14. (1) Πρόσωπο δύναται να εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί ως σύμβουλος αφερεγγυότητας, μόνον εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις -
(α) είναι μέλος της αρμόδιας αρχής που χορηγεί την άδεια, στην οποία η αρμόδια αρχή δεν είναι η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας∙
(β) κατέχει πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών ή ισοδύναμο προσόν∙
(γ) έχει απασχοληθεί για ελάχιστη περίοδο τριών (3) ετών που προηγείται της αίτησης, υπό μια τουλάχιστο από τις ιδιότητες του δικηγόρου, νομικού, εγκεκριμένου λογιστή, εγγεγραμμένου ελεγκτή, αναλογιστή, λειτουργού ή εξεταστή στον Επίσημο Παραλήπτη ή/και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή του επαγγελματία στο χρηματοοικονομικό τομέα∙
(δ) έχει αποκτήσει την καθορισμένη επαγγελματική πείρα σύμφωνα με το εδάφιο (2)∙
(ε) έχει επιτύχει σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας, οι οποίες έχουν οργανωθεί ή αναγνωρισθεί από τη Δημοκρατία∙ και
(στ) διατηρεί σε ισχύ, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, η οποία περιέχει τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1), επαγγελματική πείρα σημαίνει αποδεδειγμένη επαγγελματική πείρα σε θέματα αφερεγγυότητας, η οποία προηγείται της αίτησης, για περίοδο δύο (2) ετών ή για εξακόσιες (600) ώρες εντός περιόδου δύο (2) ετών ή πείρα σε δέκα (10) υποθέσεις εκ των οποίων οι μισές τουλάχιστον να μην αφορούν σε εκούσιες εκκαθαρίσεις, εντός περιόδου δύο (2) ετών.
(3) (α) Οι εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) διασφαλίζουν το επίπεδο των απαιτούμενων θεωρητικών γνώσεων που είναι σχετικές με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και την ικανότητα της πρακτικής εφαρμογής τους.
(β) Οι εξετάσεις καλύπτουν τέτοια θέματα, όπως αυτά δύναται να καθορισθούν με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.
(4) Πρόσωπο στο οποίο χορηγείται άδεια σύμβουλου αφερεγγυότητας συμμετέχει σε κατάλληλα προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης για τη διατήρηση επαρκών θεωρητικών γνώσεων, επαγγελματικών προσόντων και αξιών υψηλού επιπέδου.
(5) Η μη συμμόρφωση με την απαίτηση συνεχούς εκπαίδευσης κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4) δύναται να επισύρει κυρώσεις που καθορίζονται σε Κανονισμούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22.
(6) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων του περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου, σε σχέση με υπηκόους κράτους μέλους που έχουν αποκτήσει επαγγελματικά προσόντα εκτός της Δημοκρατίας και επιθυμούν να ενεργήσουν ως σύμβουλοι αφερεγγυότητας στη Δημοκρατία, και σε υπηκόους τρίτων χωρών, ο οποίοι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, έχουν τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την αναγνώριση πιστοποιητικών, διπλωμάτων ή άλλων επαγγελματικών προσόντων με υπηκόους της Δημοκρατίας.