35.-(1)(α) Όταν μια οντότητα («στόχος») καθίσταται ή παύει να αποτελεί συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης άμεσων ή έμμεσων ιδιοκτησιακών συμμετοχών στον στόχο ή όταν ο στόχος καθίσταται η τελική μητρική οντότητα νέου ομίλου κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους («έτος απόκτησης»), ο στόχος αντιμετωπίζεται ως μέλος του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι μέρος των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, των εσόδων, των εξόδων και των ταμειακών ροών της περιλαμβάνεται γραμμή προς γραμμή στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας κατά το έτος απόκτησης.
(β) Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος του στόχου υπολογίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (2) έως (8).
(2) Κατά το έτος απόκτησης, ένας όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας λαμβάνει υπόψη μόνο το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία και τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους του στόχου που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(3) Κατά το έτος απόκτησης και σε κάθε επόμενο οικονομικό έτος, το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία και οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι του στόχου βασίζονται στην ιστορική λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών του.
(4) Κατά το έτος απόκτησης, κατά τον υπολογισμό των επιλέξιμων δαπανών μισθοδοσίας του στόχου σύμφωνα με το εδαφίου (3) του άρθρου 29, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δαπάνες που αποτυπώνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας.
(5) Ο υπολογισμός της λογιστικής αξίας των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων του στόχου σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 29 αναπροσαρμόζεται, κατά περίπτωση, κατ’ αναλογία προς τη χρονική περίοδο κατά την οποία ο στόχος ήταν μέλος του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας κατά τη διάρκεια του έτους απόκτησης.
(6) Με εξαίρεση την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 24, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις ενός στόχου που μεταβιβάζονται μεταξύ ομίλων ΠΕ ή εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας λαμβάνονται υπόψη από τον αποκτώντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό όπως εάν ο αποκτών όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας είχε τον έλεγχο του στόχου όταν προέκυψαν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις.
(7) Οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις του στόχου που έχουν προηγουμένως συμπεριληφθεί στο οικείο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου αντιμετωπίζονται ως αντεστραμμένες, για τους σκοπούς του εδαφίου (7) του άρθρου 23, από τον εκχωρούντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και προκύπτουσες από τον αποκτώντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας κατά το έτος απόκτησης, με την εξαίρεση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε μεταγενέστερη μείωση των καλυπτόμενων φόρων σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 23 παράγει αποτελέσματα κατά το έτος κατά το οποίο ανακτάται το ποσό.
(8) Όταν ο στόχος είναι μητρική οντότητα και οντότητα δύο ή περισσότερων ομίλων ΠΕ ή εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας κατά τη διάρκεια του έτους απόκτησης, εφαρμόζει χωριστά τον κανόνα σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος στα οικεία μερίδια προς επιμερισμό του συμπληρωματικού φόρου για τις συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που προσδιορίζονται για κάθε όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας.
(9) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (8), η απόκτηση ή η διάθεση ελέγχουσας συμμετοχής σε στόχο αντιμετωπίζεται ως απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, εάν η δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένος ο στόχος ή, στην περίπτωση φορολογικά διαφανούς οντότητας, η δικαιοδοσία στην οποία βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, αντιμετωπίζει την απόκτηση ή τη διάθεση της εν λόγω ελέγχουσας συμμετοχής, με τον ίδιο ή με παρόμοιο τρόπο, ως απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και επιβάλλει καλυπτόμενο φόρο στον πωλητή με βάση τη διαφορά μεταξύ τής φορολογικής βάσης και του τιμήματος που καταβάλλεται με αντάλλαγμα την ελέγχουσα συμμετοχή ή την εύλογη αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων.