2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«άδεια» σημαίνει τη χορηγούμενη άδεια εξαγοράς πιστωτικών διευκολύνσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
«αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα» ή «ΑΠΙ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.
«δανειολήπτης» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται πιστωτική διευκόλυνση.
«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση κατοχή κεφαλαίου το οποίο αντιπροσωπεύει το δέκα τοις εκατόν (10%) ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου εταιρείας ή το οποίο καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση εταιρείας.
«εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων» σημαίνει εταιρεία στην οποία χορηγήθηκε άδεια εξαγοράς πιστωτικών διευκολύνσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
«κάτοχος καίριας θέσης» σημαίνει μέλος του προσωπικού πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικού ιδρύματος ή εταιρείας εξαγοράς πιστώσεων, το οποίο λόγω της θέσης του δύναται να ασκεί σημαντική επιρροή στη διοίκηση αλλά το οποίο δεν είναι μέλος του διοικητικού οργάνου και περιλαμβάνει τους επικεφαλής των σημαντικών επιχειρηματικών τομέων των υποκαταστημάτων εκτός της Δημοκρατίας και των δραστηριοτήτων στήριξης και εσωτερικού ελέγχου.
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία ή/και κράτος το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Πόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόσθηκε από το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαΐου, 1993.
«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει ΑΠΙ ή υποκατάστημα το οποίο λειτουργεί στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10Α του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.
«στενοί δεσμοί» σημαίνει μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους-
(α) με συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας άμεσης ή μέσω ελέγχου του είκοσι τοις εκατόν (20%) ή ανωτέρου ποσοστού των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης. ή
(β) με έλεγχο∙ ή
(γ) με μόνιμη σύνδεση και των δύο ή όλων στο ίδιο τρίτο πρόσωπο μέσω σχέσης ελέγχου.
«χρηματοδοτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.