4.-(1) Οποιοσδήποτε αστυνομικός δύναται να διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε πρόσωπο, με το όνομα ή το αξίωμα του, το οποίο θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό, να διεξάγει ανακρίσεις σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος.
(3) Αστυνομικός ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο δυνάμει του εδαφίου (2) που διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος στο εξής στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως “ανακριτής”.
5.-(1) Κάθε ανακριτής δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο αυτός έχει λόγο να θεωρεί ενήμερο των γεγονότων ή περιστατικών του ποινικού αδικήματος για το οποίο διεξάγει ανακρίσεις, να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ο ανακριτής ήθελε εύλογα ορίσει για το σκοπό εξέτασης και λήψης κατάθεσης από αυτό σε σχέση με το ποινικό αδίκημα.
(2) Ο ανακριτής δύναται να καταγράψει οποιαδήποτε κατάθεση του εξεταζόμενου προσώπου, η οποία τότε διαβάζεται στο πρόσωπο αυτό που στη συνέχεια την υπογράφει ή αν είναι αναλφάβητο, θέτει το σημείο του σε αυτήν και αν το πρόσωπο αυτό αρνείται να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, ο ανακριτής σημειώνει την άρνηση στο τέλος της κατάθεσης αναφέροντας επίσης το λόγο της, αν εξακριβώθηκε, και η κατάθεση στη συνέχεια υπογράφεται από τον ανακριτή.
(3) Κάθε τέτοια κατάθεση, αν αποδειχτεί ότι έγινε θεληματικά, είναι δεκτή ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου που κατέθεσε.
(4) Όποιος, χωρίς εύλογη αιτία, αρνείται να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ήθελεν ορίσει ο ανακριτής, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
6.-(1) Ο ανακριτής δύναται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης για ποινικό αδίκημα, αν αυτός θεωρεί την παρουσίαση κάποιου εγγράφου αναγκαία ή επιθυμητή για τους σκοπούς της ανάκρισης, να εκδώσει γραπτή διαταγή στο πρόσωπο υπό την κατοχή ή τον έλεγχο του οποίου βρίσκεται το έγγραφο αυτό ή πιστεύεται ότι βρίσκεται, απαιτώντας από αυτό την παρουσίαση του εγγράφου σε τέτοιο εύλογο τόπο και χρόνο ως ήθελε καθοριστεί στη διαταγή.
(2) Κάθε πρόσωπο που καλείται βάσει γραπτής διαταγής δυνάμει του παρόντος άρθρου να παρουσιάσει έγγραφο, θεωρείται ότι συμμορφώθηκε με τη διαταγή, αν προκάλεσε, την παρουσίαση του εγγράφου αντί να παρεβρεθεί αυτοπροσώπως για να το παρουσιάσει.
(3) Όποιος χωρίς εύλογη αιτία, όταν διαταχτεί δυνάμει του παρόντος άρθρου να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο, αρνείται να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για οποιοδήποτε έγγραφο για την παρουσίαση του οποίου απαιτείται από το Νόμο αυτό ή από άλλο Νόμο ένταλμα του Υπουργικού Συμβουλίου ή διάταγμα του Δικαστηρίου.
7.(1) Πρόσωπο, το οποίο συλλαμβάνεται και κρατείται, δικαιούται να ζητήσει όπως χορηγηθεί εγκαίρως στο ίδιο ή το δικηγόρο του πρόσβαση στα ουσιώδη έγγραφα, που είναι σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση και βρίσκονται στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής και τα οποία είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική αμφισβήτηση της νομιμότητας της σύλληψης και της κράτησής του.
(2) Όταν κλήση ή ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 44 του παρόντος Νόμου επιδοθεί στον κατηγορούμενο, αυτός δικαιούται με γραπτό αίτημά του προς την κατηγορούσα αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος αιτείται γραπτώς την παροχή αντιγράφων τέτοιου υλικού, καταβάλλεται το τέλος, το οποίο καθορίζεται εκάστοτε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
(4) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (2), εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου, ή στην περίπτωση που τέτοια άρνηση θεωρείται απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, ή που η πρόσβαση ενδέχεται να διακυβεύσει τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) η κατηγορούσα αρχή δεν παρέχει στον κατηγορούμενο πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των έγγραφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αυτός δύναται κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.
7Α.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 7, ο κατηγορούμενος σε ιδιωτική ποινική διαδικασία ή ο δικηγόρος αυτού δικαιούται, με γραπτό αίτημά του προς τον κατήγορο, εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημερομηνία που υποβάλλεται το εν λόγω αίτημα, να έχει δωρεάν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και/ή μαρτυρικό υλικό που διατηρεί στην κατοχή του ο κατήγορος, περιλαμβανομένου ονομαστικού καταλόγου μαρτύρων κατηγορίας και υπογραμμένης γραπτής δήλωσης εκάστου παραπονούμενου προσώπου, στην οποία καταγράφεται η μαρτυρία του επί όλων των γεγονότων της υπόθεσης, καθώς και σύνοψη της μαρτυρίας οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα κατηγορίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:
(2) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (1), εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τμήμα των εγγράφων, του μαρτυρικού υλικού, των γραπτών δηλώσεων και/ή οποιασδήποτε σύνοψης μαρτυρίας που διατηρεί στην κατοχή του ο κατήγορος σε περίπτωση που-
(α) η πρόσβαση ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου· ή
(β) τέτοια άρνηση θεωρείται απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος· ή
(γ) η πρόσβαση ενδέχεται να διακυβεύσει τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), ο κατήγορος δεν παρέχει στον κατηγορούμενο ή στο δικηγόρο του πρόσβαση σε τμήμα των εγγράφων, του μαρτυρικού υλικού, των γραπτών δηλώσεων και/ή οποιασδήποτε σύνοψης μαρτυρίας που διατηρεί στην κατοχή του, ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του δύναται να ζητήσουν από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και, αφού ακούσει και τις δυο πλευρές, να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «πρόσβαση» σημαίνει τη λήψη αντίγραφων και/ή φωτοαντίγραφων των εγγράφων, του μαρτυρικού υλικού, των γραπτών δηλώσεων και των συνόψεων μαρτυρίας που έχει στην κατοχή του ο κατήγορος.
8. Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του άρθρου 3 και άνευ επηρεασμού της εφαρμογής του άρθρου 5 οι εκάστοτε εγκρινόμενοι από τους δικαστές της Αυτής Μεγαλειότητας του Queen’s Bench Division της Αγγλίας κανόνες που αφορούν τη λήψη καταθέσεων από αστυνομικούς (γνωστοί ως “Οι Δικαστικοί Κανόνες”) (“The Judges’ Rules”) ισχύουν για τη λήψη καταθέσεων στη Δημοκρατία όπως αυτοί ισχύουν για τη λήψη καταθέσεων στην Αγγλία.
9.-(1) Κατά τη σύλληψη, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που προβαίνει σε αυτή, πρέπει πράγματι να αγγίξει το άτομο που θα συλληφθεί ή να περιορίσει αυτό, εκτός αν υπάρξει με λόγια ή με έργα υποταγή στην κράτηση.
(2) Αν το πρόσωπο που θα συλληφθεί βίαια αντιστέκεται στην προσπάθεια σύλληψης του ή αποπειράται να διαφύγει αυτήν, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που προβαίνει στη σύλληψη δύναται να χρησιμοποιήσει όλα τα αναγκαία μέσα προς επίτευξη αυτής:
Νοείται ότι καμιά διάταξη που περιέχεται στο άρθρο αυτό δεν θεωρείται ότι δικαιολογεί τη χρήση βίας μεγαλύτερης από αυτή που απαιτείται εύλογα υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες χρησιμοποιήθηκε ή από αυτή που ήταν αναγκαία για τη σύλληψη του υπαίτιου.
(3) Εκτός αν το πρόσωπο που συλλαμβάνεται, συλλαμβάνεται επί αυτοφώρω ή καταδιώκεται αμέσως μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή αποδρά από νόμιμη κράτηση, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που προβαίνει στη σύλληψη πληροφορεί αυτό για το λόγο της σύλληψης.
10.-(1) Όταν συλλαμβάνεται πρόσωπο, ο αστυνομικός ο οποίος προβαίνει στη σύλληψη ή στον οποίο το πρόσωπο που συλλήφθηκε παραδίδεται δύναται να το ερευνήσει, χρησιμοποιώντας τέτοια βία η οποία είναι ευλόγως αναγκαία για το σκοπό αυτό και δύναται να κατάσχει κάθε αντικείμενο ή έγγραφο που βρέθηκε στην κατοχή του προσώπου αυτού το οποίο ο αστυνομικός έχει επαρκή λόγο να πιστεύει ότι δύναται να αποτελέσει ουσιώδη μαρτυρία εναντίον του προσώπου που ερευνήθηκε ή άλλου προσώπου, σε ποινική κατηγορία και δύναται, σε κάθε περίπτωση, να αφαιρέσει από το πρόσωπο που συλλήφθηκε οποιοδήποτε όργανο βίας ή άλλο επιθετικό όπλο το οποίο το πρόσωπο αυτό έχει μαζί του.
(2) Όταν είναι αναγκαίο να ερευνηθεί γυναίκα, η έρευνα διεξάγεται από γυναίκα.
(3) Όταν περιουσία κατασχέθηκε ή αφαιρέθηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει του άρθρου αυτού και αυτό απολύεται για το λόγο ότι δεν υπάρχει επαρκής αιτία να πιστεύεται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα, η περιουσία που αφαιρέθηκε με τον τρόπο αυτό επιστρέφεται σε αυτό από το πρόσωπο που έχει την ευθύνη της εκτός αν το πρόσωπο αυτό έχει επαρκή λόγο να πιστεύει ότι η περιουσία αυτή δύναται να αποτελέσει ουσιώδη μαρτυρία εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου σε ποινική κατηγορία.
