22. (1) Οποιοσδήποτε-
(α) Χρησιμοποιεί τους όρους «ξενοδοχείο», «κυρίως ξενοδοχείο», «συγκρότημα οικίσκων», «κέντρο διακοπών» (holiday camp), «τουριστική κατασκήνωση» (camping ground και car camping), «οργανωμένα διαμερίσματα» (hotel apartments και service flats), «τουριστικά χωριά», «συγκρότημα τουριστικών επαύλεων», «ξενοδοχείο άνευ αστέρος», «οργανωμένα διαμερίσματα άνευ τάξης», «τουριστικό χωριό άνευ τάξης», «αυτοεξυπηρετούμενο κατάλυμα» ή άλλο όρο που προσδίδει έννοια ξενοδοχείου ή τουριστικού καταλύματος για τον χαρακτηρισμό επιχειρηματικής μονάδας, για την οποία δεν έχει εκδοθεί άδεια λειτουργίας δυνάμει των άρθρων 6 , 13 και 16Α· ή
(β) διατηρεί ή λειτουργεί ξενοδοχείο, ξενοδοχειακή μονάδα ή τουριστικό κατάλυμα χωρίς εκδοθείσα άδεια λειτουργίας ή αυτοεξυπηρετούμενο κατάλυμα χωρίς άδεια εγγραφής, ή η άδεια λειτουργίας του ή η άδεια εγγραφής του έχει ανακληθεί δυνάμει των άρθρων 6, 13 και 16Α,
είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές, εάν δε η παράβαση συνεχιστεί μετά την καταδίκη του, είναι ένοχος περαιτέρω αδικήματος και υπόκειται σε περαιτέρω χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τα διακόσια ευρώ (€200) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που προβλέπεται από το παρόν άρθρο, το Δικαστήριο, με την καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να διατάξει-
(α) Τη διακοπή της λειτουργίας ξενοδοχείου, ξενοδοχειακής μονάδας ή τουριστικού καταλύματος ή αυτοεξυπηρετούμενου καταλύματος σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες∙
(β) την καταβολή των εξόδων της δίκης από το καταδικασθέν πρόσωπο:
(3) Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης οποιουδήποτε προσώπου με δικαστικό διάταγμα, που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2), ο Αστυνομικός Διευθυντής της Επαρχίας ή ο εκπρόσωπός του, εκτελεί το διάταγμα και αξιώνει την πληρωμή των εξόδων, που αποδεδειγμένα προέκυψαν κατά την εκτέλεση του και τα έξοδα αυτά θεωρούνται ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η πληρωμή τους επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
(5) Κάθε πρόσωπο, το οποίο δεν συμμορφώνεται με δικαστικό διάταγμα, που εκδόθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (3) ή παραβιάζει τις τυχόν σφραγίδες που έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με το εδάφιο (4), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(6) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που προβλέπεται από τον Νόμο και τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει κάθε πρόσωπο το οποίο κρίθηκε ένοχο αδικήματος να συμμορφωθεί με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου ή των Κανονισμών, σε σχέση με τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.
(7)(α) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία προσαχθείσα εναντίον προσώπου για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση του εδαφίου (1), δύναται κατόπιν μονομερούς αιτήσεως να διατάξει αναστολή κάθε εργασίας αναφορικά με τη διατήρηση ή λειτουργία ξενοδοχείου ή τουριστικού καταλύματος μέχρι της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης αναφορικά με την οποία προσάφθηκε η κατηγορία:
(β) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α), αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς αυτό, εντός του καθορισμένου χρόνου, η αρμόδια αρχή νομιμοποιείται να εκτελεί το διάταγμα και τα έξοδα για την εκτέλεσή του, καταβάλλονται στην αρμόδια αρχή από το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, τα δε έξοδα αυτά λογίζονται ως ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η πληρωμή αυτών επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου:
(8) Όταν αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, το οποίο έχει διαπραχθεί από νομικό πρόσωπο, αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή την ανοχή ή ότι οφείλεται σε αμέλεια οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος τούτου και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα.
(9) Οποιοσδήποτε παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου στην οποία δεν γίνεται ειδική πρόνοια περί τούτου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.