9.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει τη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγηθείσα άδεια, εάν κατά την κρίση της, η εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή ο διαχειριστής-
(α) Εξασφάλισε την άδεια βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο ή υπέβαλε, γνωστοποίησε ή άλλως πως δημοσιοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή έντυπα∙
(β) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις δραστηριοποίησής της ή δραστηριοποίησής του, αντίστοιχα,
(γ) έχει διαπράξει παραβάσεις διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή/και έχει διαπράξει επανειλημμένως τέτοιες παραβάσεις.
(2) Σε περίπτωση ανάκλησης της χορηγηθείσας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου άδειας, εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή διαχειριστής παύει πάραυτα να προβαίνει σε αγορά πιστωτικών διευκολύνσεων ή διαχείριση πιστωτικών διευκολύνσεων, αντίστοιχα.
(3) Σε περίπτωση ανάκλησης της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγηθείσας άδειας, η εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή ο διαχειριστής οφείλει όπως εντός ενός (1) μηνός υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα για έγκριση, σχέδιο δράσης για τον τερματισμό της δραστηριότητας αγοράς και διαχείρισης πιστωτικών διευκολύνσεων, αντίστοιχα.
(4) Εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων, της οποίας η δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγηθείσα άδεια έχει ανακληθεί, παραμένει υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας μέχρις ότου η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι η εν λόγω εταιρεία έχει συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εντός χρονικού διαστήματος το οποίο δε δύναται να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου επέρχεται πλήρως πώληση των αγορασθέντων πιστωτικών διευκολύνσεων, σύμφωνα με το σχέδιο δράσης το οποίο εγκρίθηκε από την Κεντρική Τράπεζα.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα σε περίπτωση που εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή διαχειριστής παραβαίνει τις διατάξεις των εδαφίων (2) ή/και (3), αφού δώσει στην εν λόγω εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή στον διαχειριστή την ευκαιρία να ακουστεί, δύναται να της/του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300.000).