17.-(1) Ο Αρχιεπιθεωρητής και ο Επιθεωρητής παραλαμβάνουν καταγγελίες σχετικά με οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε εργαζόμενο πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από την παράβαση και αμέσως μόλις λάβει τέτοια καταγγελία, προβαίνει στις ενέργειες που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (3), υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει προσαχθεί σε Δικαστήριο, σχετική υπόθεση.
(2) Ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16 και εφαρμόζοντας τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 21, ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο τα καταγγελλόμενα, και ιδίως καλεί το πρόσωπο κατά του οποίου γίνεται το παράπονο και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη σε σχέση με το υποβληθέν παράπονο να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιαδήποτε στοιχεία κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο (2) μέρη·
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και τις διαπιστώσεις του, το κοινοποιεί άμεσα στα δύο (2) μέρη και το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, από την ημέρα της υποβολής της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) καταγγελίας έως και την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής σε Δικαστήριο του προσώπου που υπέβαλε την καταγγελία και η τυχόν ισχύουσα περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.