14.-(1) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε πράξη ή παράλειψη, κατά παράβαση-
(α) Tων διατάξεων των παραγράφων (ε) και (στ) του άρθρου 7, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19, της παραγράφου 1 του άρθρου 20, των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 24, της παραγράφου 1 του άρθρου 28, της παραγράφου 1 του άρθρου 29, της παραγράφου 1 του άρθρου 33, της παραγράφου 1 του άρθρου 34, της παραγράφου 1 του άρθρου 38, της παραγράφου 1 του άρθρου 39, του άρθρου 40, της παραγράφου 1 του άρθρου 44, και της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014,
(β) οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιωνδήποτε Κανονισμών ή Διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 17 και 18 αντίστοιχα,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(1Α) Πρόσωπο το οποίο απέκτησε εξουσιοδότηση παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικής ταυτότητας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο ή αντικανονικό τρόπο ή διαπράττει ή επιτρέπει παραβίαση ασφαλείας ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο δεν παρέχει ζητούμενη από αυτό πληροφορία, κατά παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 8, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000).