9.-(1) Οποιοσδήποτε όρος σε σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού που επιτρέπει την αύξηση των τιμών όπως φαίνονται στη εν λόγω σύμβαση, θεωρείται άκυρος και ανενεργός, εκτός αν η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού προβλέπει ρητά αυτή τη δυνατότητα και ορίζει ταυτόχρονα ότι ο ταξιδιώτης έχει δικαίωμα μείωσης της τιμής σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), οπότε σ’ αυτήν την περίπτωση, η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ορίζει τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται οι αναθεωρήσεις των τιμών· αυξήσεις των τιμών είναι δυνατές αποκλειστικά και μόνο ως άμεση συνέπεια αλλαγών σχετικά με τα εξής:
(α) Την τιμή της μεταφοράς επιβατών που προκύπτει από το κόστος των καυσίμων ή άλλων πηγών ενέργειας,
(β) το επίπεδο των φόρων ή τελών στις περιλαμβανόμενες στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ταξιδιωτικές υπηρεσίες που επιβάλλονται από τρίτους οι οποίοι δεν εμπλέκονται άμεσα στην εκτέλεση του πακέτου, συμπεριλαμβανομένων των τουριστικών φόρων, των φόρων αεροδρομίου, των τελών επιβίβασης ή αποβίβασης σε λιμένες και αερολιμένες, ή
(γ) τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που αφορούν το πακέτο.
(2) Εάν η αύξηση της τιμής που αναφέρεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) υπερβαίνει το οκτώ τοις εκατόν (8%) της συνολικής τιμής του πακέτου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (5) του άρθρου 10.
(3) Ανεξάρτητα από το εύρος της τιμής, η αύξησή της είναι δυνατή μόνο εφόσον ο διοργανωτής κοινοποιήσει την αύξηση αυτή με σαφή και κατανοητό τρόπο στον ταξιδιώτη επί σταθερού μέσου μαζί με την αιτιολόγηση για αυτή την αύξηση και παρέχει τον υπολογισμό της, το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν από την έναρξη του πακέτου.
(4) Αν η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης της τιμής, θα πρέπει ταυτόχρονα να ορίζει ότι ο ταξιδιώτης έχει δικαίωμα μείωσης της τιμής αντίστοιχη προς οποιαδήποτε μείωση του κόστους που αναφέρεται στις διατάξεις των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1), η οποία προκύπτει μετά τη σύναψη της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και πριν την έναρξη του πακέτου.
(5) Σε περίπτωση μείωσης της τιμής, ο διοργανωτής έχει το δικαίωμα να αφαιρεί τις πραγματικές διοικητικές δαπάνες από το ποσό επιστροφής που οφείλει στον ταξιδιώτη, και:
(α) Ο ταξιδιώτης έχει δικαίωμα να ζητήσει αποδείξεις για αυτές τις διοικητικές δαπάνες, και
(β) ο διοργανωτής κατόπιν αιτήματος του ταξιδιώτη υποχρεούται να προσκομίσει αποδείξεις γι’ αυτές τις διοικητικές δαπάνες.