1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ζωής και σωματικής ακεραιότητος.
2. Ουδείς αποστερείται της ζωής αυτού, ειμή εις εκτέλεσιν ποινής επιβληθείσης δι’ αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου δι’ αδίκημα, δι’ ο προβλέπεται η ποινή αύτη υπό του νόμου. Νόμος δύναται να προβλέψη τοιαύτην ποινήν μόνον εις τας περιπτώσεις φόνου εκ προμελέτης, εσχάτης προδοσίας, πειρατείας κατά το διεθνές δίκαιον και επί αδικημάτων τιμωρουμένων δια ποινής θανάτου συμφώνως τω στρατιωτικώ ποινικώ νόμω.
3. Η αποστέρησης της ζωής δεν θεωρείται παράβασις του παρόντος άρθρου, οσάκις προέρχεται εκ της χρήσεως της απολύτως αναγκαίας βίας, ότε και όπως ο νόμος ορίζη:
(α) επί αμύνης προσώπου ή περιουσίας προς αποτροπήν αναλόγου και άλλως αναποτρέπτου και ανεπανορθώτου κακού,
(β) προς διενέργειαν συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσώπου νομίμως κρατουμένου,
(γ) επί πράξεως γενομένης προς σκοπόν καταστολής ταραχών ή στάσεως.