20.-(1)(α) Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας που αναφέρεται στο άρθρο 18 διενεργείται με βάση αναγκαίες, επαρκείς και αναλογικές πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες του καταναλωτή, καθώς και για άλλες χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες.
(β) Ο πιστωτής λαμβάνει τις πληροφορίες αυτές από τις σχετικές εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, περιλαμβανομένου του καταναλωτή, και περιλαμβάνουν πληροφορίες που παρέχονται στον μεσίτη πιστώσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αίτησης για τη χορήγηση πίστωσης.
(γ) Οι πληροφορίες επαληθεύονται καταλλήλως, με αναφορά σε ανεξάρτητα εξακριβώσιμα δικαιολογητικά σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο.
(2) Ο μεσίτης πιστώσεων υποβάλλει με ακρίβεια στον πιστωτή τις απαραίτητες πληροφορίες που λαμβάνει από τον καταναλωτή, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
(3)(α) Ο πιστωτής προσδιορίζει με σαφή και κατανοητό τρόπο πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, τις αναγκαίες πληροφορίες και τα δικαιολογητικά από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές που πρέπει να υποβάλει ο καταναλωτής, καθώς και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει τα στοιχεία αυτά.
(β) Το αίτημα που προβλέπεται στην παράγραφο (α) περιορίζεται στην παροχή πληροφοριών που είναι απαραίτητες, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, για τη διενέργεια άρτιας αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.
(γ) Ο πιστωτής δύναται να ζητεί διευκρινίσεις αναφορικά με τις πληροφορίες που λαμβάνει σε απάντηση του αιτήματός του σε περίπτωση που αυτές είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
(δ) Απαγορεύεται σε πιστωτή να τερματίσει σύμβαση πίστωσης με τη δικαιολογία ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης ήταν ελλιπείς, εκτός σε περίπτωση που μπορεί να αποδείξει ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του απέκρυψε ή παραποίησε πληροφορίες που θα επηρέαζαν την απόφαση για τη χορήγηση της πίστωσης.
(4)(α) Ο πιστωτής διασφαλίζει ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ότι υποχρεούται να υποβάλλει ορθές πληροφορίες κατόπιν του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3), οι οποίες είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες, προκειμένου να διεξαχθεί κατάλληλη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
(β) Ο πιστωτής και ο μεσίτης πιστώσεων προειδοποιεί τον καταναλωτή, ότι σε περίπτωση που δεν είναι σε θέση να προβεί σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, επειδή ο καταναλωτής επέλεξε να μην υποβάλει τις πληροφορίες ή την επαλήθευση που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας, η πίστωση δεν μπορεί να χορηγηθεί.
(γ) Η προειδοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
(5) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και κυρίως του άρθρου 6 του εν λόγω νόμου.