Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά-

«ανεξασφάλιστο χρέος» σημαίνει χρέος η αποπληρωμή του οποίου δεν εξασφαλίζεται με εξασφάλιση·

«ανεξασφάλιστος πιστωτής», σε σχέση με χρέος, σημαίνει οποιοδήποτε πιστωτή που δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής·

«αφερέγγυος», σε σχέση με χρεώστη, σημαίνει χρεώστη ο οποίος αδυνατεί να αποπληρώσει όλα του τα χρέη όπως αυτά προκύπτουν·

«Διακανονισμός Αφερεγγυότητας» σημαίνει Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών και Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής·

«διάταγμα διατροφής» σημαίνει-

(α) Διάταγμα Οικογενειακού Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου·

(β) Διάταγμα Οικογενειακού Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου·

«διάταγμα πτώχευσης» σημαίνει διάταγμα πτώχευσης το οποίο εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Πτώχευσης Νόμου·

«δικαστήριο» σημαίνει επαρχιακό δικαστήριο κατά την έννοια των διατάξεων του περί Δικαστηρίων Νόμου·

«εγγύηση» σημαίνει σύμβαση εγγύησης κατά την έννοια των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου, η οποία δόθηκε από φυσικό πρόσωπο·

«εγγυητής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο παρέχει εγγύηση·

«εξασφάλιση» σημαίνει οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου ή οποιαδήποτε επιβάρυνση ή δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη εξασφάλιση·

«εξασφαλισμένος πιστωτής», σε σχέση με χρέος, σημαίνει πιστωτή του χρεώστη, ο οποίος κατέχει, σε σχέση με το χρέος, εξασφάλιση επί περιουσίας του χρεώστη·

«εξασφαλισμένο χρέος» σημαίνει χρέος η αποπληρωμή του οποίου είναι εξασφαλισμένη με εξασφάλιση επί οποιουδήποτε ενεργητικού ή περιουσιακού στοιχείου οποιασδήποτε φύσης μέχρι την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, όπως αυτή εκτιμάται δυνάμει του άρθρου 44·

«εξαιρέσιμο χρέος», σε σχέση με χρεώστη, για σκοπούς έκδοσης Διατάγματος Απαλλαγής Οφειλών, σημαίνει-

(α) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του χρεώστη που προκύπτει από φόρο, τέλος ή άλλη χρέωση παρόμοιας φύσης ή δικαιώματα οφειλόμενα ή καταβλητέα στη Δημοκρατία·

(β) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από το χρεώστη δυνάμει των διατάξεων του περί Δήμων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·

(γ) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από το χρεώστη δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινοτήτων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·

«εξαιρετέο χρέος» σε σχέση με χρεώστη σημαίνει:

(α) Οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του χρεώστη που πηγάζει από διάταγμα διατροφής·

(β) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του χρεώστη που πηγάζει από δικαστική απόφαση για αποζημίωση οποιουδήποτε προσώπου για θάνατο ή σωματική βλάβη, συνεπεία αστικού αδικήματος του χρεώστη·

(γ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του χρεώστη που πηγάζει από δάνειο ή επίδειξη ανοχής στην ανάκτηση οφειλών που προκύπτουν από δάνειο, το οποίο εξασφαλίστηκε μέσω απάτης, κατάχρησης, υπεξαίρεσης ή δόλιας παραβίασης της εμπιστοσύνης·

(δ) χρέος ή χρηματική ποινή του χρεώστη που πηγάζει από δικαστικό διάταγμα ή απόφαση δυνάμει των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή απόφαση δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε χρηματική ποινή λόγω καταδίκης για ποινικό αδίκημα·

«Επίσημος Παραλήπτης» σημαίνει το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·

«ηλεκτρονικά μέσα» σημαίνει ηλεκτρικά, ψηφιακά, μαγνητικά, οπτικά, ηλεκτρομαγνητικά, βιομετρικά και φωτονικά μέσα διαβίβασης δεδομένων και άλλες μορφές τεχνολογίας μέσω των οποίων διαβιβάζονται δεδομένα·

«ιδιόκτητη κατοικία» σημαίνει κατοικία σε σχέση με την οποία-

(α) ο χρεώστης είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης αυτής· ή

