29.-(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 27 έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, συμπεριλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει:
(α) Την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης, ή/και
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου μέτρων, προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η παράβαση, ή/και
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης, ή/και
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(2) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, που εφαρμόζονται σχετικά με αιτήσεις έκδοσης διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αναφορικά με τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 27 αίτησης.