11.-(1) Αν οποιοσδήποτε, που έχει εξουσία να προβεί σε σύλληψη είτε δυνάμει εντάλματος ή όχι, έχει λόγο να πιστεύει ότι το πρόσωπο που θα συλληφθεί έχει εισέλθει ή βρίσκεται εντός οποιουδήποτε χώρου, καθένας που διαμένει σε αυτό το χώρο ή ο υπεύθυνος αυτού, κατόπι αίτησης, πρέπει να επιτρέψει ελεύθερη είσοδο στο πρόσωπο που έχει την εξουσία αυτή και να παρέχει κάθε εύλογη διευκόλυνση για τη διεξαγωγή έρευνας σε αυτό για ανακάλυψη του αναζητούμενου προς σύλληψη.
(2) Αν η είσοδος στο χώρο αυτό δεν δύναται να επιτευχθεί δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, καθένας που έχει εξουσία να προβεί στη σύλληψη δύναται να εισέλθει στο χώρο αυτό και να ερευνήσει αυτό για την ανεύρεση εκείνου που θα συλληφθεί και για να επιτύχει είσοδο σε αυτό, δύναται να διαρρήξει οποιαδήποτε εξωτερική ή εσωτερική πόρτα ή παράθυρο οποιασδήποτε οικίας ή χώρου, που βρίσκονται είτε υπό την ευθύνη εκείνου που θα συλληφθεί ή άλλου προσώπου ή να επιτύχει είσοδο στην οικία αυτή ή χώρο με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
12. Πρόσωπο που έχει εξουσία να προβεί σε σύλληψη είτε δυνάμει εντάλματος είτε όχι δύναται να διαρρήξει και έξελθει από οποιαδήποτε κατοικία ή τόπο για να ελευθερώσει τον εαυτό του ή άλλο πρόσωπο το οποίο, αφού εισήλθε νόμιμα για τη διενέργεια σύλληψης, κατακρατείται εκεί.
13. Όποιος συλλαμβάνεται, είτε με ένταλμα είτε χωρίς ένταλμα, πρέπει να μεταφέρεται με κάθε εύλογη σπουδή σε αστυνομικό σταθμό ή άλλο τόπο παραλαβής συλληφθέντων και, χωρίς καθυστέρηση να πληροφορείται σε κατανοητή από αυτόν γλώσσα για τους λόγους της σύλληψής του, περιλαμβανομένης της αξιόποινης πράξης την οποία φέρεται ή κατηγορείται ότι διέπραξε.
Σε κάθε τέτοιο πρόσωπο, ενώ τελεί υπό κράτηση, πρέπει να παρέχονται εύλογες διευκολύνσεις για να εξασφαλίσει νομική συμβουλή για να προβεί σε διαβήματα για εξασφάλιση απόλυσης με εγγύηση και διαφορετικά για να προβεί σε διευθετήσεις για την υπεράσπιση ή απόλυση του:
14.-(1) Αστυνομικός δύναται, χωρίς ένταλμα, να συλλάβει οποιοδήποτε-
(α) τον οποίο βάσει εύλογης αιτίας υποπτεύεται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με θανατική ποινή ή φυλάκιση για περίοδο που υπερβαίνει τα δύο έτη
(β) ο οποίος διαπράττει στην παρουσία του ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση
(γ) ο οποίος παρεμποδίζει αστυνομικό, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ή ο οποίος απέδρασε ή αποπειράται να αποδράσει από νόμιμη κράτηση
(δ) στην κατοχή του οποίου βρίσκεται οτιδήποτε για το οποίο δύναται εύλογα να υπάρξει υποψία ότι είναι κλοπιμαίο και για το οποίο δύναται εύλογα να υπάρξει υποψία ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα αναφορικά με αυτό
(ε) τον οποίο βάσει εύλογης αιτίας υποπτεύεται ότι είναι λιποτάκτης από Ναυτικό, Στρατό ή Αεροπορία της Δημοκρατίας
(στ) τον οποίο υποπτεύεται βάσει εύλογης αιτίας ότι είχε σχέση με οποιαδήποτε πράξη που τελέστηκε σε οποιοδήποτε τόπο εκτός της Δημοκρατίας η οποία, αν εγίνετο στη Δημοκρατία θα ετιμωρείτο ως ποινικό αδίκημα και για την οποία αυτός δυνάμει νόμου ή διατάγματος του οποίου η ισχύς επεκτάθηκε στη Δημοκρατία υπόκειται σε σύλληψη και κράτηση στη Δημοκρατία
(ζ) για τον οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι εκδόθηκε από Δικαστήριο ένταλμα σύλληψης
(η) ο οποίος δεν έχει εμφανείς πόρους συντήρησης και αδυνατεί να δώσει επαρκείς εξηγήσεις για τον εαυτό του
(θ) ο οποίος βρίσκεται να λαμβάνει προφυλάξεις για απόκρυψη της παρουσίας του υπό περιστάσεις οι οποίες παρέχουν λόγο να πιστεύεται ότι λαμβάνει τις προφυλάξεις αυτές με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος
(ι) τον οποίο αυτός διατάσσεται από δικαστή να συλλάβει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16
(ια) τον οποίο υποπτεύεται βάσει εύλογης αιτίας ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση και ο οποίος αρνείται να δώσει το όνομα και τη διεύθυνση του ή δίνει όνομα ή διεύθυνση τα οποία ο αστυνομικός υποπτεύεται ότι είναι ψευδή
(ιβ) ο οποίος δύναται να συλληφθεί χωρίς ένταλμα δυνάμει οποιουδήποτε νομοθετήματος το οποίο βρίσκεται εκάστοτε σε ισχύ.
