Υποχρεώσεις Διαμεσολαβητή

10.-(1) Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του με επιμέλεια, ανεξαρτησία και αμεροληψία, κατά τρόπο κατάλληλο και αποτελεσματικό, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του ή του επαγγέλματός του και ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ορίστηκε ή ανέλαβε να διεξαγάγει την εν λόγω διαμεσολάβηση και δεν υπόκειται στον έλεγχο ούτε ακολουθεί τις οδηγίες οποιουδήποτε προσώπου ή αρχής.

(2) Ειδικότερα, χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), ο διαμεσολαβητής έχει υποχρέωση όπως-

(α) Eνεργεί σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 5 και στον Κώδικα Δεοντολογίας, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 45,

(β) ενεργεί με αμεροληψία καθόσον αφορά τα μέρη,

(γ) είναι ουδέτερος, καθόσον αφορά το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης,

(δ) σέβεται τις απόψεις των μερών και διασφαλίζει την ισορροπία ισχύος των διαπραγματευτικών τους θέσεων,

(ε) διασφαλίζει την ιδιωτική και εμπιστευτική φύση της διαμεσολάβησης και ειδικότερα των συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα σε αυτή και μεριμνά, ώστε να μην αποκαλύπτεται οτιδήποτε αναφέρεται στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης, εκτός όπως προβλέπεται στην παράγραφο (στ) του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 27 και 28,

(στ) ενημερώνει τα μέρη ότι δηλώσεις που γίνονται κατά τη διαδικασία διαμεσολάβησης από τις οποίες διαφαίνεται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο και ιδιαίτερα παιδί έχει υποστεί ή ενδέχεται να έχει υποστεί ή κινδυνεύει να υποστεί βία ή κακοποίηση θα αποκαλυφθούν από το διαμεσολαβητή στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 27,

(ζ) σε περίπτωση που η διαφορά αφορά ή επηρεάζει εν όλω ή εν μέρει παιδί, επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα για την ευημερία και το συμφέρον του παιδιού, ενθαρρύνει τους γονείς να επικεντρώνονται στις ανάγκες του παιδιού και τους υπενθυμίζει την πρωταρχική τους ευθύνη για την ευημερία του παιδιού, καθώς και την ανάγκη να πληροφορούν το παιδί και να λαμβάνουν υπόψη την άποψή του,

(η) σε περίπτωση που η διαφορά αφορά ή επηρεάζει εν όλω ή εν μέρει παιδί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο και αφού συνεννοηθεί με τα μέρη, ακούει τις απόψεις του παιδιού και τις λαμβάνει υπόψη ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητάς του,

(θ) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 27, δίδει ιδιαίτερη προσοχή στο κατά πόσο ασκήθηκε στο παρελθόν ή ενδέχεται να ασκηθεί στο μέλλον βία μεταξύ των μερών, καθώς και στην επίδραση που αυτή μπορεί να έχει στις διαπραγματευτικές τους θέσεις:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής κρίνει ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της διαφοράς, η διαδικασία διαμεσολάβησης δεν ενδείκνυται, τερματίζει τη διαμεσολάβηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32,

(ι) όπου κρίνει ότι οποιοδήποτε από τα μέρη στη διαμεσολάβηση δεν είναι σε θέση ή δεν είναι πρόθυμο να συμμετάσχει στη διαδικασία ελεύθερα και πλήρως, εγείρει το ζήτημα και εξετάζει το ενδεχόμενο τερματισμού της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, και

(ια) αποτρέπει χειριστική, απειλητική ή εκφοβιστική συμπεριφορά από οποιοδήποτε από τα μέρη και διεξάγει τη διαδικασία κατά τρόπο που να ανατρέπει, στο μέτρο του δυνατού, οποιαδήποτε ανισότητα ισχύος μεταξύ των μερών:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που διαφαίνεται ότι οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά ή ανισότητα πιθανό να καταστήσει τη διαμεσολάβηση άδικη ή αναποτελεσματική, ο διαμεσολαβητής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, για να εμποδίσει το αποτέλεσμα αυτό, περιλαμβανομένου και του τερματισμού της διαδικασίας, αν κρίνει αυτό απαραίτητο.

(3) Διαμεσολαβητής στον οποίο προτείνεται να αναλάβει ή ο οποίος έχει ήδη αναλάβει τη διεξαγωγή διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δηλώνει εγγράφως και έγκαιρα, πριν αποδεχτεί τον διορισμό του ή αμέσως μόλις διαφανεί, οποιαδήποτε σύγκρουση συμφέροντος ή οποιοδήποτε περιστατικό ή οικονομικό ή άλλο συμφέρον το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει ή να δώσει την εντύπωση ότι επηρεάζει την ανεξαρτησία του και αρνείται το διορισμό του ή παραιτείται από διαμεσολαβητής για τη συγκεκριμένη διαμεσολάβηση, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν ρητά και γραπτώς ότι αυτός είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2).

(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3) τεκμαίρεται ότι υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με διαμεσολάβηση στις πιο κάτω περιπτώσεις:

(α) Όταν υφίσταται προσωπική ή επαγγελματική σχέση του διαμεσολαβητή με ένα από τα μέρη στη διαμεσολάβηση·

(β) όταν ο διαμεσολαβητής, ή οποιοσδήποτε συγγενής του μέχρι δευτέρου βαθμού εξ αίματος ή ο/η σύζυγός του έχει οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο οικονομικό ή άλλο συμφέρον από την έκβαση της διαμεσολάβησης· και

(γ) όταν ο διαμεσολαβητής ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εργοδοτείται από το διαμεσολαβητή ή το νομικό πρόσωπο στο οποίο εργοδοτείται ο διαμεσολαβητής προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια στο παρελθόν, υπό άλλη ιδιότητα πλην της ιδιότητας του διαμεσολαβητή, για κάποιο από τα μέρη.

(5) Πριν από την έναρξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται ότι τα μέρη αντιλαμβάνονται τη φύση της διαδικασίας διαμεσολάβησης, τον ρόλο του διαμεσολαβητή και τον δικό τους.

(6) Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ο διαμεσολαβητής διασφαλίζει ότι τα μέρη συμμετέχουν ισότιμα στη διαδικασία.

(7) Ο διαμεσολαβητής, εφόσον του ζητηθεί, παρέχει στα μέρη πληροφορίες σχετικά με το επαγγελματικό του υπόβαθρο, την εκπαίδευση και την εμπειρία του στον τομέα της διαμεσολάβησης.

(8) Ο διαμεσολαβητής δεν επιβάλλει συγκεκριμένη επίλυση της διαφοράς, δύναται όμως, κατά την κρίση του και με σκοπό να διευκολύνει τη φιλική διευθέτηση της διαφοράς, να υποβάλλει εισηγήσεις οι οποίες δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.

(9) Ο διαμεσολαβητής καθοδηγείται από τον Κώδικα Δεοντολογίας για Διαμεσολαβητές Οικογενειακών Υποθέσεων, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς και τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές.

(10) Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται ότι τα μέρη έχουν ενημερώσει για τον διορισμό του διαμεσολαβητή οποιουσδήποτε δικηγόρους ενεργούν εκ μέρους τους στη διαφορά η οποία, εν όλω ή εν μέρει, κατέστη αντικείμενο της διαμεσολάβησης.

(11) Σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε από τα μέρη δυνατόν να δικαιούται δωρεάν αρωγή διαμεσολάβησης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13, ενημερώνει το μέρος για το δικαίωμα του αυτό και στην περίπτωση που ο ίδιος δεν αναλαμβάνει διαμεσολάβηση με αρωγή διαμεσολάβησης αποσύρεται από τη διαμεσολάβηση και παραπέμπει τα μέρη στον κατάλογο διαμεσολαβητών που αναλαμβάνουν τέτοιου είδους διαμεσολάβηση, ο οποίος καταρτίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 13.

(12) Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται ότι-

(α) Tα μέρη καταλήγουν στην απόφασή τους στη βάση επαρκών πληροφοριών και επαρκούς γνώσης και, για τον σκοπό αυτό, ενημερώνει τα μέρη για την ανάγκη να προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που είναι σχετικά με τη διαφορά που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας διαμεσολάβησης και τα βοηθά, όπου αυτό είναι απαραίτητο, να εντοπίσουν τις σχετικές πληροφορίες και την αναγκαία υποστηρικτική τεκμηρίωσή τους,

(β) κάθε μέρος έχει τη δυνατότητα να προβεί στις αναγκαίες έρευνες σχετικά με τις πληροφορίες που έχει αποκαλύψει το άλλο μέρος και να επιδιώξει να εξασφαλίσει περισσότερες πληροφορίες ή τεκμηρίωση, όπου αυτό είναι απαραίτητο, και για τον σκοπό αυτό ζητά από το άλλο μέρος να δώσει τη συγκατάθεσή του, όπου είναι αναγκαία, για να καταστεί δυνατή η έρευνα αυτή:

Νοείται ότι ο διαμεσολαβητής προάγει την ίση κατανόηση των πληροφοριών αυτών και από τα δύο μέρη πριν αυτά καταλήξουν σε τελική συμφωνία.

(13) Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη ως προς τα πλεονεκτήματα της λήψης ανεξάρτητης νομικής ή άλλης συμβουλής, όπου αυτό φαίνεται να είναι επιθυμητό κατά τη διαδικασία διαμεσολάβησης, καθώς και για το ότι είναι προς το συμφέρον τους να εξασφαλίσουν ανεξάρτητη νομική συμβουλή πριν καταλήξουν στη συμφωνία συμβιβασμού και τα προειδοποιεί για τυχόν κινδύνους και μειονεκτήματα της πιθανής επιλογής τους να μην λάβουν τέτοια ανεξάρτητη νομική συμβουλή.

(14) Με τη σύμφωνη γνώμη των μερών και του διαμεσολαβητή, είναι δυνατή η συμμετοχή στη διαδικασία διαμεσολάβησης δικηγόρων ή άλλων συμβούλων οποιουδήποτε από τα μέρη ή όλων των μερών.

(15) Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται ότι τα μέρη καταλήγουν σε συμφωνία συμβιβασμού ελεύθερα και έχοντας πλήρη γνώση όλων των δεδομένων.