37. Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, η ποινική δίωξη προσώπου αρχίζει με κατηγορητήριο που απαγγέλλεται εναντίον του προσώπου αυτού ενώπιον Δικαστηρίου.
38. Κάθε κατηγορητήριο είναι στον καθορισμένο τύπο υπογράφεται από ή εκ μέρους του προσώπου που απαγγέλλει αυτό και όταν το κατηγορητήριο απαγγέλλεται από Κυβερνητικό Τμήμα το κατηγορητήριο αυτό υπογράφεται από αντιπρόσωπο του Τμήματος. Αναφέρει το όνομα του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί η συνοπτική δίκη ή το οποίο θα παραπέμψει την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο και περιλαμβάνει επίσης τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
(α) το όνομα και περιγραφή του κατηγορουμένου όπως αυτά είναι γνωστά στον κατήγορο τα οποία είναι εύλογα επαρκή προς διαπίστωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου
(β) το ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος τα οποία περιλαμβάνουν τις λεπτομέρειες που εκτίθενται στο άρθρο 39.
39. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε κάθε κατηγορητήριο και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε Νόμο ή κανόνα πρακτικής, το κατηγορητήριο, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, δεν επιδέχεται ένσταση σε σχέση με τον τύπο ή το περιεχόμενο αυτού αν είναι συνταγμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού-
(α) εκτίθεται στο κατηγορητήριο σε χωριστή παράγραφο που καλείται κατηγορία η διατύπωση του ποινικού αδικήματος που βρίσκεται στο κατηγορητήριο ή όταν προσάπτονται κατηγορίες για περισσότερα από ένα ποινικά αδικήματα η διατύπωση καθενός τέτοιου ποινικού αδικήματος
(β) όταν το κατηγορητήριο περιλαμβάνει περισσότερες από μία κατηγορίες, οι κατηγορίες αριθμούνται κατά σειρά
(γ) η κατηγορία στο κατηγορητήριο περιγράφει εν συντομία σε κοινή γλώσσα το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού τη χρήση τεχνικών όρων και χωρίς απαραίτητα να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του ποινικού αδικήματος, και περιλαμβάνει αναφορά στο άρθρο του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα. Όταν κάποιο αδίκημα συνίσταται από πράγμα το οποίο απαγορεύεται από το συνδυασμένο αποτέλεσμα περισσότερων του ενός νομοθετημάτων, το κατηγορητήριο περιλαμβάνει αναφορά και στα δύο αυτά νομοθετήματα και αν το ποινικό αδίκημα ορίζεται από ένα και η ποινή προβλέπεται από άλλο νομοθέτημα γίνεται επίσης αναφορά στο νομοθέτημα που προβλέπει την ποινή
(δ) όταν το νομοθέτημα που συνιστά το ποινικό αδίκημα αναφέρει ότι το ποινικό αδίκημα είναι η τέλεση ή η παράλειψη τέλεσης οποιασδήποτε από τις διάφορες πράξεις διαζευτικά ή η τέλεση ή η παράλειψη τέλεσης οποιασδήποτε πράξης με οποιαδήποτε από τις διάφορες ιδιότητες, ή με οποιαδήποτε από τις διάφορες προθέσεις ή διατυπώνει οποιοδήποτε μέρος του ποινικού αδικήματος διαζευκτικά, οι πράξεις, παραλείψεις, ιδιότητες ή προθέσεις, ή άλλα ζητήματα που συνιστούν τη διάζευξη στο νομοθέτημα δύνανται να διατυπωθούν διαζευκτικά στην κατηγορία που προσάπτεται για το εν λόγω ποινικό αδίκημα
(ε) σε οποιαδήποτε κατηγορία για ποινικό αδίκημα, δεν είναι αναγκαίο να αντικρούεται οποιαδήποτε εξαίρεση ή απαλλαγή από την εφαρμογή ή επιφύλαξη ή περιορισμό στην εφαρμογή του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα
(στ) αν το ποινικό αδίκημα για το οποίο προσάπτεται κατηγορία συνίσταται από οποιαδήποτε πράξη που σχετίζεται με περιουσία ή σε περιουσία, δεν είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η περιουσία ανήκει σε συγκεκριμένο πρόσωπο, εκτός όταν αυτό απαιτηθεί για το σκοπό περιγραφής ποινικού αδικήματος που εξαρτάται από ειδική ιδιοκτησία περιουσίας ή από ειδική αξία περιουσίας, και είτε γίνεται είτε όχι τέτοια αναφορά, είναι αρκετό για την κατηγορία να αποδείξει τέτοια γεγονότα ως προς την ιδιοκτησία ώστε να καταδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται
(ζ) δεν είναι αναγκαίο ή δεν χρησιμοποιείται βεβαιότητα ή λεπτομέρεια αναφοράς σχετικά με έγγραφα, γεγονότα, πράγματα, πρόσωπα, τόπους, χρόνο ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, στο κατηγορητήριο μεγαλύτερη από αυτή που είναι εύλογα επαρκή για το σκοπό παροχής ειδοποίησης στον κατηγορούμενο για αυτά.
Γεγονότα και έγγραφα δύνανται να καταρτιστούν ως παράρτημα και αντίγραφα αυτών δύνανται να συναφθούν στο κατηγορητήριο αν η μέθοδος αυτή είναι κατάλληλη
(η) δεν είναι αναγκαίο κατά την αναφορά οποιασδήποτε πρόθεσης καταδολίευσης, απάτης ή βλάβης να αναφέρεται πρόθεση να καταδολιευθεί, εξαπατηθεί ή βλαφτεί συγκεκριμένο πρόσωπο, εκτός αν το νομοθέτημα που δημιουργεί το αδίκημα καθιστά την πρόθεση να καταδολιευθεί, εξαπατηθεί ή βλαφτεί συγκεκριμένο πρόσωπο ουσιαστικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος
(θ) όταν ο κατηγορούμενος κατηγορείται για ποινική κατάχρηση εμπιστοσύνης, δόλια ιδιοποίηση περιουσίας, δόλια παραποίηση λογαριασμών, δόλιο σφετερισμό ή δεκασμό ή κατάχρηση αξιώματος, είναι αρκετό να οριστεί το συνολικό ποσό σε σχέση με το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι το ποινικό αδίκημα διαπράχτηκε και οι ημερομηνίες μεταξύ των οποίων υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχτηκε αυτό χωρίς ορισμό συγκεκριμένων επί μέρους ποσών ή ακριβών ημερομηνιών
(ι) όταν το κατηγορητήριο περιλαμβάνει προηγούμενη καταδίκη για ποινικό αδίκημα αυτή πρέπει να περιλαμβάνεται στο τέλος της κατηγορίας με αναφορά ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε προηγουμένως για το εν λόγω ποινικό αδίκημα σε ορισμένο χρόνο και τόπο χωρίς να εκτεθούν οι λεπτομέρειες του αδικήματος:
Νοείται ότι κανένα λάθος στην έκθεση του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών που απαιτούνται να αναφερθούν στο κατηγορητήριο δεν θεωρείται σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης ως μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Νόμου αυτού εκτός αν σύμφωνα με τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πράγματι παραπλανήθηκε λόγω του λάθους αυτού.
40.-(1) Οποιοσδήποτε αριθμός κατηγοριών είτε για το ίδιο ποινικό αδίκημα είτε για διαφορετικά ποινικά αδικήματα δύναται να περιληφθεί στο ίδιο κατηγορητήριο και το Δικαστήριο δύναται είτε να καταδικάσει είτε να αθωώσει τον κατηγορούμενο γενικά για ολόκληρο το κατηγορητήριο είτε να τον καταδικάσει για μια ή μερικές από τις κατηγορίες και να τον αθωώσει για άλλες.
(2) Αν διαφορετικές κατηγορίες αφορούν διαφορετικά πραγματικά γεγονότα, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό ότι εξυπηρετεί το σκοπό της δικαιοσύνης, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να διατάξει όπως ο κατηγορούμενος δικαστεί χωριστά για οποιαδήποτε ή περισσότερες από τις κατηγορίες αυτές.
(3) Αν το Δικαστήριο καταδικάσει τον κατηγορούμενο γενικά επί ολόκληρου του κατηγορητηρίου, το νομικό αποτέλεσμα της καταδίκης αυτής θα είναι να καταδικαστεί αυτός για κάθε κατηγορία που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο και το Δικαστήριο δύναται, μετά από αυτά, να επιβάλει στον κατηγορούμενο την ίδια ποινή ωσάν αυτός να είχε καταδικαστεί για κάθε τέτοια κατηγορία ξεχωριστά:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν επιβάλλεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο με βάση τα ίδια γεγονότα πέρα της μιας ποινής.
