1. (1) Κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας περιλαμβανομένης της κατ’ έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως.
(2) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως νόμος ήθελε ορίσει, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αναστέλλει την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιόν του, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί επί τούτου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (3).
(3) Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί την παραπομπή, εκδικάζοντας το παραπεμφθέν ενώπιόν του ζήτημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή να απορρίψει την παραπομπή, ενημερώνοντας το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο, σε περίπτωση δε κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απορρίψει την παραπομπή, το παραπεμφθέν ζήτημα εκδικάζεται από το παραπέμψαν αυτό δικαστήριο.
(4) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει παρευθύς το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδο της ενώπιόν του διαδικασίας, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εκδικάσει το ζήτημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 και αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος.Πας διάδικος δικαιούται, καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένης και της κατ’ έφεσιν, να εγείρη ζήτημα αντισυνταγματικότητος νόμου ή αποφάσεως η διατάξεώς τινος αυτών ουσιώδους δια την διάγνωσιν της εκκρεμούς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως. Tο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εγείρεται το ζήτημα, παραπέμπει παρευθύς τούτο ενώπιον του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδον της διαδικασίας, μέχρις ου αποφανθή επ αυτού το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριο.
2. Mετ’ ακρόασιν των διαδίκων το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το παραπεμφθέν αυτώ ζήτημα και αποφασίζει επ’ αυτού, διαβιβάζει δε την απόφασιν αυτού εις το δικαστήριον, όπερ είχε παραπέμψει το ζήτημα.
3. H κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεσμεύει το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριον και τους εν τη δίκη διαδίκους, εν η δε περιπτώσει δέχεται ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξίς τις αυτών είναι αντισυνταγματική, επιφέρει την μη εφαρμογήν μόνο εν τη εκκρεμεί ταύτη δίκη του νόμου τούτου ή της αποφάσεως η της σχετικής διατάξεως αυτών.