14.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), κατά την αξιολόγηση της αίτησης για έκδοση Διατάγματος Απαλλαγής Οφειλών, η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που συνοδεύουν την αίτηση του χρεώστη δυνάμει των διατάξεων του άρθρού 12, προβαίνει σε έρευνες τις οποίες θεωρεί αναγκαίες, για να ικανοποιηθεί ότι, ο χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 11.
(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (3) έως (5) του παρόντος άρθρου, για τους σκοπούς του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας δύναται να υποθέσει ότι o χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας για το Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών που προβλέπονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 11, εφόσον η αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, συνοδεύεται από όλα τα απαιτούμενα από το εν λόγω άρθρο έγγραφα, και η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι οι πληροφορίες που παρέχονται προς υποστήριξη της αίτησης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 13, είναι ελλιπείς ή ανακριβείς.
(3) Η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας δύναται να πραγματοποιεί τέτοιες έρευνες τις οποίες κρίνει κατάλληλες για να επαληθεύσει την πληρότητα ή την ακρίβεια οποιουδήποτε θέματος που αναφέρεται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων του χρεώστη, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τα έσοδα ή τις δαπάνες του.
(4) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (3), τα θέματα για τα οποία η Υπηρεσία αφερεγγυότητας δύναται να πραγματοποιεί έρευνα, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
(α) Στοιχεία που σχετίζονται με τραπεζικούς λογαριασμούς, μετοχές ή άλλους λογαριασμούς που τηρούνται, αποκλειστικά ή από κοινού, από ή προς όφελος του χρεώστη με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό·
(β) στοιχεία σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη και της αξίας των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων·
(γ) στοιχεία αναφορικά με υποχρεώσεις του χρεώστη·
(δ) στοιχεία αναφορικά με την απασχόληση και το εισόδημα του χρεώστη·
(ε) στοιχεία αναφορικά με πληρωμές που λαμβάνονται από το χρεώστη από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, από άλλες δημόσιες υπηρεσίες, από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή/και οποιαδήποτε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, και κατά πόσον οι πληρωμές αυτές πραγματοποιούνται προς το χρεώστη, υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου άλλου προσώπου·
(στ) στοιχεία αναφορικά με φόρους ή επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από οποιοδήποτε Νόμο ή δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου που καταβάλλονται ή οφείλονται από το χρεώστη, είτε εντός είτε εκτός της Δημοκρατίας και οποιεσδήποτε επιστροφές σε σχέση με τέτοιους φόρους και τέλη που δυνατό να οφείλονται στο χρεώστη.
(5) Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν θα ερμηνεύεται ως να απαιτείται από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας να κάνει έρευνα σε κάθε περίπτωση.
(6) Πρόσωπο που λαμβάνει αίτημα υποβολής στοιχείων από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο πλαίσιο διεξαγωγής έρευνας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οφείλει να παράσχει τα στοιχεία που του ζητούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (9) του άρθρου 12.
(7) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου και ειδικότερα του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, πληροφορίες σε σχέση με χρεώστη που κατέχονται από κρατικές υπηρεσίες, όπως μεταξύ άλλων, τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, το Τμήμα Φορολογίας καθώς και αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, μπορούν να υποβληθούν στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και τέτοια επεξεργασία θεωρείται νόμιμη.