(2) Η εξουσία η οποία παρέχεται σε αστυνομικό να προβαίνει σε σύλληψη χωρίς ένταλμα δεν μπορεί να ασκηθεί σε σχέση με ποινικό αδίκημα αν το νομοθέτημα το οποίο δημιουργεί το ποινικό αδίκημα προβλέπει ότι ο υπαίτιος δεν δύναται να συλληφθεί χωρίς ένταλμα, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το ποινικό αδίκημα διαπράττεται στην παρουσία του αστυνομικού και ο υπαίτιος αρνείται να δώσει το όνομα και τη διεύθυνση του ή δίνει όνομα ή διεύθυνση τα οποία ο αστυνομικός υποπτεύεται ότι είναι ψευδή, σε αυτή την περίπτωση ο αστυνομικός αυτός δύναται να ασκήσει τέτοια εξουσία ανεξάρτητα από τις διατάξεις του νομοθετήματος αυτού.
15.-(1) Κάθε ιδιώτης δύναται, χωρίς ένταλμα, να συλλάβει άλλον-
(α) ο οποίος διαπράττει στην παρουσία του ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με θανατική ποινή ή φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο έτη
(β) τον οποίο αυτός εύλογα υποπτεύεται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο όπως προβλέπεται πιο πάνω στην παράγραφο (α), αν αυτός που προβαίνει στη σύλληψη αυτή έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι αυτός που θα συλληφθεί δυνατό να διαφύγει την τιμωρία
(γ) τον οποίο αυτός διατάσσεται από δικαστή να συλλάβει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16
(δ) ο οποίος έχει αποδράσει από νόμιμη κράτηση ή ο οποίος αποπειράται να διαφύγει νόμιμη σύλληψη
(ε) ο οποίος δύναται να συλληφθεί χωρίς ένταλμα από οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει οποιουδήποτε νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε.
(2) Πρόσωπα που καταλαμβάνονται να διαπράττουν ποινικό αδίκημα που προξενεί βλάβη σε περιουσία δύνανται να συλληφθούν χωρίς ένταλμα από τον κύριο της περιουσίας ή τον υπηρέτη του ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον κύριο.
(3) (α) Καθένας που συλλαμβάνει άλλον δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού πρέπει, χωρίς άσκοπη καθυστέρηση να παραδώσει το συλληφθέντα σε αστυνομικό ή, ελλείψει αστυνομικού, να τον μεταφέρει στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό
(β) αν υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι το πρόσωπο που συλλήφθηκε εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 14, του Νόμου αυτού, ο αστυνομικός τον επανασυλλαμβάνει.
16. Δικαστής δύναται αυτοπροσώπως να συλλάβει ή να διατάξει τη σύλληψη οποιουδήποτε στην παρουσία του-
(α) ο οποίος καταλαμβάνεται να διαπράττει ποινικό αδίκημα στην παρουσία του
(β) για τη σύλληψη του οποίου αυτός είναι κατά τον εν λόγω χρόνο και υπό τις περιστάσεις αρμόδιος να εκδώσει ένταλμα και δύναται να μεταχειριστεί το πρόσωπο που συλλήφθηκε με τον τρόπο αυτό κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν αυτός είχε προσαχθεί κανονικά ενώπιον του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού για να τύχει περαιτέρω μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.
17. Όταν πρόσωπο τίθεται υπό κράτηση χωρίς ένταλμα για άλλο ποινικό αδίκημα ή αδίκημα τιμωρούμενο με θανατική ποινή, ο υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού προς τον οποίο το πρόσωπο αυτό προσάγεται δύναται-
(α) σε οποιαδήποτε περίπτωση, και πρέπει, αν δεν φαίνεται πρακτικά δυνατή η προσαγωγή του προσώπου αυτού ενώπιον Δικαστηρίου εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από το χρόνο που τέθηκε υπό κράτηση, να προκαλέσει τη διεξαγωγή ανακρίσεων για την υπόθεση και εκτός αν το ποινικό αδίκημα φαίνεται στον υπεύθυνο ότι είναι σοβαρού χαρακτήρα, να απολύσει το πρόσωπο που συλλήφθηκε αφού αυτός υπογράψει εγγυητικό γραμμάτιο με ή χωρίς εγγυητές, για εύλογο ποσό ότι θα εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρόνο και τόπο που έχει προσδιοριστεί στο εγγυητικό γραμμάτιο, αλλά οποτεδήποτε πρόσωπο συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση πρέπει να προσάγεται ενώπιον δικαστού μόλις αυτό καταστεί πρακτικά δυνατό
(β) αν φαίνεται σε αυτόν ότι οι ανακρίσεις για την υπόθεση δεν δύνανται να συμπληρωθούν αμέσως, να απολύσει το εν λόγω πρόσωπο αφού αυτό αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητές για εύλογο χρηματικό ποσό, για να εμφανιστεί σε τέτοιο αστυνομικό σταθμό και κατά τέτοιο χρόνο όπως προσδιορίζεται στην προσωπική υποχρέωση, εκτός αν λάβει προηγουμένως γραπτή ειδοποίηση από τον αξιωματικό της αστυνομίας τον υπεύθυνο για τον εν λόγω αστυνομικό σταθμό ότι η παρουσία του δεν είναι αναγκαία
(γ) να απολύσει πρόσωπο που έχει συλληφθεί λόγω υποψίας διάπραξης ποινικού αδικήματος, όταν μετά τις δέουσες αστυνομικές ανακρίσεις, προκύπτει κατά την άποψη αυτού, μαρτυρία ανεπαρκής για να προσαχθεί κατηγορία.
18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.
(2) Ένταλμα σύλληψης δύναται να εκδοθεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανόμενης Κυριακής ή δημόσιας αργίας.
- ΚΕΦ.155
- 10(I)/1996
19.-(1) Κάθε ένταλμα συλλήψεως φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.
(2) Κάθε τέτοιο έγγραφο αναφέρει σε συντομία το ποινικό αδίκημα ή ζήτημα για το οποίο εκδίδεται, κατονομάζει ή με άλλο τρόπο περιγράφει το πρόσωπο που θα συλληφθεί και διατάσσει τον αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο προς το οποίο αυτό απευθύνεται να συλλάβει το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται και να προσάγει αυτό ενώπιο του Δικαστηρίου που έκδωσε το ένταλμα ή άλλου Δικαστηρίου αρμόδιου για την περίπτωση, για να απολογηθεί στο ποινικό αδίκημα ή ζήτημα που αναφέρεται στο ένταλμα και να τύχει περαιτέρω μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο.
(3) Κάθε τέτοιο ένταλμα συνήθως απευθύνεται γενικά προς όλους τους αστυνομικούς, αλλά ο Δικαστής που εκδίδει τέτοιο ένταλμα δύναται, αν είναι αναγκαία η άμεση εκτέλεση του και δεν υπάρχει αμέσως διαθέσιμος αστυνομικός, να απευθύνει αυτό προς οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, και το πρόσωπο αυτό ή πρόσωπα το εκτελούν, όταν δε το ένταλμα απευθύνεται σε περισσότερους από ένα αστυνομικούς ή περισσότερα από ένα πρόσωπα, αυτό δύναται να εκτελεστεί από όλους ή από οποιοδήποτε ή από περισσότερους του ενός από αυτούς.
(4) Κάθε τέτοιο ένταλμα παραμένει σε ισχύ μέχρις ότου εκτελεστεί ή ακυρωθεί από δικαστή.
- ΚΕΦ.155
- 10(I)/1996
20. Καμιά αντικανονικότητα ή μειονέκτημα σε σχέση με την ουσία ή τον τύπο εντάλματος σύλληψης και καμιά ασυμφωνία μεταξύ αυτού και του κατηγορητηρίου ή μεταξύ καθενός από αυτά και της απόδειξης που προσάχθηκε από την κατηγορία κατά την ανάκριση ή τη δίκη, επηρεάζει το κύρος οποιασδήποτε διαδικασίας κατά την ακροαματική διαδικασία ή μεταγενέστερα, αλλά οποιαδήποτε τέτοια ασυμφωνία φαίνεται στο Δικαστήριο ότι είναι τέτοια ώστε ο κατηγορούμενος να εξαπατήθηκε ή παραπλανήθηκε με αυτή, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του κατηγορουμένου, να αναβάλει την ακροαματική διαδικασία για άλλη ημερομηνία και εν τω μεταξύ να προφυλακίσει τον κατηγορούμενο ή να τον απολύσει με εγγύηση.
21.-(1) Κάθε ένταλμα σύλληψης δύναται να εκτελεστεί σε οποιοδήποτε χρόνο και σε οποιοδήποτε τόπο στη Δημοκρατία σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανόμενης Κυριακής ή δημόσιας αργίας.
