2.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα» ή «ΑΠΙ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου˙
«αναλυτής πιστώσεων» σημαίνει τον υπάλληλο του πιστωτή που είναι εξουσιοδοτημένος να διενεργήσει την αξιολόγηση της αίτησης για χορήγηση νέας ή αναθεώρηση υφιστάμενης σύμβασης πίστωσης·
«ανώτατα διοικητικά στελέχη» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τις διατάξεις του εδάφιου (1) του άρθρου 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας όπως ορίζεται από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 5·
«αρμόδια αρχή κράτους μέλους» σημαίνει αρμόδια αρχή που ορίσθηκε από κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, ως αρμόδια, κατ’ εφαρμογήν του Άρθρου 5 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ·
«αρχή έγκρισης πιστώσεων» σημαίνει επιτροπή ή οποιαδήποτε άλλα αρμόδια πρόσωπα του πιστωτή που έχουν εξουσιοδοτηθεί από το διοικητικό όργανο να εγκρίνουν τη χορήγηση, την εκταμίευση και την ανανέωση συμβάσεων πίστωσης·
«αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας» σημαίνει την αξιολόγηση της προοπτικής να εξοφληθούν οι δανειακές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης·
«δάνειο σε ξένο νόμισμα» σημαίνει σύμβαση πίστωσης, όπου η πίστωση-
(α) Εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα στο οποίο ο καταναλωτής λαμβάνει το εισόδημά του ή διατηρεί τα περιουσιακά στοιχεία από τα οποία πρόκειται να αποπληρωθεί η πίστωση, ή
(β) εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙
«διαφήμιση» σημαίνει κάθε μορφή ανακοίνωσης που μεταδίδεται έναντι πληρωμής ή ανάλογου ανταλλάγματος ή για λόγους αυτοπροβολής από δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση στο πλαίσιο εμπορικής, βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας ή άσκησης επαγγέλματος, με σκοπό την προώθηση της παροχής αγαθών ή υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένων ακινήτων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και περιλαμβάνει κάθε μορφή διαφήμισης με δημοσίευση από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, με έκθεση αγγελιών, σημάτων, επιγραφών, αφισών ή εμπορευμάτων, με διανομή δειγμάτων, εγκυκλίων, καταλόγων, τιμοκαταλόγων ή άλλου υλικού, με έκθεση φωτογραφιών, υποδειγμάτων ή κινηματογραφικών ταινιών ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αναφορές στη δημοσίευση διαφημίσεων θα ερμηνεύονται ανάλογα˙
«Δικαστήριο» σημαίνει δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας·
«ΕΑΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙
«ενδεχόμενη υποχρέωση ή εγγύηση» σημαίνει σύμβαση πίστωσης που ενεργεί ως εγγύηση για άλλη ξεχωριστή αλλά συμπληρωματική συναλλαγή και όπου το κεφάλαιο που εξασφαλίζεται έναντι ακινήτου υπόκειται σε ανάληψη μόνον σε περίπτωση που επισυμβεί γεγονός ή γεγονότα που καθορίζονται στη σύμβαση·
«ενδιάμεσο δάνειο» σημαίνει σύμβαση πίστωσης που είτε δεν έχει καθορισμένη διάρκεια είτε είναι αποπληρωτέα εντός δωδεκαμήνου και η οποία χρησιμοποιείται από τον καταναλωτή ως προσωρινή λύση χρηματοδότησης κατά τη μετάβαση σε άλλη χρηματοδοτική διευκόλυνση για το ακίνητο·
«εντεταλμένος αντιπρόσωπος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την Οδηγία 2017/14/ΕΕ·
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«Ευρωπαϊκό Τυποποιημένο Δελτίο Πληροφοριών» ή «ESIS» σημαίνει το τυποποιημένο δελτίο πληροφοριών που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΙ·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011» σημαίνει τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1)·
«καταναλωτής» σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο για σκοπούς συναλλαγής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ενεργεί εκτός της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς του:
«Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων» ή «ΚΠΟΣ» σημαίνει την Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων η οποία αποτελεί το Παράρτημα IV των περί των Διαδικασιών Χορήγησης Νέων και Αναθεώρησης Υφιστάμενων Πιστωτικών Διευκολύνσεων Οδηγιών του 2016∙
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή εκάστοτε τροποποιείται·
«κράτος μέλος προέλευσης» σημαίνει κατά περίπτωση:
(α) Το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία πιστωτή ή μεσίτη πιστώσεων, σε περίπτωση που ο πιστωτής ή ο μεσίτης πιστώσεων είναι φυσικό πρόσωπο,
(β) το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα πιστωτή ή μεσίτη πιστώσεων ή αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του, σε περίπτωση που ο πιστωτής ή ο μεσίτης πιστώσεων είναι νομικό πρόσωπο.
