Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο -

«αμοιβαίο κεφάλαιο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«ανώτερα διοικητικά στελέχη» σημαίνει τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ουσιαστικά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ΜιΔΟΕΕ∙

«αρχικό κεφάλαιο» σημαίνει τα ελάχιστα ίδια κεφάλαια που-

(α) απαιτούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για την αδειοδότηση του ΜιΔΟΕΕ∙ και

(β) αποτελούνται από-

(i) το εκδοθέν και καταβληθέν κεφάλαιο στο οποίο προστίθεται η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο (share premium), εξαιρουμένων των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών (cumulative preferential shares)∙ και

(ii) τα αποθεματικά, εξαιρουμένων των αποθεματικών αναπροσαρμογής (revaluation reserves), καθώς και τα αδιανέμητα κέρδη προηγούμενων ετών που μεταφέρονται στο λογαριασμό κερδοζημιών μέσω της διάθεσης τελικού αποτελέσματος∙

«ασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει-

(α) ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου∙ ή

(β) ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου∙ ή

(γ) ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου,

αλλά δεν περιλαμβάνει αλληλοασφαλιστική επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ιδίου νόμου∙

«βασικός μεσίτης» σημαίνει οποιονδήποτε από τους ακόλουθους:

(α) πιστωτικό ίδρυμα∙

(β) επιχείρηση επενδύσεων∙

(γ) άλλη οντότητα που-

(i) υπόκειται σε προληπτική ρύθμιση και συνεχή εποπτεία∙

(ii)προσφέρει υπηρεσίες σε επαγγελματίες επενδυτές, πρωτίστως για τη χρηματοδότηση ή πραγματοποίηση συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα ως αντισυμβαλλόμενο μέρος∙ και

(iii) δύναται επιπλέον να παρέχει άλλες υπηρεσίες, όπως εκκαθάριση και διακανονισμό συναλλαγών, υπηρεσίες θεματοφυλακής, δανειοδοσία τίτλων, ειδικά προσαρμοσμένη τεχνολογία, καθώς και μέσα και εγκαταστάσεις επιχειρησιακής υποστήριξης∙

«διάθεση» ή «διάθεση μεριδίων» σημαίνει την άμεση ή έμμεση προσφορά ή τοποθέτηση, με πρωτοβουλία του ΜιΔΟΕΕ ή στο όνομα του ΜιΔΟΕΕ, μεριδίων ΟΕΕ τον οποίο ο ΜιΔΟΕΕ διαχειρίζεται, σε επενδυτές οι οποίοι-

(α) σε περίπτωση φυσικών προσώπων, είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. ή

(β) σε περίπτωση νομικών προσώπων, έχουν την καταστατική τους έδρα ή το εγγεγραμμένο τους γραφείο σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα∙

«διαχείριση ΟΕΕ» σημαίνει την παροχή των λειτουργιών διαχείρισης που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 5 για ένα ή περισσότερους ΟΕΕ·

«διοικητικό συμβούλιο» σημαίνει το συμβούλιο εταιρείας που διορίζεται νόμιμα και έχει την εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της γενικής κατεύθυνσης της εταιρείας και επιβλέπει και παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκηση και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας·

«ΔΟΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου·

«ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«ΔΟΕΕ της ΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε εταιρεία, η οποία-

(α) αντιπροσωπεύει ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατόν (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας∙ ή

(β) επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της εταιρείας στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·

«επαγγελματίας επενδυτής» σημαίνει επενδυτή που θεωρείται επαγγελματίας επενδυτής ή που δύναται, κατόπιν αιτήματος, να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας πελάτης κατά την έννοια του Δεύτερου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου∙

«επαρκώς ενημερωμένος επενδυτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που συστάθηκε και λειτουργεί δυνάμει του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου∙

«Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου·

«εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Εταιρεία Διαχείρισης» από το άρθρο 2 του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου και περιλαμβάνει εταιρείες διαχείρισης που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος μέλος δυνάμει της οικείας νομοθεσίας του, η οποία ενσωματώνει την Οδηγία 2009/65/ΕΚ·

«εταιρεία επενδύσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου·

«ετερόρρυθμος συνεταιρισμός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου·

«ευρύ επενδυτικό κοινό» σημαίνει επενδυτή που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την υπαγωγή του στην έννοια επαγγελματία επενδυτή ή του επαρκώς ενημερωμένου επενδυτή∙

«θεματοφύλακας» σημαίνει νομικό πρόσωπο που επιτελεί τουλάχιστον ένα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 24 του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου καθήκοντα∙

«θυγατρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εταιρειών Νόμου ή από ανάλογο νόμο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση∙

«ίδια κεφάλαια» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 118) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/2188 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Αυγούστου 2017∙

«Καταχωρημένος Οργανισμός Εναλλακτικών Επενδύσεων» ή «ΚΟΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 2 του περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου·

«κράτος μέλος» σημαίνει κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος μέλος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαρτίου 1993, ως η Συμφωνία κυρώθηκε διά του περί της Συμφωνίας Συμμετοχής της Τσέχικης Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβάκικης Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο του 2004 και της Τελικής Πράξης (Κυρωτικού) Νόμου, και ως η Συμφωνία περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«Κυπριακή Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΚΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και σημαίνει την ΚΕΠΕΥ που έχει λάβει έγκριση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την παροχή λειτουργιών διαχείρισης ΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 5 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια·

«κύριος ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ στον οποίο επενδύει ή έχει έκθεση άλλος ΟΕΕ, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο «τροφοδοτικός ΟΕΕ» από τον παρόντα Νόμο∙

«λειτουργίες διαχείρισης ΟΕΕ» ή «λειτουργίες διαχείρισης» σημαίνει τις λειτουργίες διαχείρισης που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 5∙

«μερίδιο ΟΕΕ» σημαίνει μερίδιο αμοιβαίου κεφαλαίου ή μετοχή εταιρείας επενδύσεων ή μετοχή ή συμφέρον που εκδίδεται από ετερόρρυθμο συνεταιρισμό, αναλόγως της μορφής που λαμβάνει ο ΟΕΕ·

«μεριδιούχος» αναφορικά με ΟΕΕ, σημαίνει κάτοχο μεριδίου ή κλάσματος μεριδίου∙

«μητρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εταιρειών Νόμου ή από ανάλογο νόμο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση∙

«ΜιΔΟΕΕ της Δημοκρατίας» σημαίνει διαχειριστή ΟΕΕ που λαμβάνει άδεια δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου για τη διαχείριση επενδύσεων ΟΕΕ, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων δεν υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου όρια∙

«ΜιΔΟΕΕ κράτους μέλους» σημαίνει διαχειριστή ΟΕΕ που λαμβάνει άδεια σε άλλο κράτος μέλος για τη διαχείριση επενδύσεων ΟΕΕ, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων δεν υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 3, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ όρια και υπόκειται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας δυνάμει της οικείας νομοθεσίας του κράτους μέλους καταγωγής του∙

«Μικρός ΔΟΕΕ» ή «ΜιΔΟΕΕ» σημαίνει τα πρόσωπα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια∙

«μόχλευση» σημαίνει μέθοδο με την οποία ΜιΔΟΕΕ αυξάνει την έκθεση σε κινδύνους ενός ΟΕΕ τον οποίον διαχειρίζεται είτε διαμέσου δανειοληψίας μετρητών ή κινητών αξιών είτε διαμέσου ενσωματωμένης μόχλευσης σε θέσεις παραγώγων είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο∙

«Νόμος» σημαίνει τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες·

«οδηγία» σημαίνει κανονιστικού περιεχομένου οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙

«Οδηγία 2009/65/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)», όπως αυτή τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/91/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014∙

«Οδηγία 2011/61/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ.1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010», όπως αυτή τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014∙

«ΟΕΕ» ή «Οργανισμός Εναλλακτικών Επενδύσεων» σημαίνει οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή επενδυτικό τμήμα αυτού, που-

(α) συγκεντρώνει κεφάλαια από αριθμό επενδυτών με σκοπό την επένδυσή τους σύμφωνα με καθορισμένη επενδυτική πολιτική προς όφελος αυτών των επενδυτών∙ και

(β) δεν κατέχει εν ισχύι άδεια λειτουργίας ΟΣΕΚΑ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 του περί του Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή της εναρμονιστικής με το Άρθρο 5 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους∙

«ΟΕΕΠΑΠ» ή «ΟΕΕ με περιορισμένο αριθμό προσώπων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου·

«ΟΣΕΚΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου∙

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει-

(α) αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, εφόσον πρόκειται για οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία∙

(β) πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πρόκειται για οντότητα εγκατεστημένη σε κράτος μέλος∙ ή

(γ) οντότητα που διεξάγει παρόμοιες δραστηριότητες με την επιχείρηση που αναφέρεται στον ορισμό του όρου «πιστωτικό ίδρυμα» κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και υπόκειται στο δίκαιο τρίτης χώρας που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον πρόκειται για οντότητα εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα∙

«στενοί δεσμοί» μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, σημαίνει την κατάσταση στην οποία τα πρόσωπα-

(α) συνδέονται με σχέση συμμετοχής, δηλαδή κατοχή, άμεσα ή διαμέσου ελέγχου, ποσοστού τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου εταιρείας∙ ή

(β) συνδέονται με σχέση ελέγχου, δηλαδή σχέση μητρικής και θυγατρικής εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή παρόμοια σχέση μεταξύ προσώπου και εταιρείας, για τους σκοπούς δε της παρούσας παραγράφου θυγατρική εταιρεία άλλης θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής εταιρείας αυτών των θυγατρικών∙ ή

(γ) συνδέονται μόνιμα μεταξύ τους με σχέση ελέγχου∙

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος∙

«τροφοδοτικός ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ ο οποίος-

(α) επενδύει τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε μερίδια κύριου ΟΕΕ∙ ή

(β) επενδύει τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε περισσότερους του ενός κύριους ΟΕΕ, εφόσον οι κύριοι ΟΕΕ έχουν ταυτόσημες επενδυτικές στρατηγικές∙ ή

(γ) έχει κατ’ άλλο τρόπο έκθεση ύψους τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε έναν ή περισσότερους κύριους ΟΕΕ.

(2)(α) Οποιαδήποτε αναφορά στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις σε νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως Οδηγία, Κανονισμό ή Απόφαση, σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως αυτή εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(β) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή την κανονιστική διοικητική πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.