(2) Το πρόσωπο που εκτελεί τέτοιο ένταλμα, πριν από τη διενέργεια της σύλληψης, πληροφορεί το πρόσωπο που θα συλληφθεί για την ύπαρξη εντάλματος για τη σύλληψη του εκτός αν υπάρχει εύλογη αιτία να απέχει από την παροχή τέτοιας πληροφορίας για το λόγο ότι αυτό ενδέχεται να προκαλέσει απόδραση, αντίσταση ή ελευθέρωση.
(3) Όποιος έχει συλληφθεί δυνάμει τέτοιου εντάλματος, προσάγεται τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 22 και 23 και μόλις είναι πρακτικά δυνατό μετά τη σύλληψη του ενώπιον του Δικαστηρίου που έχει εκδώσει το ένταλμα.
(4) Ένταλμα σύλληψης δύναται να εκτελεστεί και αν ακόμη αυτό δεν βρίσκεται κατά το χρόνο της εκτέλεσης στην κατοχή του προσώπου που το εκτελεί, αλλά, αν απαιτήσει αυτό το πρόσωπο που θα συλληφθεί, το ένταλμα πρέπει να επιδεικνύεται σε αυτό μόλις είναι πρακτικά δυνατό μετά τη σύλληψη του.
23.-(1) Δικαστής, κατά την έκδοση εντάλματος για τη σύλληψη προσώπου σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα ή ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με θανατική ποινή, δύναται, αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, με οπισθογράφηση στο ένταλμα, να διατάξει όπως το πρόσωπο που κατονομάζεται στο ένταλμα απολυθεί μετά τη σύλληψη αφού υπογράψει για την εμφάνιση του ως ήθελε οριστεί στην οπισθογράφηση.
(2) Η οπισθογράφηση ορίζει-
(α) τον αριθμό των εγγυητών
(β) το ποσό για το οποίο αυτοί και το πρόσωπο που κατονομάζεται στο ένταλμα θα δεσμευτούν αντίστοιχα
(γ) το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ο συλληφθείς πρέπει να παραστεί0 και
(δ) το χρόνο κατά τον οποίο ο συλληφθείς πρέπει να παραστεί περιλαμβανόμενης υπόσχεσης να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο ως ήθελε οριστεί από οποιοδήποτε Δικαστήριο ενώπιον του οποίου το πρόσωπο αυτό ήθελε εμφανιστεί.
(3) Όταν γίνεται τέτοια οπισθογράφηση, ο υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού στον οποίο το πρόσωπο που κατονομάζεται στο ένταλμα προσάγεται με τη σύλληψη του, τον απολύει αφού υπογράψει εγγυητικό γραμμάτιο για απόλυση σύμφωνα με την οπισθογράφηση, με την επιφύλαξη εμφάνισης του ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το χρόνο και τόπο όπως ορίζεται στο εγγυητικό γραμμάτιο. Το γραμμάτιο αυτό διαβιβάζεται τότε στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό δεσμεύεται να εμφανιστεί.
(4) Όταν λαμβάνονται μέτρα δυνάμει του άρθρου αυτού ο εγγυητής ή εγγυητές, αν υπάρχουν, είναι τέτοιοι ως ήθελαν εγκριθεί από τον υπεύθυνο που λαμβάνει την εγγύηση.
24. Όταν αποδεικνύεται σε δικαστή ότι δεν συμπληρώθηκε η διεξαγωγή των ανακρίσεων για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος για το οποίο κάποιο πρόσωπο συλλήφθηκε, κατόπι αίτησης αστυνομικού που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερου, είναι νόμιμο για το δικαστή, είτε αυτός έχει ή όχι αρμοδιότητα να επιληφθεί του ποινικού αδικήματος για το οποίο διεξάγονται οι ανακρίσεις, να παραπέμπει, από καιρό σε καιρό, το συλληφθέντα σε αστυνομική κράτηση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ ημέρες σε κάθε περίπτωση ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο, υπολογίζοντας ως πρώτη ημέρα αυτής την αμέσως επόμενη ημέρα της παραπομπής.
25.-(1) Κάθε αστυνομικός δύναται, χωρίς ένταλμα-
(α) να κατακρατήσει και ερευνήσει οποιοδήποτε τον οποίο αυτός εύλογα υποπτεύεται ότι φέρει, μεταφέρει ή αποκρύπτει αντικείμενο ή έγγραφο σε σχέση με το οποίο πρόκειται να διαπραχτεί ή διαπράττεται ή έχει πρόσφατα διαπραχτεί ποινικό αδίκημα
(β) να εισέλθει και ερευνήσει οποιοδήποτε τόπο-
(ι) αν έχει λόγο να πιστεύει ότι σε αυτό πρόκειται να διαπραχτεί ή διαπράττεται, ή έχει πρόσφατα διαπραχτεί ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με θανατική ποινή ή με φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο έτη ή ότι δύναται να βρεθεί σε αυτό οποιοδήποτε όργανο με το οποίο έχει πρόσφατα διαπραχτεί οποιοδήποτε τέτοιο ποινικό αδίκημα
(ιι) αν ο κάτοχος του τόπου ζητά τη βοήθεια της αστυνομίας
(ιιι) αν οποιοσδήποτε στον τόπο αυτό ζητά τη βοήθεια της αστυνομίας και υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι διαπράττεται αδίκημα εντός αυτού
(ιν) σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δύναται να εισέλθει και ερευνήσει οποιοδήποτε τόπο χωρίς ένταλμα δυνάμει οποιουδήποτε νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε.
