11.-(1) Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης βασίζεται στο συνολικό πληρωτέο ποσό, χωρίς ΦΠΑ, όπως εκτιμάται από τον αναθέτοντα φορέα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δικαιωμάτων προαιρέσεως και τυχόν παρατάσεων της σύμβασης, όπως ορίζουν ρητά τα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης:
(2) Όταν o αναθέτων φορέας αποτελείται από χωριστές επιχειρησιακές μονάδες, λαμβάνεται υπόψη η συνολική εκτιμώμενη αξία για όλες τις χωριστές επιχειρησιακές μονάδες:
(3) Η επιλογή της μεθόδου για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης δεν επιτρέπεται να γίνεται με σκοπό την εξαίρεσή της από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου. Η σύμβαση δεν πρέπει να κατατέμνεται κατά τρόπο ώστε να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκτός εάν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι.
(4) Η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης πρέπει να ισχύει κατά την αποστολή της προκήρυξης διαγωνισμού, ή, στις περιπτώσεις όπου δεν προβλέπεται προκήρυξη διαγωνισμού, κατά την έναρξη της διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης από τον αναθέτοντα φορέα, ιδίως, όπου εφαρμόζεται, κατά την επαφή με οικονομικούς φορείς για τους σκοπούς της σύναψης της σύμβασης, όπου χρειάζεται.
(5) Για τις συμφωνίες - πλαίσιο και για τα δυναμικά συστήματα αγορών, η αξία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η μέγιστη εκτιμώμενη αξία, χωρίς ΦΠΑ, του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας - πλαίσιο ή του δυναμικού συστήματος αγορών.
(6) Για τις συμπράξεις καινοτομίας, η αξία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η μέγιστη εκτιμώμενη αξία, χωρίς ΦΠΑ, των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης που θα λάβουν χώρα σε όλα τα στάδια της προβλεπόμενης σύμπραξης, καθώς και των προμηθειών, των υπηρεσιών ή των έργων που θα αναπτυχθούν και θα παρασχεθούν κατά τη λήξη της προβλεπόμενης σύμπραξης.
(7) Για τους σκοπούς του άρθρου 10, οι αναθέτοντες φορείς περιλαμβάνουν στην εκτιμώμενη αξία μιας σύμβασης έργων το κόστος των έργων, καθώς και τη συνολική εκτιμώμενη αξία τυχόν προμηθειών ή υπηρεσιών που τίθενται στη διάθεση του εργολήπτη από τους αναθέτοντες φορείς, εφόσον είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των έργων.
(8) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (10), όταν προτεινόμενο έργο ή προτεινόμενη παροχή υπηρεσιών μπορεί να οδηγήσει σε ανάθεση συμβάσεων υπό τη μορφή χωριστών τμημάτων, λαμβάνεται υπόψη η συνολική εκτιμώμενη αξία όλων των τμημάτων. Όταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 10, το παρόν Μέρος και τα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται στην ανάθεση κάθε τμήματος.
(9) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (10), όταν μια πρόταση απόκτησης παρεμφερών προμηθειών μπορεί να οδηγήσει σε ανάθεση συμβάσεων υπό τη μορφή χωριστών τμημάτων, λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 10, η συνολική εκτιμώμενη αξία όλων των τμημάτων. Όταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 10, το παρόν Μέρος και τα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται στην ανάθεση κάθε τμήματος.
(10) Κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στα εδάφια (8) και (9), οι αναθέτοντες φορείς δύνανται να αναθέτουν συμβάσεις για μεμονωμένα τμήματα, χωρίς να εφαρμόζουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, εφόσον η εκτιμώμενη αξία του εν λόγω τμήματος, χωρίς ΦΠΑ, είναι μικρότερη από 80.000 ευρώ για προμήθειες ή υπηρεσίες ή από 1.000.000 ευρώ για έργα, νοουμένου ότι η συνολική αξία των τμημάτων που ανατίθενται με αυτόν τον τρόπο, χωρίς την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατόν (20%) της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων, στα οποία έχει κατατμηθεί το προτεινόμενο έργο, η προτεινόμενη απόκτηση παρεμφερών προμηθειών ή η προτεινόμενη παροχή υπηρεσιών.
(11) Για τις συμβάσεις προμηθειών ή υπηρεσιών, οι οποίες έχουν περιοδικό χαρακτήρα ή οι οποίες προβλέπεται να ανανεωθούν μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης βασίζεται:
(α) Είτε στη συνολική πραγματική αξία των διαδοχικών συμβάσεων του ιδίου τύπου, οι οποίες συνήφθησαν κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο ή οικονομικό έτος, αναπροσαρμοσμένη, όταν είναι δυνατόν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές ως προς τις ποσότητες ή την αξία τους, κατά τους δώδεκα μήνες που έπονται της αρχικής σύμβασης·
(β) είτε στην εκτιμώμενη συνολική αξία των διαδοχικών συμβάσεων που συνάπτονται κατά το δωδεκάμηνο που έπεται της πρώτης παράδοσης ή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, εφόσον αυτό υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες.
(12) Για τις συμβάσεις προμηθειών, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη χρηματοδοτική μίσθωση, τη μίσθωση ή τη μίσθωση - αγορά προϊόντων, η αξία που πρέπει να λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης είναι:
(α) Στην περίπτωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εφόσον η διάρκειά τους είναι ίση ή μικρότερη από δώδεκα μήνες, η συνολική εκτιμώμενη αξία για τη διάρκεια της σύμβασης ή, εφόσον η διάρκεια της σύμβασης είναι μεγαλύτερη από δώδεκα μήνες, η συνολική αξία της σύμβασης στην οποία περιλαμβάνεται η εκτιμώμενη υπολειπόμενη αξία·
(β) στην περίπτωση δημόσιων συμβάσεων αορίστου χρόνου ή στην περίπτωση που η διάρκειά τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μηνιαία αξία πολλαπλασιαζόμενη επί σαράντα οκτώ.
(13) Για τις συμβάσεις υπηρεσιών, η αξία που πρέπει να λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης είναι:
(α) Στην περίπτωση ασφαλιστικών υπηρεσιών: το καταβλητέο ασφάλιστρο και οι άλλοι τρόποι αμοιβής·
(β) στην περίπτωση τραπεζικών και άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών: οι αμοιβές, οι καταβλητέες προμήθειες, οι τόκοι και οι άλλοι τρόποι αμοιβής·
(γ) στην περίπτωση συμβάσεων μελετών: οι αμοιβές, οι καταβλητέες προμήθειες και οι άλλοι τρόποι αμοιβής.
(14) Για τις συμβάσεις υπηρεσιών στις οποίες δεν αναφέρεται συνολική τιμή, η αξία που πρέπει να λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης είναι:
(α) Στην περίπτωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και εφόσον η διάρκειά τους είναι ίση ή μικρότερη από σαράντα οκτώ μήνες: Η συνολική αξία για όλη τη διάρκειά τους·
(β) στην περίπτωση συμβάσεων αορίστου χρόνου ή διάρκειας μεγαλύτερης των σαράντα οκτώ μηνών: Η μηνιαία αξία πολλαπλασιασμένη επί σαράντα οκτώ.