ΑΡΘΡΟΝ 11

1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας.

2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:

(α) κρατήσεως ατόμου μετά την καταδίκην αυτού υπό αρμοδίου δικαστηρίου,

(β) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου λόγω μη συμμορφώσεως προς νόμιμον διαταγήν δικαστηρίου,

(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,

(δ) περιορισμού ανηλίκου δυνάμει νομίμου διαταγής προς τον σκοπόν αναμορφωτικής επιβλέψεως ή νομίμου κρατήσεως προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής,

(ε) περιορισμού ατόμων προς παρεμπόδισιν επεκτάσεως μεταδοτικών νόσων, ατόμων ασθενών διανοητικώς, αλκοολικών, τοξικομανών ή αλητών, και

(στ) σύλληψης ή κράτησης ατόμου προς παρεμπόδιση της χωρίς άδεια εισόδου στο έδαφος της Δημοκρατίας ή σύλληψης ή κράτησης αλλοδαπού εναντίον του οποίου έγιναν ενέργειες προς το σκοπό απέλασης ή έκδοσης ή σύλληψης ή κράτησης πολίτη της Δημοκρατίας προς το σκοπό της έκδοσης ή παράδοσής του με βάση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή σύμφωνα με διεθνή σύμβαση που δεσμεύει τη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι τέτοια σύμβαση εφαρμόζεται αντίστοιχα και από τον αντισυμβαλλόμενο. Η σύλληψη ή η κράτηση όμως οποιουδήποτε προσώπου προς το σκοπό έκδοσης ή παράδοσής του δεν είναι δυνατή εάν το αρμόδιο κατά νόμο όργανο ή αρχή έχει ουσιώδη λόγο να πιστεύει ότι το αίτημα της έκδοσης ή παράδοσης έγινε με σκοπό την ποινική δίωξη ή την τιμωρία προσώπου συνεπεία της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της εθνοτικής καταγωγής, των πολιτικών πεποιθήσεων ή των νόμιμων κατά το διεθνές δίκαιο διεκδικήσεων συλλογικών ή ατομικών δικαιωμάτων.

3. Εξαιρουμένου του δια φυλακίσεως, ότε και όπως ο νόμος ορίζη, τιμωρουμένου αυτοφώρου αδικήματος, ουδείς συλλαμβάνεται, ειμή κατόπιν ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος εκδοθέντος συμφώνως προς τους υπό του νόμου προδιαγεγραμμένους τύπους, ή με βάση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

4. Πας συλλαμβανόμενος πληροφορείται κατά την στιγμήν της συλλήψεως αυτού εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσαν τους λόγους της συλλήψεως αυτού και δικαιούται να τύχη των υπηρεσιών συνηγόρου της εκλογής αυτού.

5. Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του δικαστού ως οιόν τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, εφ’ όσον δεν αφεθή πρότερον ελεύθερος.

6. Ο δικαστής, ενώπιον του οποίου προσήχθη ο συλληφθείς, χωρεί ταχέως εις διερεύνησιν των λόγων της συλλήψεως εις καταληπτήν υπό του συλληφθέντος γλώσσαν και, ως οιόν τε συντομώτερον, πάντως δε το βραδύτερον εντός τριών ημερών από της τοιαύτης προσαγωγής, ή απολύει τον συλληφθέντα υπό τους κατά την κρίσιν αυτού καταλλήλους όρους ή διατάσσει την κράτησιν αυτού, οσάκις η περί της διαπράξεως του αδικήματος ανάκρισις, δι’ ο συνελήφθη, δεν συνεπληρώθη και δύναται να διατάσση εκάστοτε την κράτησιν αυτού επί περίοδον χρόνου μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας. Ο συνολικός χρόνος όμως της τοιαύτης κρατήσεως δέον να μη υπερβαίνη τους τρεις μήνας από της ημερομηνίας της συλλήψεως, μετά την παρέλευσιν των οποίων παν άτομον ή αρχή έχουσα υπό κράτησιν τον συλληφθέντα απολύει αυτόν παρευθύς. Πάσα κατά τα ανωτέρω απόφασις του δικαστού υπόκειται εις έφεσιν.

7. Πας στερηθείς της ελευθερίας αυτού δια συλλήψεως ή κρατήσεως δικαιούται να προσφύγη εις το αρμόδιον δικαστήριον, ίνα τούτο κρίνη ταχέως την νομιμότητα της κρατήσεως και διατάξη την απόλυσιν αυτού, εάν η κράτησις δεν είναι νόμιμος.

8. Ο κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου συλληφθείς ή κρατηθείς έχει αγώγιμον δικαίωμα προς αποζημίωσιν.