1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Ελληνικής Kοινοτικής Συνελεύσεως και ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Τουρκικής Kοινοτικής Συνελεύσεως δύναται, προ της δημοσιεύσεως του νόμου ή της αποφάσεως αυτής, ν’ αναφερθώσιν εις το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα τούτο γνωματεύση, κατά πόσον ο εν λόγω νόμος ή η απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς τινα διάταξιν του Συντάγματος.
2. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά παν υπό την κρίσιν αυτού τεθέν κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ζήτημα και αφ’ ου ακούση τας απόψεις του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεως, ως και τας απόψεις της ενδιαφερομένης Kοινοτικής Συνελεύσεως, εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον ή τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεως και εις την ενδιαφερομένην Kοινοτικήν Συνέλευσιν.
3. Eις ην περίπτωσιν το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς διάταξίν τινα του Συντάγματος, ο νόμος ή η απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών δεν δύναται να δημοσιευθή υπό του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεις.