23.-(1) Η Αρχή δύναται αυτεπάγγελτα, να διεξαγάγει έρευνα για τις δραστηριότητες και λειτουργίες οποιουδήποτε φορέα εκμετάλλευσης βασικών υπηρεσιών/κρίσιμων υποδομών πληροφοριών, παροχέα ψηφιακών υπηρεσιών και παροχέα δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίες κρίνεται ότι δεν συνάδουν με τις διατάξεις και με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και κατ’ ακολουθία να προβαίνει σε συστάσεις και να εκδίδει Αποφάσεις, όπως κατά τη γνώμη της, είναι πρόσφορο.
(2) Για τους σκοπούς διεξαγωγής έρευνας σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Αρχή δύναται να-
(α)κλητεύει μάρτυρες και ενδιαφερόμενα μέρη κατά τον καθορισμένο σε Απόφαση ή Κανονισμούς τρόπο, προσάγει, παρουσιάζει και καταθέτει έγγραφα, βιβλία, σχέδια και αρχεία,
(β) εξετάζει μάρτυρες και ενδιαφερόμενα μέρη.
(3) Πρόσωπο διαπράττει ποινικό αδίκημα, όταν-
(α) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει ή αρνείται συμμόρφωση με κλήση να παραστεί ενώπιον της Αρχής ή να προσαγάγει, παρουσιάσει ή καταθέσει οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο, σχέδιο ή αρχείο, ή
(β) ενώ είναι μάρτυρας, αρνείται χωρίς εύλογη αιτία να απαντήσει σε οποιοδήποτε εύλογο ερώτημα του υποβάλλεται:
(4) Πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται για διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση των διατάξεων των παραγράφων (α) ή/και (β) του εδαφίου (3), υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο δύναται να εκπροσωπείται ενώπιον της Αρχής διά δικηγόρου και να καλεί, κατά τον καθορισμένο σε Απόφαση τρόπο, οποιουσδήποτε μάρτυρες.
(6) Ο Επίτροπος ή εξουσιοδοτημένος από αυτόν λειτουργός της Αρχής διεξάγει την οποιαδήποτε ενώπιον της Αρχής διαδικασία και έχει εξουσία περιστολής ή καταστολής καταχρήσεως της διαδικασίας ενώπιόν της.