8.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αναστείλει τη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγηθείσα σε εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων άδεια, σε περίπτωση που–
(α) Σταθμίζοντας τη βαρύτητα των παραβάσεων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) ή/και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, αποφασίσει να μην προχωρήσει με την ανάκληση της άδειας, ή
(β) έχει υποψία για ισχυριζόμενη παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας ή των όρων της χορηγηθείσας στην εταιρεία άδειας.
(2) Εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περιπτώσεις, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να θέσει εύλογη προθεσμία η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της αναστολής της άδειας, εντός της οποίας η εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων θα πρέπει να λάβει διορθωτικά μέτρα.
(3) Εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), η εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα αναφορικά με τη συμμόρφωσή της προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τους όρους της εκδοθείσας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου άδειας.
(4) Εάν η Κεντρική Τράπεζα–
(α) Ικανοποιηθεί ότι η εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων συμμορφώθηκε με τις διατάξεις των εφαρμοστέων εδαφίων (2) και (3), ανάλογα με την περίπτωση, τερματίζει την αναστολή της άδειας και ενημερώνει γραπτώς την εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων, ή
(β) δεν ικανοποιηθεί ότι η εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων συμμορφώθηκε με τις διατάξεις των εφαρμοστέων εδαφίων (2) και (3), ανάλογα με την περίπτωση, παρατείνει πάραυτα την περίοδο αναστολής της άδειας και ενεργοποιεί τη διαδικασία ανάκλησής της.
(5) Κατά την περίοδο της αναστολής της άδειας, η εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων δύναται να συνεχίσει τις λειτουργίες αυτής οι οποίες αφορούν στη διαχείριση των υφιστάμενων πιστωτικών διευκολύνσεων, αλλά δεν επιτρέπεται να εξαγοράζει νέες πιστωτικές διευκολύνσεις.