169Α.(1) Με εξαίρεση τις περιπτώσεις μειώσεως του εκδοθέντος κεφαλαίου της, δημόσια εταιρεία δεν επιτρέπεται να προβεί σε διανομή στους μετόχους της, εφ' όσον κατά την ημερομηνία λήξεως του τελευταίου οικονομικού έτους το καθαρό ενεργητικό της, όπως ήδη εμφανίζεται στους ετήσιους λογαριασμούς, ή θα μπορούσε να προκύψει ως αποτέλεσμα της διανομής αυτής, είναι κατώτερο από το άθροισμα του εκδοθέντος κεφαλαίου και των αποθεματικών, των οποίων ο νόμος ή το καταστατικό δεν επιτρέπουν την διανομή. Αν τμήμα του κεφαλαίου που έχει εκδοθεί δεν έχει κληθεί, και το μη κληθέν τμήμα δεν εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού, τότε το τμήμα αυτό δεν υπολογίζεται στο εκδοθέν κεφάλαιο.
(2) Το ποσό διανομής στους μετόχους δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων του τελευταίου κλεισθέντος οικονομικού έτους, αυξημένο κατά τα κέρδη που έχουν μεταφερθεί από το τελευταίο οικονομικό έτος και τις κρατήσεις από τα αποθεματικά που είναι διαθέσιμα για τον σκοπό αυτόν, μειωμένα όμως κατά το ποσό των ζημιών που έχουν μεταφερθεί από προηγούμενα οικονομικά έτη, καθώς και κατά τα ποσά, τα οποία έχουν αποθεματοποιηθεί σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό.
(3) Ο όρος «διανομή», όπως χρησιμοποιείται στα εδάφια (1) και (2), περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτήν, την καταβολή μερισμάτων και τόκων σχετικών με μετοχές.
169Β. (1) Στις εταιρείες επενδύσεων με σταθερό κεφάλαιο, το άρθρο 169Α δεν έχει εφαρμογή, ανσυντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Οι εταιρείες αυτές σημειώνουν τον όρο «εταιρεία επενδύσεων» σε όλα τα έγγραφα, τα οποία κοινοποιούν στον έφορο.
(β) Δεν επιτρέπεται σε εταιρεία της μορφής αυτής, το καθαρό ενεργητικό της οποίας είναι κατώτερο από το ποσό που ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 169Α, να προβαίνει σε διανομή στους μετόχους, εφ' όσον κατά την ημερομηνία λήξεως του τελευταίου οικονομικού έτους το σύνολο του ενεργητικού της, όπως εμφανίζεται στους ετήσιους λογαριασμούς, είτε θα μπορούσε να προκύψει ως αποτέλεσμα τέτοιας διανομής, είναι κατώτερο κατά μία και μισή φορά του ποσού του συνόλου των χρεών της εταιρείας προς τους πιστωτές της, όπως το ποσό αυτό απορρέει από τους ετήσιους λογαριασμούς.
(γ) Κάθε εταιρεία της μορφής αυτής, η οποία προβαίνει σε διανομή, ενώ το καθαρό ενεργητικό της είναι κατώτερο από το ποσό που ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 169Α, υποδηλώνει τούτο με μια σημείωση στους ετήσιους λογαριασμούς.
(2) Ως «εταιρείες επενδύσεων με σταθερό κεφάλαιο» νοούνται μόνο οι εταιρείες, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε αξιόγραφα, ακίνητα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία, με μόνη επιδίωξη την κατανομή των κινδύνων από επενδύσεις και το οικονομικό όφελος των μετόχων τους από τα αποτελέσματα της διαχειρίσεως της περιουσίας τους, και οι οποίες προβαίνουν σε δημόσια πρόσκληση για την τοποθέτηση των μετοχών τους.
169Γ. Δημόσια εταιρεία επιτρέπεται να καταβάλει ενδιάμεσα μερίσματα μόνον αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Καταρτίζονται ενδιάμεσοι λογαριασμοί, στους οποίους φαίνεται ότι τα διαθέσιμα ποσά για την διανομή επαρκούν,
(β) Το ποσό που θα διανεμηθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των κερδών που έχουν πραγματοποιηθεί μετά το τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους, του οποίου οι ετήσιοι λογαριασμοί έχουν κλείσει, αυξημένο κατά τα κέρδη που έχουν μεταφερθεί από το τελευταίο οικονομικό έτος και κατά τις κρατήσεις από τα αποθεματικά που είναι διαθέσιμα για τον σκοπό αυτόν, και μειωμένο κατά το ποσό των ζημιών προηγουμένων οικονομικών ετών, καθώς και κατά τα ποσά που πρέπει να αποθεματοποιηθούν δυνάμει υποχρεώσεως εκ του νόμου ή του καταστατικού.
169Δ. Κάθε πληρωμή κατά παράβαση των άρθρων 169Α έως 169Γ πρέπει να επιστραφεί από τους μετόχους που την εισέπραξαν, αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι μέτοχοι αυτοί:
(α) Γνώριζαν την αντικανονικότητα των πληρωμών που έγιναν προς όφελός τους, ή
(β) δεν ήταν δυνατόν να την αγνοούν, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων.
169Ε. Τίποτε στα άρθρα 169Α μέχρι 169Δ δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να θίγει, άμεσα ή έμμεσα, τους Κανονισμούς 114 έως 122 του Πίνακα Α του Πρώτου Παραρτήματος, και εν γένει την δυνατότητα της εταιρείας να αυξήσει το εκδοθέν κεφάλαιό της με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών.