Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αναλογιστής» σημαίνει εταίρο μέλος ενός από τα σώματα επαγγελματιών αναλογιστών που αναγνωρίζονται από το International Actuarial Association ή από το Actuarial Association of Europe·

«αναλογιστική μείωση» σημαίνει τη μείωση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων μέλους του Σχεδίου σε περίπτωση οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης, ώστε τα ωφελήματα αυτά να καταστούν αναλογιστικά ισοδύναμα με τα ωφελήματα που θα λάμβανε σε περίπτωση αφυπηρέτησής του με τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης·

«αναλογιστική μετατροπή» σημαίνει τη μετατροπή του εφάπαξ ποσού σε σταθερό μηνιαίο ποσό, κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης, λαμβανομένου υπόψη του προσδόκιμου ζωής κατά την ημερομηνία αυτή·

«ασφαλιστέες αποδοχές» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο·

«αφυπηρέτηση» σημαίνει τον τερματισμό της όλης απασχόλησης μέλους του Σχεδίου στην κρατική υπηρεσία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πριν ή κατά ή μετά από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ή την μεταπήδηση σε οποιοδήποτε καθεστώς απασχόλησης που δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου και οι όροι «αφυπηρετεί» και «αφυπηρέτησε» έχουν ανάλογη ερμηνεία·

«δάσκαλος» σημαίνει-

(α)τον εκπαιδευτικό λειτουργό που διορίζεται σύμφωνα με το νόμο για υπηρεσία σε δημόσιο σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης και περιλαμβάνει Διευθυντή, Βοηθό Διευθυντή και Νηπιαγωγό και τον κάτοχο οποιασδήποτε άλλης θέσης στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία την οποία ορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο· και

(β)τον εκπαιδευτικό που διορίζεται από την εφορεία των αρμενικών σχολείων της Κύπρου για υπηρεσία σε αρμενικό δημοτικό σχολείο της Κύπρου·

και περιλαμβάνει πρόσωπο που απασχολείται ως εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου για εκτέλεση καθηκόντων δασκάλου·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία» περιλαμβάνει τις θέσεις Επιθεωρητών, Διευθυντών, Βοηθών Διευθυντών, Καθηγητών και Δασκάλων, καθώς και οποιεσδήποτε θέσεις καθορίζονται στον οικείο νόμο ή ήθελε καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο·

«Δημόσιο Πανεπιστήμιο» σημαίνει το πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε με νόμο, στα κεφάλαια και στις προσόδους του οποίου συνεισφέρει με επιχορηγήσεις η Δημοκρατία·

«Δημόσιο Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης» σημαίνει σχολείο, την ευθύνη της διοίκησης και συντήρησης του οποίου φέρει η Δημοκρατία και το οποίο δεν διέπεται από άλλο νόμο και περιλαμβάνει σχολείο που κηρύσσεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως δημόσιο σχολείο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

«δημόσιος υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο·

«Δημόσια Υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο και περιλαμβάνει τον Γενικό Ελεγκτή, τον Γενικό Λογιστή, τον Βοηθό Γενικό Ελεγκτή και τον Βοηθό Γενικό Λογιστή·

«ειδικός αστυνομικός» σημαίνει το μέλος της Αστυνομίας που διορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 39 του περί Αστυνομίας Νόμου·

«Ειδικό Ταμείο Καταβολής Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων» ή «Ειδικό Ταμείο» σημαίνει το ταμείο που ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10·

«Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας» σημαίνει την Εθνική Φρουρά που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου και περιλαμβάνει κάθε άλλη δύναμη που το Υπουργικό Συμβούλιο κηρύσσει ως “Ένοπλη Δύναμη της Δημοκρατίας”·

«έντυπο αιτήσεως» σημαίνει το καθοριζόμενο από τον Γενικό Λογιστή έντυπο για μεταφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από και προς το σύστημα συντάξεων των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα·

«εξωτερικοί διαχειριστές επενδύσεων» σημαίνει τους διαχειριστές που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν λάβει άδεια από αρμόδια αρχή για την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης επενδύσεων και τα οποία υπόκεινται σε προληπτική ρύθμιση και διαρκή εποπτεία για τον σκοπό αυτό∙

«εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου» σημαίνει κάθε απασχολούμενο πρόσωπο στην κρατική υπηρεσία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, του οποίου η σύμβαση απασχόλησης μετατράπηκε σε σύμβαση αορίστου χρόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου ή δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας·

«ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή οποιονδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου, χωρίς νομική προσωπικότητα, που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία·

«Ευρωπαϊκή Ένωση» σημαίνει το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή Περιφερειών, τον Ευρωπαϊκό Διαμεσολαβητή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και οποιονδήποτε οργανισμό ή γραφείο ή θεσμό ή υπηρεσία εγκαθιδρύθηκε ή θα εγκαθιδρυθεί στο μέλλον, δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οποιασδήποτε νομοθετικής πράξης, της οποίας ο κανονισμός για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων περιλαμβάνει ή θα περιλαμβάνει ταυτόσημες ή ανάλογες διατάξεις με αυτές του παραρτήματος VIII, Άρθρο 11, του Κανονισμού (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962·

«θεματοφύλακες» σημαίνει πιστωτικά ιδρύματα ή/και νομικά πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια από αρμόδια αρχή για να ασκούν καθήκοντα θεματοφύλακα και τα οποία υπόκεινται σε προληπτική ρύθμιση και διαρκή εποπτεία για τον σκοπό αυτό·

«θεμελιωτική υπηρεσία» σημαίνει την περίοδο που λαμβάνεται υπόψη για να αποφασιστεί εάν το μέλος του Σχεδίου δικαιούται, λόγω μήκους της υπηρεσίας, σε σύνταξη, φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα και περιλαμβάνει την περίοδο από την ημερομηνία που το μέλος του Σχεδίου αρχίζει να λαμβάνει μισθό για υπηρεσία στην κρατική υπηρεσία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έως την ημερομηνία που εγκαταλείπει την υπηρεσία, χωρίς την αφαίρεση οποιασδήποτε περιόδου απουσίας με άδεια χωρίς απολαβές·

«θέση» σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα·

«ιατρικός λειτουργός» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει θέση στη Δημόσια Υπηρεσία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα για την οποία το οικείο σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί υποχρεωτικά την εγγραφή του στο Ιατρικό Μητρώο, το οποίο τηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου και περιλαμβάνει πρόσωπο που απασχολείται ως εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου για εκτέλεση καθηκόντων ιατρικού λειτουργού·

«καθηγητής» σημαίνει εκπαιδευτικό λειτουργό που διορίζεται για υπηρεσία σε σχολείο Μέσης ή Ανώτερης Εκπαίδευσης και περιλαμβάνει Τεχνολόγο, Εκπαιδευτή, Βοηθό Εκπαιδευτή, Διευθυντή και Βοηθό Διευθυντή, Επιθεωρητή και τον κάτοχο οποιασδήποτε άλλης θέσης στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία την οποία ήθελε ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς και πρόσωπο που απασχολείται ως εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου για εκτέλεση καθηκόντων καθηγητή:

Νοείται ότι, ο όρος αυτός περιλαμβάνει και τον Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση, τον Ανώτερο Λειτουργό Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση, τον Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης στη Μέση Γενική Εκπαίδευση, τον Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης στη Μέση Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, τον Διευθυντή Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τον Πρώτο Λειτουργό Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τον Προϊστάμενο Τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και τον Καθηγητή Παιδαγωγικού Ινστιτούτου·

«Κανονισμός (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ.11 και 31/1962» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας με τίτλο «ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 31 και ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ.11, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενέργειας» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (Ε.Ε.ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1296/2009 του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 2009 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κρατική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει υπηρεσία είτε σε μόνιμη θέση είτε με σύμβαση είτε ως ειδικός αστυνομικός στη Δημόσια Υπηρεσία, στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας, στις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας, στη θέση του Γενικού και Βοηθού Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, του Γενικού και Βοηθού Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας, καθώς και υπηρεσία σε οποιαδήποτε θέση στην κρατική υπηρεσία αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια με νόμο·

«Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάξεων» σημαίνει σχέδιο συντάξεων η λειτουργία του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου, του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου και του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου·

«μέλος ακαδημαϊκού προσωπικού» σημαίνει το ακαδημαϊκό προσωπικό Δημόσιου Πανεπιστημίου που υπηρετεί στις βαθμίδες του Λέκτορα, Επίκουρου Καθηγητή, Αναπληρωτή Καθηγητή ή Καθηγητή, το οποίο διορίστηκε για πρώτη φορά σε θέση κατά ή μετά την 1η Οκτωβρίου 2011 ή θα διοριστεί για πρώτη φορά σε θέση κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου·

«μέλος της Αστυνομίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Αστυνομίας Νόμο και περιλαμβάνει ειδικό αστυνομικό˙

«μέλος της Πυροσβεστικής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Μέλος» από τον περί Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Νόμο, αλλά δεν περιλαμβάνει ειδικό πυροσβέστη·

«μέλος του Στρατού» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο και περιλαμβάνει συμβασιούχο υπαξιωματικό και εργοδοτούμενο αορίστου χρόνου για εκτέλεση καθηκόντων αξιωματικού·

«μισθός» σημαίνει τον ετήσιο μισθό και περιλαμβάνει το τιμαριθμικό επίδομα αλλά δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο επίδομα·

«μόνιμος υπάλληλος» σημαίνει υπάλληλο που κατέχει θέση με μόνιμη ιδιότητα·

«νόμος» περιλαμβάνει κάθε διάταξη νομοθετικής φύσης και τον Προϋπολογισμό·

«οικείος νόμος ή Κανονισμοί» σημαίνει οποιονδήποτε νόμο ή Κανονισμούς που προβλέπουν για την καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στους υπαλλήλους της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα αλλά δεν περιλαμβάνει τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο·

