Κοινοπραξίες

37.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) «κοινοπραξία» σημαίνει οντότητα της οποίας τα οικονομικά αποτελέσματα αναφέρονται με τη μέθοδο της καθαρής θέσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η τελική μητρική οντότητα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδιοκτησιακών της συμμετοχών και περιλαμβάνει-

(i) τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που πρέπει να εφαρμόζει τον κανόνα IIR·

(ii) εξαιρούμενη οντότητα, όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4·

(iii) οντότητα της οποίας οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές που κατέχονται από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας κατέχονται απευθείας μέσω εξαιρούμενης οντότητας που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 και η οποία πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

-δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος των επενδυτών της·

-ασκεί δραστηριότητες παρεπόμενες εκείνων που ασκεί η εξαιρούμενη οντότητα· ή

-ουσιαστικά το σύνολο του εισοδήματός της εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (ii) και (iii) του εδαφίου 2 του άρθρου 17.

(iv) οντότητα που κατέχεται από όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας, ο οποίος αποτελείται αποκλειστικά από εξαιρούμενες οντότητες· ή

(v) συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας.

(β) «συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας» σημαίνει-

(i) οντότητα της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές ενοποιούνται από κοινοπραξία σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή θα είχαν ενοποιηθεί εάν η κοινοπραξία ήταν υποχρεωμένη να ενοποιεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, έσοδα, έξοδα και ταμειακές ροές σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο· ή

(ii) μόνιμη εγκατάσταση της οποίας η κύρια οντότητα είναι κοινοπραξία ή μια οντότητα που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) και σε τέτοιες περιπτώσεις, η μόνιμη εγκατάσταση αντιμετωπίζεται ως χωριστή συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας.

(2) H μητρική οντότητα που κατέχει άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε κοινοπραξία ή σε συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας εφαρμόζει τον κανόνα IIR όσον αφορά το μερίδιο που της αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο της εν λόγω κοινοπραξίας ή της συνδεδεμένης κοινοπραξίας σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 11.

(3) Ο υπολογισμός του συμπληρωματικού φόρου της κοινοπραξίας και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών (από κοινού «όμιλος κοινοπραξιών») πραγματοποιείται σύμφωνα με τα Μέρη III έως VII, όπως εάν αποτελούσαν συνιστώσες οντότητες χωριστού ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και η κοινοπραξία ήταν η τελική μητρική οντότητα του εν λόγω ομίλου.

(4) Ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τον όμιλο κοινοπραξιών μειώνεται κατά το ισχύον μερίδιο κάθε μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο σύμφωνα με το εδάφιο (2), κάθε μέλους του φορολογικά υπόχρεου ομίλου κοινοπραξιών σύμφωνα με το εδάφιο (3) και τυχόν υπόλοιπο ποσό συμπληρωματικού φόρου προστίθεται στο συνολικό ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 15:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, ως «συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τον όμιλο κοινοπραξιών» λογίζεται το μερίδιο της μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο του ομίλου κοινοπραξιών.