(β) ο χρεώστης είναι ο αγοραστής, δυνάμει σύμβασης πώλησης, η οποία έχει κατατεθεί σε οποιοδήποτε Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο δυνάμει των διατάξεων του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου και ο οποίος έχει τηρήσει πλήρως τις δυνάμει της σχετικής σύμβασης πώλησης συμβατικές υποχρεώσεις έναντι του πωλητή ή έχει καταβάλει τουλάχιστον το ογδόντα τοις εκατόν (80%) του τιμήματος πώλησης· ή

(γ) βρίσκεται σε ισχύ σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, και στην οποία ο αντισυμβαλλομένος στη σύμβαση μισθωτής της είναι ο χρεώστης και διαμένει για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών κατ' έτος·

«καθορισμένος» σημαίνει καθορισμένος με Κανονισμούς ή διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 94 ή οποιουδήποτε άλλου άρθρου προβλέπει τέτοιο καθορισμό·

«καθορισμένος πιστωτής», σε σχέση με προστατευτικό διάταγμα, σημαίνει πιστωτή που καθορίζεται σε προστατευτικό διάταγμα το οποίο βρίσκεται σε ισχύ, ως πρόσωπο στο οποίο οφείλεται συγκεκριμένο χρέος και, σε σχέση με Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, σημαίνει πιστωτή, μέρος σε Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που έχει επικυρωθεί ή επιβληθεί από το δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 2, του Τρίτου Μέρους και το οποίο βρίσκεται σε ισχύ·

«καθορισμένο χρέος», σε σχέση με προστατευτικό διάταγμα, σημαίνει χρέος που καθορίζεται σε προστατευτικό διάταγμα ως περιλαμβανόμενο στο εν λόγω διάταγμα το οποίο βρίσκεται σε ισχύ, και, σε σχέση με Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, χρέος το οποίο περιλαμβάνεται σε τέτοιο σχέδιο το οποίο βρίσκεται σε ισχύ·

«καθορισμένος χρεώστης» σε σχέση με προστατευτικό διάταγμα, σημαίνει χρεώστη σε σχέση με τον οποίο εκδίδεται προστατευτικό διάταγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 2 του Τρίτου Μέρους, το οποίο βρίσκεται σε ισχύ, και, σε σχέση με Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, χρεώστη, μέρος σε τέτοιο σχέδιο που εγκρίνεται ή επιβάλλεται από το δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 2 του Τρίτου Μέρους και το οποίο βρίσκεται σε ισχύ·

«Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων» σημαίνει την κατάσταση προσωπικών οικονομικών στοιχείων όπως αυτή καθορίζεται στην Οδηγία Διαχείρισης Καθυστερήσεων, εκτός εάν η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας προβλέπει διαφορετικά σε εσωτερικούς κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 88·

«κύρια κατοικία» σημαίνει την ιδιόκτητη κατοικία που χρησιμοποιείται για τη διαμονή του χρεώστη ή/και των μελών της οικογένειας του χρεώστη·

«λογικά έξοδα διαβίωσης» σημαίνει τα έξοδα τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8·

«μέλη της οικογένειας χρεώστη» σημαίνει τον/τη σύζυγο ή/και τους απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των δεκαοκτώ (18) ετών ή είναι συντηρούμενοι από το χρεώστη, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους, καθώς και εκείνους του/της συζύγου ή/και τους συντηρούμενους απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνους του /της συζύγου του χρεώστη·

«Οδηγία Διαχείρισης Καθυστερήσεων» σημαίνει τις εκάστοτε σε ισχύ Οδηγίες Διαχείρισης Καθυστερήσεων που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«Οικογενειακό Δικαστήριο» σημαίνει δικαστήριο εγκαθιδρυμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου ή δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη Δημοκρατία που προνοεί δικαιοδοσία οποιουδήποτε δικαστηρίου σε οικογενειακές υποθέσεις·

«πιστωτής» σε σχέση με χρέος, σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ο χρεώστης οφείλει το εν λόγω χρέος ή στο οποίο ο χρεώστης, έχει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση σε σχέση με το εν λόγω χρέος·

«προστατευτικό διάταγμα» σημαίνει διάταγμα που εκδίδεται από δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας έγκρισης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39·

«Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής» σημαίνει οποιαδήποτε πρόταση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής η οποία είτε ψηφίζεται ή απορρίπτεται από τους πιστωτές, και, είτε επικυρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II , του Κεφαλαίου 2 ή επιβάλλεται από το δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙΙ, του Κεφαλαίου 2·

«πτώχευση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Πτώχευσης Νόμο·

«συγγενής», σε σχέση με οποιοδήποτε πρόσωπο σημαίνει αδελφό ή αδελφή, γονέα ή σύζυγο ή παιδί του εν λόγω προσώπου ή του/της συζύγου του·

«σύζυγος» σημαίνει τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ δύο προσώπων, ως αποτέλεσμα γάμου αναγνωρισμένου από το κράτος και περιλαμβάνει συζύγους οι οποίοι βρίσκονται σε διάσταση·

«σύμβουλος αφερεγγυότητας» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να ασκεί το επάγγελμα του συμβούλου αφερεγγυότητας δυνάμει των διατάξεων του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου του 2015, ο οποίος για σκοπούς του παρόντος Νόμου ενεργεί υπό την ιδιότητα συμβούλου αναδιάρθρωσης χρέους φυσικού προσώπου μέσω προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου·

«συνδεδεμένο πρόσωπο», σε σχέση με οποιοδήποτε πρόσωπο, ερμηνεύεται σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (δ) του παρόντος ορισμού και οποιαδήποτε αναφορά σε συνδεδεμένο πρόσωπο με άλλο πρόσωπο ερμηνεύεται ότι και το άλλο πρόσωπο είναι συνδεδεμένο με το πρώτο πρόσωπο-

(α) πρόσωπο είναι συνδεδεμένο με φυσικό πρόσωπο, εάν είναι συγγενής

(β) πρόσωπο, υπό την ιδιότητά του ως επίτροπος εμπιστεύματος κατά την έννοια των διατάξεων του περί Επιτρόπων Εμπιστευμάτων Νόμου ή των διατάξεων του περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμου, είναι συνδεδεμένο με φυσικό πρόσωπο το οποίο ή οποιοδήποτε από τα παιδιά του οποίου ή οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο το οποίο ελέγχει το φυσικό αυτό πρόσωπο, είναι δικαιούχο του εμπιστεύματος·

(γ) εταιρεία είναι συνδεδεμένη με οποιοδήποτε πρόσωπο, εάν το εν λόγω πρόσωπο ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εταιρεία αυτή ή εάν το πρόσωπο αυτό ασκεί μαζί με άλλο πρόσωπο αποφασιστική επιρροή στην εταιρεία αυτή, η οποία τεκμαίρεται όταν το πρόσωπο αυτό, άμεσα ή έμμεσα-

(i) κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του εκδομένου κεφαλαίου της εταιρείας· ή

(ii) διαθέτει την πλειονότητα των ψήφων, οι οποίες αντιστοιχούν στους τίτλους που έχει εκδώσει η εταιρεία· ή

(iii) δύναται να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της εταιρείας·

(δ) οποιαδήποτε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν μαζί για να εξασφαλίσουν ή να ασκήσουν έλεγχο εταιρείας, θα θεωρούνται σε σχέση με την εν λόγω εταιρεία ως συνδεδεμένα μεταξύ τους, καθώς επίσης και με οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί υπό τις οδηγίες οποιουδήποτε από αυτά τα πρόσωπα, με σκοπό την εξασφάλιση ή τον έλεγχο της εταιρείας·

«συνήθης διαμονή» σημαίνει τη διαμονή στη Δημοκρατία για μια ή περισσότερες περιόδους που υπερβαίνουν στο σύνολο εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες στο φορολογικό έτος, και για σκοπούς υπολογισμού των ημερών διαμονής στη Δημοκρατία-

(α) η ημέρα αναχώρησης από τη Δημοκρατία λογίζεται ως ημέρα εκτός της Δημοκρατίας·

(β) η ημέρα άφιξης στη Δημοκρατία λογίζεται ως ημέρα παραμονής στη Δημοκρατία·

(γ) η άφιξη στη Δημοκρατία και αναχώρηση από τη Δημοκρατία την ίδια ημέρα, λογίζεται ως μια ημέρα παραμονής στη Δημοκρατία· και

(δ) η αναχώρηση από τη Δημοκρατία και επιστροφή στη Δημοκρατία την ίδια ημέρα, λογίζεται ως μια ημέρα εκτός της Δημοκρατίας.

«σχετική σύνταξη» σημαίνει:

(α) Συνταξιοδοτικό σχέδιο κατά την έννοια των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου·

(β) συνταξιοδοτική παροχή κατά την έννοια των διατάξεων του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου·

(γ) σύμβαση, συμφωνία ή εμπίστευμα μεταξύ του χρεώστη και ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την έννοια των διατάξεων του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, τα οποία καθορίζουν την παροχή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχονται·

(δ) σχέδιο συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων κατά την έννοια των διατάξεων του περί Συντάξεων Νόμου·

(ε) οποιοδήποτε άλλο σχέδιο συντάξεως προβλέπεται διά νόμου, κανονισμών ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας μεταξύ του χρεώστη και νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου·

(στ) οποιαδήποτε άλλη συνταξιοδοτική συμφωνία η οποία μπορεί να καθοριστεί από τον Υπουργό, μετά από διαβούλευση με τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

«τηλεδιάσκεψη» σημαίνει την εξ’ αποστάσεως λαμβάνουσαν χώραν συνεδρία, ήτοι την αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ομάδων ή ατόμων μέσω συστημάτων ήχου, εικόνας και ήχου ή ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλων μέσων που παρέχουν οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, νοουμένου ότι ένας έκαστος των μελών που λαμβάνει μέρος στη συνεδρία έχει τη δυνατότητα να ακούει ή να βλέπει και να ακούει όλους τους παρόντες σε κάθε ουσιώδη χρόνο καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίας∙

«Υπηρεσία Αφερεγγυότητας» σημαίνει τον Επίσημο Παραλήπτη ή οποιοδήποτε άλλο τμήμα ή υπηρεσία του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, που καθορίζεται από τον Υπουργό για να εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται δυνάμει του παρόντος Νόμου στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·

«φερέγγυος» σε σχέση με χρεώστη, σημαίνει ότι ο χρεώστης είναι σε θέση να αποπληρώνει τα χρέη του·

«χρέος προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει ποσό, το οποίο αποτελεί οφειλή βάσει αρχικά συναφθείσας σύμβασης για παροχή οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής διευκόλυνσης εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος και περιλαμβάνει το συμβατικό τόκο και τον τόκο υπερημερίας, που δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του δύο τοις εκατόν (2%) επί των καθυστερημένων δόσεων και μη συνυπολογιζομένων κατά τον καθορισμό του εν λόγω τόκου υπερημερίας, οποιωνδήποτε δόσεων έχουν ήδη καταβληθεί από το χρεώστη·

«χρεώστης» σε σχέση με χρέος, σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο το οποίο-

(α) οφείλει χρέος που προκύπτει από δανειακή σύμβαση σε πιστωτή· ή

(β) έχει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο χρηματοοικονομική υποχρέωση προς πιστωτή·

«χρηματοδοτική μίσθωση» σημαίνει ειδική σύμβαση μίσθωσης, που αποτελεί τρόπο χρηματοδότησης χωρίς να είναι συμφωνία δανείου, η οποία καταρτίζεται γραπτώς, σύμφωνα με την οποία ο μισθωτής λαμβάνει αποκλειστική κατοχή από τον εκμισθωτή, ορισμένης κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας έναντι της πληρωμής συμφωνηθέντος μισθώματος, και η οποία σύμβαση, μεταξύ άλλων, παρέχει στο μισθωτή το δικαίωμα επιλογής είτε να αγοράσει την ιδιοκτησία, είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο, ή να επιστρέψει το μίσθιο στον εκμισθωτή.

(2) Στον παρόντα Νόμο αναφορά σε περιουσιακό στοιχείο περιλαμβάνει οποιοδήποτε συμφέρον επί περιουσιακού στοιχείου, και, αναφορά σε υποχρέωση περιλαμβάνει οποιοδήποτε συμφέρον επί της υποχρέωσης.