Υποχρεώσεις συνεργασίας

77.-(1)(α) Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές και διαβιβάζει σε αυτές, ιδία πρωτοβουλία, όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και κατόπιν αιτήσεων όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές, δυνάμει των διατάξεων της κείμενης, στα κράτη μέλη αυτών των αρμοδίων αρχών, νομοθεσίας δια των οποίων υιοθετήθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η Επιτροπή, δύναται να λαμβάνει από τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, με την πρωτοβουλία αυτών, όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και κατόπιν αιτήσεων της, όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(γ) Η Επιτροπή συνεργάζεται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(δ) Η Επιτροπή παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(ε) Οι πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) θεωρούνται ουσιώδεις εάν δύναται να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας μιας ΕΠΕΥ ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.

(στ) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, παρέχει κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων.

(ζ) Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοοικονομικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.

(2) Οι ουσιώδεις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα ακόλουθα:

(α) Τον προσδιορισμό της νομικής δομής, της δομής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής, που καλύπτουν όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τα μη ρυθμιζόμενα θυγατρικά και σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 35 και τα εδάφια (2) έως (5) του άρθρου 69 και τις αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου·

(β) διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών·

(γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα·

(δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις των οικείων κρατών μελών ή/και με τον παρόντα Νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 61 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) Η Επιτροπή δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) μια αρμόδια αρχή δεν έχει διαβιβάσει απαραίτητες πληροφορίες·

(β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(4) Η Επιτροπή, όταν είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, επικοινωνεί όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν έχει ανάγκη πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των μεθόδων που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(5) Η Επιτροπή, προτού λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές όσον αφορά στα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:

(α) Μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των ΕΠΕΥ ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών· και

(β) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης της επιβολής συγκεκριμένης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων των οικείων κρατών μελών και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά στη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(6) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β), η Επιτροπή ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ζητεί πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

(7) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση δυνατό να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της.

(8) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (7), η Επιτροπή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.

(9) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού οδηγίες και ως εποπτική αρχή των ΕΠΕΥ δυνάμει του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, και η ΜΟΚΑΣ, ως η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών της Δημοκρατίας, ως προς τη συμμόρφωση με τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, συνεργάζονται στενά με αντίστοιχες αρχές άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τα αντίστοιχα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία, σύμφωνα με το κυπριακό ποινικό ή διοικητικό δίκαιο ή το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι αρμόδιες αρχές.