(2) Οτιδήποτε βρεθεί κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού το οποίο θα μπορούσε να κατασχεθεί αν η έρευνα διεξαγόταν δυνάμει εντάλματος, δύναται να κατασχεθεί και τύχει μεταχείρισης κατά τον ίδιο τρόπο ως αν αυτό ήταν πράγμα που κατασχέθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας δυνάμει εντάλματος, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 32, με τις αναγκαίες προσαρμογές, σε οποιοδήποτε τέτοιο πράγμα.
26.-(1) Άνευ επηρεασμού οποιασδήποτε άλλης εξουσίας που χορηγείται από το Νόμο αυτό ή από οποιοδήποτε άλλο Νόμο-
(α) αστυνομικός ή
(β) οποιοδήποτε μέλος των Δυνάμεων της Δημοκρατίας το οποίο εξουσιοδοτείται ειδικά για το σκοπό αυτό από τον αρχηγό του, δύναται, με εύλογη υποψία, να ανακόψει και ερευνήσει οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για το σκοπό εξακρίβωσης κατά πόσο παράνομα μεταφέρεται σε αυτό οποιαδήποτε εκρηκτική ύλη, επιθετικό όπλο ή άλλο όργανο βιαιότητας.
(2) Οτιδήποτε βρεθεί κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού το οποίο θα μπορούσε να κατασχεθεί αν η έρευνα διεξαγόταν δυνάμει εντάλματος, δύναται να κατασχεθεί και τύχει μεταχείρισης με τον ίδιο τρόπο ως αν αυτό ήταν πράγμα που κατασχέθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας δυνάμει εντάλματος, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 32, με τις αναγκαίες προσαρμογές, σε οποιοδήποτε τέτοιο πράγμα:
Νοείται ότι οποιαδήποτε εκρηκτική ύλη, επιθετικό όπλο ή άλλο αντικείμενο ή έγγραφο που ανευρίσκεται κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε τέτοιας έρευνας το οποίο υπόκειται σε κατάσχεση δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου που ισχύει εκάστοτε, κατάσχεται.
(3) Κάθε υπεύθυνος μεταφορικού μέσου καλούμενος δυνάμει του εδαφίου (1) να σταματήσει και επιτρέψει όπως το μεταφορικό αυτό μέσο ερευνηθεί, ο οποίος αρνείται να σταματήσει ή επιτρέψει την έρευνα αυτή ή ο οποίος παρεμποδίζει αστυνομικό, ή μέλος των Δυνάμεων της Δημοκρατίας είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Στην έννοια του άρθρου αυτού-
“εκρηκτική ύλη” σημαίνει πυρίτιδα, νιτρογλυκερίνη, δυναμίτιδα, βαμβακοπυρίτιδα, εκρηκτική σκόνη ανατινάξεων, βροντώδη υδράργυρο ή άλλα βροντώδη μέταλλα, έγχρωμα πυροτεχνήματα και κάθε άλλη ύλη, παρόμοια με τα πιο πάνω ή όχι, η οποία χρησιμοποιείται ή κατασκευάζεται με σκοπό την παραγωγή πρακτικού αποτελέσματος με έκρηξη ή πυροτεχνικό αποτέλεσμα, και περιλαμβάνει πυροτεχνήματα ομίχλης, πυροτεχνήματα γενικά, πυροσωλήνες, πύραυλους, καψούλια, πυροκροτητές, φυσίγγια, πυρομαχικά κάθε είδους, και κάθε διασκευή ή παρασκεύασμα οποιασδήποτε εκρηκτικής ύλης όπως ορίζεται πιο πάνω και οποιαδήποτε συσκευή, μηχανή ή εργαλείο ή μέρος αυτών, ή υλικά που χρησιμοποιούνται ή είναι προορισμένα να χρησιμοποιηθούν ή διασκευασμένα προς πρόκληση ή υποβοήθηση πρόκλησης οποιασδήποτε έκρηξης σε εκρηκτική ύλη ή με εκρηκτική ύλη
“μεταφορικό μέσο” σημαίνει αεροσκάφος, ζώο, άμαξα, σκάφος, σιδηροδρομικό βαγόνι, ποδήλατο, μηχανοκίνητο όχημα κάθε είδους ή οποιοδήποτε άλλο όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά προσώπων ή αγαθών
“επιθετικό όπλο” σημαίνει αντικείμενο που κατασκευάζεται ή διασκευάζεται για χρήση προς πρόκληση σωματικής βλάβης ή προοριζόμενο από το πρόσωπο που το μεταφέρει για τέτοια χρήση από αυτό.