«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει κράτος μέλος εκτός από το κράτος μέλος προέλευσης, στο οποίο ο πιστωτής ή ο μεσίτης πιστώσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες·
«λογικά έξοδα διαβίωσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου·
«μεσίτης πιστώσεων» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν ενεργεί ως πιστωτής και δεν παρουσιάζει απλώς, άμεσα ή έμμεσα, στον καταναλωτή κάποιο πιστωτή ή μεσίτη πιστώσεων και το οποίο, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή χρηματοπιστωτικής αντιπαροχής, προβαίνει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες:
(α) προτείνει ή προσφέρει συμβάσεις πίστωσης σε καταναλωτές,
(β) βοηθά καταναλωτές αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικές εργασίες ή άλλες προσυμβατικές διοικητικές διαδικασίες σε σχέση με τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο (α), ή
(γ) συνάπτει συμβάσεις πίστωσης με καταναλωτές εξ ονόματος του πιστωτή˙
«μη πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει κάθε πιστωτή που δεν είναι πιστωτικό·ίδρυμα
«Οδηγία 2014/17/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·
«όμιλος» σημαίνει όμιλο πιστωτών που πρέπει να είναι ενοποιημένοι για τους σκοπούς των ενοποιημένων λογαριασμών, όπως ορίζεται στην Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών·
«πιστωτής» σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·
«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
«πρακτική δέσμευσης» σημαίνει την προσφορά ή την πώληση σύμβασης πίστωσης σε δέσμη με άλλα ξεχωριστά χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες όταν η σύμβαση πίστωσης δεν διατίθεται χωριστά στον καταναλωτή·
«πρακτική ομαδοποίησης» σημαίνει την προσφορά ή την πώληση σύμβασης πίστωσης σε δέσμη με άλλα ξεχωριστά χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες, όταν η σύμβαση πίστωσης διατίθεται και χωριστά στον καταναλωτή, αλλ’ όχι κατ’ ανάγκη με τους ίδιους όρους ή προϋποθέσεις όπως στην περίπτωση που προσφέρεται ομαδοποιημένη με τις συμπληρωματικές υπηρεσίες·
«προσωπικό» σημαίνει-
(α) Κάθε φυσικό πρόσωπο που εργάζεται εκ μέρους του πιστωτή ή του μεσίτη πιστώσεων το οποίο ασχολείται άμεσα με δραστηριότητες που καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο ή το οποίο έχει επαφές με καταναλωτές κατά τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο,
(β) κάθε φυσικό πρόσωπο που διευθύνει ή εποπτεύει άμεσα τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ·
«ρυθμιζόμενη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·
«σταθερό μέσο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τις διατάξεις του άρθρο 2 του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου·
«σύμβαση πίστωσης» σημαίνει σύμβαση δυνάμει της οποίας ο πιστωτής χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή, πίστωση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, υπό τη μορφή αναβαλλόμενης πληρωμής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης·
«συμβουλευτικές υπηρεσίες» σημαίνει την παροχή προσωπικών συστάσεων σε καταναλωτή, σε σχέση με μία ή περισσότερες συναλλαγές που συνδέονται με συμβάσεις πίστωσης η οποία αποτελεί χωριστή δραστηριότητα από τη χορήγηση της πίστωσης και από τις δραστηριότητες του μεσίτη πιστώσεων όπως αυτές ορίζονται στον όρο «μεσίτης πιστώσεων»·
«συμμετοχική σύμβαση πίστωσης» (shared equity) σημαίνει σύμβαση πίστωσης όπου το αποπληρωτέο κεφάλαιο βασίζεται σε συμβατικά καθορισμένο ποσοστό της αξίας του ακινήτου κατά τον χρόνο αποπληρωμής ή αποπληρωμών του κεφαλαίου·
«συμπληρωματική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία που προσφέρεται στον καταναλωτή σε συνδυασμό με τη σύμβαση πίστωσης·
«συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων» σημαίνει κάθε μεσίτη πιστώσεων που ενεργεί εξ ονόματος και υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη-
(α) ενός μόνον πιστωτή, ή
(β) ενός μόνον ομίλου·
«συνδεδεμένα πρόσωπα» έχει την έννοια του όρου «ομάδα συνδεδεμένων προσώπων» όπως ορίζεται στο σημείο (39) του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013/ΕE·
«συνολικό ετήσιο ποσοστό επιβάρυνσης» ή «ΣΕΠΕ» σημαίνει το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως το ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση του κόστους που αναφέρεται στο εδάφιο 2 του άρθρου 17 και ισούται, σε ετήσια βάση, με την παρούσα αξία του συνόλου των μελλοντικών ή υφιστάμενων υποχρεώσεων (αναλήψεων, αποπληρωμών και επιβαρύνσεων) που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτή και του καταναλωτή·
«συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου, περιλαμβανομένου του κόστους εκτίμησης ακίνητης περιουσίας όταν η εν λόγω εκτίμηση είναι απαραίτητη για την χορήγηση της πίστωσης αλλά εξαιρουμένων των τελών καταχώρησης για τη μεταβίβαση της κυριότητας της ακίνητης περιουσίας και τυχόν επιβαρύνσεων που καταβάλλονται από τον καταναλωτή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις δεσμεύσεις που καθορίζονται στη σύμβαση πίστωσης·
«συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή» σημαίνει το άθροισμα του συνολικού ποσού της πίστωσης και του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή.
«συνολικό ποσό της πίστωσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου·
«Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, η οποία ενεργεί διά του Διευθυντή της και οποιουδήποτε λειτουργού γραπτώς εξουσιοδοτημένου από το Διευθυντή για να ενεργεί εκ μέρους αυτού·
«χρεωστικό επιτόκιο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου·
«Χρηματοοικονομικός Επίτροπος» σημαίνει τον επίτροπο που ορίζεται από τις διατάξεις του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου.
(2) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως αυτή εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια.
(3) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, οποιαδήποτε αναφορά σε Νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω Νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνονται, τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια.