20.-(1) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλει οποιοδήποτε διοικητικό μέτρο εναντίον προσώπου το οποίο αποκτά πιστωτικές διευκολύνσεις κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 4 ή το οποίο δεν παρέχει τη γνωστοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 6 ή για το οποίο η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι ενεργεί εις βάρος της ορθής και συνετούς διοίκησης της εταιρείας εξαγοράς πιστώσεων ή του διαχειριστή, ως ακολούθως:
(α) Με τη δημοσιοποίηση ανακοίνωσης στην οποία προσδιορίζεται το υπεύθυνο νομικό πρόσωπο καθώς και η φύση της παράβασης.
(β) με διαταγή προς το υπαίτιο πρόσωπο να παύσει την άσκηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς.
(γ) με την πληρωμή διοικητικού χρηματικού προστίμου μέχρι και του διπλασίου του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το εν λόγω όφελος δύναται να προσδιοριστεί αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ενώ σε περίπτωση που το αποκομισθέν όφελος δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί, με την επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, το οποίο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000).
(2) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο αγοράζει ή αυξάνει άμεσα ή έμμεσα την ειδική συμμετοχή σε εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή διαχειριστή παρά τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 6 και την εκπεφρασμένη αντίθεση της ιδίας, δύναται να αποφασίσει-
(α) Την αναστολή της άσκησης των εκλογικών δικαιωμάτων ψήφου, ή
(β) την ακύρωση των ψήφων ή/και για τη διάθεση της συμμετοχής εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου που δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.