μόνιμο κλείσιμο των υποστατικών ή εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος·
(γ) την κατάσχεση ή δήμευση οποιουδήποτε αντικειμένου, οργάνου ή μέσου το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη του αδικήματος ή που προέρχεται από τη διάπραξη των αδικημάτων του παρόντος Νόμου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24.
(2) Παράλειψη συμμόρφωσης με το διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των παραγράφων (α) μέχρι (γ) του εδαφίου (1), καθώς και του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 22, συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εννέα χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(3) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο, δύναται κατά την επιβολή ποινής να λαμβάνει υπόψη του τυχόν προηγούμενες καταδίκες του ίδιου προσώπου από Δικαστήρια των άλλων συμβαλλομένων κρατών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Ανθρώπων.