76.-(1) Σε περίπτωση που καθορισμένος πιστωτής θεωρεί ότι αδικείται από την έκδοση προστατευτικού διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 75, δύναται, εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την επίδοση ειδοποίησης για την έκδοση προστατευτικού διατάγματος, να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για παραμερισμό του προστατευτικού διατάγματος σε σχέση με το συγκεκριμένο πιστωτή.
(2) Καθορισμένος πιστωτής, ο οποίος αιτείται την έκδοση διατάγματος παραμερισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ειδοποιεί το χρεώστη, την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, το σύμβουλο αφερεγγυότητας του χρεώστη και οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο με οδηγίες του δικαστηρίου.
(3) Κατά την εξέταση αίτησης που γίνεται από καθορισμένο πιστωτή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα για παραμερισμό του προστατευτικού διατάγματος, εκτός εάν-
(α) η άρνηση έκδοσης τέτοιου διατάγματος θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στον καθορισμένο πιστωτή, την οποία αυτός δεν θα είχε υποστεί διαφορετικά· και
(β) κανένας άλλος πιστωτής στον οποίο είχε δοθεί ειδοποίηση για την έκδοση προστατευτικού διατάγματος δεν θα επηρεαζόταν δυσμενώς.
(4) Κατά τον υπολογισμό του χρόνου παραγραφής σε σχέση με οποιαδήποτε διαδικασία καθορίζεται προθεσμία παραγραφής δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου, περιλαμβανομένου του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου, η περίοδος κατά την οποία το προστατευτικό διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ δεν υπολογίζεται.
(5) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η περίοδος ισχύος δικαστικής απόφασης εναντίον χρεώστη αναφορικά με καθορισμένο χρέος, σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 της Διάταξης 40 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επεκτείνεται για όσο χρόνο βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό διάταγμα.