Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε KΕΠΕΥ

73.-(1) Η Επιτροπή, είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία ΚΕΠΕΥ που είναι θυγατρική ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, πράττει ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξει με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα ακόλουθα:

(α) Την εφαρμογή των άρθρων 34 και 55, για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά στην οικονομική κατάστασή του και στα χαρακτηριστικά κινδύνου και συνεπώς στο απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση·

(β) τα μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 47 και όσων αφορούν στην ανάγκη των ειδικών για κάθε ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 65·

(γ) οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 63.

(2) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνονται-

(α) για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 62, προς τις άλλες συναφείς αρμόδιες αρχές·

(β) για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση των χαρακτηριστικών του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 65·

(γ) για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 63.

(3) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 34, 55, 62 και 63.

(4) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδάφιου (1) παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ από την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(5) Σε περίπτωση διαφωνίας, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής.

(6) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.

(7) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 34, 47, 55 και της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις συναφείς αρμόδιες αρχές.

(8) Σε περίπτωση που, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

(9) Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στο εδάφιο (2) θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(10) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

(11) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 34, 47, 55 και της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(12) Σε περίπτωση που στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Επιτροπή αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ.

(13) Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στο εδάφιο (2) θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(14) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

(15) Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και το οποίο υποβάλλεται από την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ.

(16) Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και εξηγεί τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.

(17) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (7) έως (16), αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από την Επιτροπή.

(18) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (7) έως (16) επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτό και πλήρως αιτιολογημένο αίτημα προς την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65.

(19) Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (18), η επικαιροποίηση μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της Επιτροπής, ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας, και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.