27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως “ένταλμα έρευνας”), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και
(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.
- ΚΕΦ.155
- 10(I)/1996
28.-(1) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.
(2) Κάθε τέτοιο ένταλμα συνήθως απευθύνεται γενικά προς όλους τους αστυνομικούς0 αλλά ο Δικαστής που εκδίδει τέτοιο ένταλμα δύναται, αν η άμεση εκτέλεση του είναι αναγκαία, και δεν υπάρχει αμέσως διαθέσιμος αστυνομικός, να απευθύνει αυτό σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, και το πρόσωπο αυτό ή πρόσωπα εκτελούν αυτό, όταν δε το ένταλμα απευθύνεται σε περισσότερους από ένα αστυνομικούς ή περισσότερα από ένα πρόσωπα, αυτό δύναται να εκτελεστεί από όλους, ή από οποιοδήποτε ή από περισσότερους του ενός από αυτούς.
(3) Κάθε τέτοιο ένταλμα παραμένει σε ισχύ μέχρις ότου εκτελεστεί ή ακυρωθεί από Δικαστή.
- ΚΕΦ.155
- 10(I)/1996
29.-(1) Ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί και εκτελεστεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας, πρέπει δε να εκτελείται μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά ο Δικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.
(2) Όταν ο Δικαστής εξουσιοδοτεί την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα άλλη από αυτή μεταξύ της πέμπτης πρωϊνής και της όγδοης νυκτερινής, η εξουσιοδότηση αυτή δύναται να περιληφθεί στο ένταλμα κατά το χρόνο της έκδοσης του ή δύναται να οπισθογραφηθεί σε αυτό από οποιοδήποτε δικαστή κατά οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης αλλά προηγούμενο της εκτέλεσης.
30.-(1) Όταν τόπος που υπόκειται σε έρευνα είναι κλειστός, καθένας που διαμένει σε αυτόν ή είναι υπεύθυνος για αυτόν, κατά την απαίτηση αστυνομικού ή άλλου προσώπου που έχει εξουσία έρευνας, πρέπει να επιτρέψει ελεύθερη είσοδο στον αστυνομικό αυτό ή το πρόσωπο και να παρέχει κάθε εύλογη διευκόλυνση προς διεξαγωγή έρευνας σε αυτό.
(2) Αν δεν δύναται να εξασφαλιστεί είσοδος με τον τρόπο αυτό σε τέτοιο τόπο, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που έχει εξουσία έρευνας δύναται να προχωρήσει σύμφωνα με τον τρόπο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 11.
(3) Όταν υπάρχει εύλογη υποψία για οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ του τόπου αυτού ότι κρύβει πάνω του οποιοδήποτε αντικείμενο για το οποίο έπρεπε να διεξαχθεί έρευνα, το πρόσωπο αυτό δύναται να ερευνηθεί. Αν το πρόσωπο που πρόκειται να ερευνηθεί είναι γυναίκα, αυτή ερευνάται από γυναίκα και δύναται να μεταφερθεί σε αστυνομικό σταθμό για το σκοπό αυτό.
31. Αν ο κάτοχος οποιουδήποτε τόπου στον οποίο, ή το πρόσωπο υπό την κατοχή του οποίου βρίσκεται οτιδήποτε που κατονομάζεται στο ένταλμα έρευνας προσαχθεί ενώπιον Δικαστή, και ο Δικαστής δεν ικανοποιηθεί ότι ο κάτοχος αυτός ή πρόσωπο διέπραξε ποινικό αδίκημα, αυτός απολύεται χωρίς αναβολή από το Δικαστή αυτό.
32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.
(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.
(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-
(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή
(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.
32.Α(1) Κάθε απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση.
(2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.
33. Αν κατά την έρευνα κάποιου τόπου δυνάμει εντάλματος, ο εξουσιοδοτημένος να διεξάγει την έρευνα βρει περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα αλλά σε σχέση με την οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται να κατάσχει την περιουσία αυτή και να τη μεταφέρει ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, ο οποίος δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κατακράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο.
34. Αν δυνάμει εντάλματος έρευνας, προσκομίζεται ενώπιον Δικαστή έγγραφο ή πράγμα του οποίου η χρήση ή η κατοχή είναι παράνομη, ο Δικαστής δύναται, ελλείψει κάποιας νόμιμης δικαιολογίας που θα αποδειχτεί από το πρόσωπο που το κατέχει, να προκαλέσει την κατάσχεση, παραμόρφωση, ή καταστροφή του εγγράφου αυτού ή του πράγματος ανεξάρτητα του ότι κανένα πρόσωπο δεν διώκεται σε σχέση με αυτό.