«οικονομικό έτος» σημαίνει τη χρονική περίοδο που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους·

«οργανισμός» σημαίνει οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα, που ιδρύθηκε προς το δημόσιο συμφέρον με ειδικό νόμο, του οποίου τα κεφάλαια είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία και περιλαμβάνει οποιαδήποτε αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης·

«όροι απασχόλησης» σημαίνει τους όρους που διέπουν την απασχόληση των εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου και των αποφοίτων του Δασικού Κολλεγίου που απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου·

«σταθερό μηνιαίο ποσό» σημαίνει το ποσό, το οποίο προκύπτει από τον υπολογισμό που προβλέπεται στην πρώτη επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 26·

«Στρατός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο·

«συμβασιούχος υπαξιωματικός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Στρατού της Δημοκρατίας (Προσλήψεις, Ιεραρχία, Προαγωγές και Τερματισμός Απασχόλησης Συμβασιούχων Υπαξιωματικών) Κανονισμούς·

«σύνταξη» σημαίνει ετήσια σύνταξη που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«συντάξιμες απολαβές» σημαίνει τον ετήσιο βασικό μισθό και το τιμαριθμικό επίδομα που καταβάλλονται στο μέλος του Σχεδίου και περιλαμβάνει, στην περίπτωση αστυνομικού, το επίδομα καλής διαγωγής και το επίδομα αξίας και στην περίπτωση δεσμοφύλακα, το επίδομα καλής διαγωγής αλλά δεν περιλαμβάνει τον δέκατο τρίτο μισθό ή οποιοδήποτε άλλο επίδομα ή άλλες απολαβές οποιασδήποτε μορφής·

«συντάξιμη υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλων ωφελημάτων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για τον υπολογισμό της συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας μέλους του Σχεδίου, χρονική περίοδος μέχρι δεκαπέντε (15) ημερών αγνοείται, ενώ χρονική περίοδος άνω των δεκαπέντε (15) ημερών λογίζεται ως πλήρης μήνας:

Νοείται ότι, για τον υπολογισμό της συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας μέλους του Σχεδίου, δεν λαμβάνεται υπόψη υπηρεσία πέραν των τετρακοσίων (400) μηνών·

«συντάξιμος υπάλληλος» σημαίνει υπάλληλο που έχει ενταχθεί στο Σχέδιο και δικαιούται σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα βάσει αυτού·

«συνταξιούχος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη με την αφυπηρέτησή του από την κρατική υπηρεσία ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δυνάμει των διατάξεων του Μέρους ΙΙI·

«Σχέδιο» σημαίνει το σχέδιο συντάξεων η λειτουργία του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης» σημαίνει δημόσιο σχολείο μέσης γενικής, τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και περιλαμβάνει εσπερινό γυμνάσιο και εσπερινή τεχνική σχολή·

«Ταμείο Προνοίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Ίδρυσης των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμο·

«τεχνικά αποθεματικά» σημαίνει τις οικονομικές υποχρεώσεις του Ειδικού Ταμείου, οι οποίες προκύπτουν από το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων προς τα μέλη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, για την υπηρεσία τους μέχρι την ημερομηνία αναφοράς·

«τιμαριθμικό επίδομα» σημαίνει το τιμαριθμικό επίδομα που περιλαμβάνεται στις συντάξιμες απολαβές·

«υπάλληλος» σημαίνει πρόσωπο που απασχολείται στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, είτε υπό μόνιμη ιδιότητα είτε με σύμβαση είτε ως ειδικός αστυνομικός, το οποίο καθίσταται μέλος του Σχεδίου που καθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«υπάλληλος Ευρωπαϊκής Ένωσης» σημαίνει πρόσωπο που έχει διοριστεί σε μόνιμη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση με γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και ο διορισμός του έχει επικυρωθεί·

«υπηρεσία» σημαίνει την περίοδο από την ημερομηνία που το μέλος του Σχεδίου αρχίζει να λαμβάνει μισθό για εκτέλεση καθηκόντων στην κρατική υπηρεσία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, είτε ως μόνιμος υπάλληλος είτε ως συμβασιούχος είτε ως ειδικός αστυνομικός, έως την ημερομηνία που εγκαταλείπει την υπηρεσία, χωρίς την αφαίρεση οποιασδήποτε περιόδου απουσίας με άδεια χωρίς απολαβές·

«υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων» σημαίνει τις εργασίες συλλογικής διαχείρισης χαρτοφυλακίων και διαχείρισης κινδύνων του Ειδικού Ταμείου·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·

«ωφέλημα» ή «ωφελήματα» σημαίνει σύνταξη ή σύνταξη και εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα.