Καθήκοντα της Εθνικής Μονάδας Ευρωπόλ και των αρμόδιων αρχών

4.-(1) Η Εθνική Μονάδα Ευρωπόλ-

(α) Παρέχει στην Ευρωπόλ τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις μορφές εγκλήματος, η πρόληψη ή η καταπολέμηση των οποίων θεωρείται προτεραιότητα από την Ευρωπαϊκή Ένωση,

(β) διασφαλίζει την αποτελεσματική επικοινωνία και συνεργασία των αρμόδιων αρχών με την Ευρωπόλ,

(γ) παρέχει ενημέρωση σχετικά με τις δραστηριότητες της Ευρωπόλ,

(δ) διασφαλίζει ότι κατά την παροχή πληροφοριών στην Ευρωπόλ τηρούνται οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων αυτών Νόμου.

(1Α) Οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες παρέχουν πληροφορίες στην Ευρωπόλ μέσω της Εθνικής Μονάδας Ευρωπόλ, διασφαλίζουν ότι η παροχή των εν λόγω πληροφοριών διενεργείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(2) Η Εθνική Μονάδα Ευρωπόλ, δεν υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εάν η παροχή των πληροφοριών αυτών-

(α) Θα ήταν αντίθετη προς τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειας της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ή

(β) θα έθετε σε κίνδυνο την επιτυχή έκβαση εν εξελίξει έρευνας ή,

(γ) θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια φυσικών προσώπων, ή

(δ) συνεπάγεται κοινολόγηση πληροφοριών σχετικά με οργανώσεις ή συγκεκριμένες δραστηριότητές της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών.

(2Α) Σε περίπτωση εξάλειψης του λόγου αδυναμίας παροχής πληροφοριών η Εθνική Μονάδα Ευρωπόλ παραχωρεί τις πληροφορίες.

(2Β) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και κατά την παροχή πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές προς στην Ευρωπόλ, μέσω της Εθνικής Μονάδας Ευρωπόλ.

(3) Κατά την παροχή πληροφοριών στην Ευρωπόλ, η Εθνική Μονάδα Ευρωπόλ καθορίζει τον σκοπό για τον οποίο αυτές υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/794, ως αυτός έχει προκαθοριστεί από την εκάστοτε αρμόδια αρχή που παρέχει την πληροφορία.

(3Α) Σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει καθοριστεί σκοπός σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), η Ευρωπόλ, σε συμφωνία με τον ενδιαφερόμενο πάροχο πληροφοριών μέσω της Εθνικής Μονάδας Ευρωπόλ, επεξεργάζεται τις πληροφορίες για καθορισμό της καταλληλότητας τους και του σκοπού για περαιτέρω επεξεργασία τους.

(3Β) Η επεξεργασία πληροφοριών από την Ευρωπόλ για σκοπό διαφορετικό από τον αρχικό για τον οποίο διαβιβάστηκαν σε αυτήν είναι επιτρεπτή, νοουμένου ότι έχει ληφθεί η εκ των προτέρων συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής η οποία παρείχε τις εν λόγω πληροφορίες μέσω της Εθνικής Μονάδας Ευρωπόλ.

(4) Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, όταν παρέχουν πληροφορίες στην Ευρωπόλ διαμέσου της Εθνικής Μονάδας Ευρωπόλ, να υποδεικνύουν τυχόν περιορισμούς στην πρόσβαση ή στη χρήση των πληροφοριών αυτών υπό γενικούς ή ειδικούς όρους, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων που αφορούν τη διαβίβαση, τη μετάδοση, τη διαγραφή ή την καταστροφή τους.

(4Α) Σε περίπτωση κατά την οποία η ανάγκη των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εδαφίου (4) περιορισμών καθίσταται πρόδηλη μετά την παροχή των πληροφοριών, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Ευρωπόλ σχετικά, μέσω της Εθνικής Μονάδας Ευρωπόλ.

(5) Πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών στην Ευρωπόλ, η Εθνική Μονάδα Ευρωπόλ σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, αξιολογεί στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια των πληροφοριών και την αξιοπιστία της πηγής από την οποία προέρχονται, βάσει συγκεκριμένων κωδικών αξιολόγησης, ως αυτοί εκάστοτε καθορίζονται από την Ευρωπόλ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/794.

(6) Η αξιολόγηση των πληροφοριών οι οποίες διαβιβάζονται στην Ευρωπόλ σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) δύναται να τροποποιηθεί από την Ευρωπόλ με τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής η οποία τις διαβίβασε, ενώ σε περίπτωση κατά την οποία δεν επιτευχθεί συμφωνία, η Ευρωπόλ προβαίνει σε σχετική αξιολόγηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/794.