31.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «συνδεδεμένη επιχείρηση» νοείται κάθε επιχείρηση της οποίας οι ετήσιοι λογαριασμοί έχουν ενοποιηθεί με τους λογαριασμούς του αναθέτοντος φορέα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας που μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών.
(2) Στην περίπτωση φορέων που δεν εμπίπτουν στη νομοθεσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ως «συνδεδεμένη επιχείρηση» νοείται κάθε επιχείρηση η οποία:
(α) Μπορεί να υπόκειται, άμεσα ή έμμεσα, σε δεσπόζουσα επιρροή του αναθέτοντος φορέα·
(β) μπορεί να ασκεί δεσπόζουσα επιρροή επί του αναθέτοντος φορέα· ή
(γ) υπόκειται, από κοινού με τον αναθέτοντα φορέα, στη δεσπόζουσα επιρροή άλλης επιχείρησης λόγω κυριότητας, χρηματοδοτικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν:
(3) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 30 και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που ανατίθενται:
(α) Από αναθέτοντα φορέα σε συνδεδεμένη επιχείρηση· ή
(β) από κοινοπραξία, η οποία έχει συσταθεί αποκλειστικά από διάφορους αναθέτοντες φορείς με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων κατά την έννοια των άρθρων 13 έως 19, σε επιχείρηση συνδεδεμένη μ’ έναν από αυτούς τους αναθέτοντες φορείς.
(4) Το εδάφιο (3) εφαρμόζεται σε:
(α) Συμβάσεις υπηρεσιών, εφόσον το ογδόντα τοις εκατόν (80%) τουλάχιστον του μέσου συνολικού κύκλου εργασιών της συνδεδεμένης επιχείρησης κατά την τελευταία τριετία, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις υπηρεσίες που παρείχε η εν λόγω επιχείρηση, προέρχεται από την παροχή υπηρεσιών στον αναθέτοντα φορέα ή σ’ άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέεται·
(β) συμβάσεις προμηθειών, εφόσον το ογδόντα τοις εκατόν (80%) τουλάχιστον του μέσου συνολικού κύκλου εργασιών της συνδεδεμένης επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις προμήθειες που παρείχε η εν λόγω επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία, προέρχεται από την παροχή προμηθειών στον αναθέτοντα φορέα ή σ’ άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέεται·
(γ) στις συμβάσεις έργων, εφόσον το ογδόντα τοις εκατόν (80%) τουλάχιστον του μέσου συνολικού κύκλου εργασιών της συνδεδεμένης επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα έργα που παρείχε η εν λόγω επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία, προέρχεται από την παροχή έργων στον αναθέτοντα φορέα ή σ’ άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέεται.
(5) Όταν, λόγω της ημερομηνίας σύστασης της συνδεδεμένης επιχείρησης ή της ημερομηνίας έναρξης των δραστηριοτήτων της, δεν είναι διαθέσιμος ο κύκλος εργασιών της για την τελευταία τριετία, η επιχείρηση αρκεί να αποδεικνύει ότι ο κύκλος εργασιών που αναφέρεται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (4) είναι αξιόπιστος, ιδίως με προβολές επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
(6) Όταν περισσότερες από μία επιχειρήσεις συνδεδεμένες με τον αναθέτοντα φορέα με τον οποίο συγκροτούν οικονομικό όμιλο, παρέχουν τις ίδιες ή παρεμφερείς υπηρεσίες ή προμήθειες ή τα ίδια ή παρεμφερή έργα, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων στο εδάφιο (4) ποσοστών λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών που προκύπτει αντιστοίχως από την παροχή υπηρεσιών, προμηθειών ή έργων εκ μέρους των εν λόγω συνδεδεμένων επιχειρήσεων.