41. Τα ακόλουθα πρόσωπα δύνανται να περιληφθούν στο ίδιο κατηγορητήριο και να δικαστούν μαζί, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει ότι θα δικαστούν ξεχωριστά, δηλαδή πρόσωπα κατηγορούμενα-
(α) για το ίδιο ποινικό αδίκημα
(β) για διάφορα ποινικά αδικήματα που έχουν διαπραχτεί κατά τη διάρκεια της ίδιας πράξης
(γ) για ποινικό αδίκημα και πρόσωπα τα οποία, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος, θεωρούνται ότι έχουν μετάσχει στη διάπραξη του ποινικού αυτού αδικήματος
(δ) για ποινικό αδίκημα και πρόσωπα κατηγορούμενα για απόπειρα διάπραξης του ποινικού αυτού αδικήματος
(ε) για ποινικό αδίκημα που αφορά κλοπή, δόλια κατάχρηση εμπιστοσύνης, δόλια ιδιοποίηση περιουσίας, δόλια παραποίηση λογαριασμών ή δόλιο σφετερισμό και πρόσωπα κατηγορούμενα για αποδοχή ή ανάληψη από τα ίδια του ελέγχου ή της διάθεσης του αντικειμένου του ποινικού αυτού αδικήματος.
42. Καθένας ο οποίος υπόκειται σε τιμωρία δυνάμει οποιουδήποτε νομοθετήματος ως πρόσωπο που μετείχε σε ποινικό αδίκημα δύναται να κατηγορηθεί είτε για διάπραξη του εν λόγω ποινικού αδικήματος ή για συμμετοχή στη διάπραξη αυτού ή για άμεση ή έμμεση παρακίνηση οποιουδήποτε άλλου προσώπου να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, είτε το άλλο πρόσωπο που μετείχε στο αδίκημα έχει ή δεν έχει κατηγορηθεί ή καταδικαστεί είτε υπόκειται ή όχι στη δικαιοσύνη.
43.-(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.
44.-(1) Κατά οποιοδήποτε χρόνο μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, Δικαστής δύναται να εκδώσει είτε κλήση είτε ένταλμα που να εξαναγκάζει την παράσταση του κατηγορουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου είτε για συνοπτική δίκη είτε για παραπομπή του στο Κακουργιοδικείο, ανάλογα με την περίπτωση:
(2) Οι διατάξεις των άρθρων 18, 19, 20, 21 και 22 εφαρμόζονται, επιφέροντας τις αναγκαίες προσαρμογές σε κάθε ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού.
45.-(1) Κάθε κλήση που εκδίδεται από Δικαστή δυνάμει του Νόμου αυτού εκδίδεται κατά τον καθορισμένο τύπο0 υπογράφεται από Δικαστή ή λειτουργό Δικαστηρίου από τον οποίο εκδίδεται και απευθύνεται προς τον κατηγορούμενο ζητώντας από αυτόν να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρόνο και τόπο που αναφέρεται σε αυτή και αναφέρει σε συντομία το ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται:
(α) να επιτρέψει σε αυτόν να εμφανιστεί και απαντήσει στην κατηγορία με δικηγόρο οπότε στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος δύναται να εμφανιστεί και απαντήσει με αυτό τον τρόπο:
(β) να επιτρέψει σε αυτόν, αν αυτός επιθυμεί να ομολογήσει ενοχή, να αποστείλει στο Δικαστήριο την απάντηση αυτή κανονικά βεβαιωμένη και σφραγισμένη από πρωτοκολλητή ή Λοχία ή Αξιωματικό ή Ανώτερο Αξιωματικό της Αστυνομίας, δυνάμει του περί Αστυνομίας Νόμου ή πιστοποιούντα υπάλληλο δυνάμει του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου ή από δικηγόρο δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου ο οποίος χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό την προσωπική του σφραγίδα στην οποία φαίνεται καθαρά το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του, ή από κοινοτάρχη, μαζί με την κλήση αναφορικά με την οποία δίνεται η απάντηση, οπότε στην περίπτωση αυτή η απάντηση θεωρείται ως ομολογία ενοχής για τους σκοπούς της διαδικασίας:
(2) Καμιά αντικανονικότητα, μειονέκτημα ή λάθος σχετικά με την έκδοση, τον τύπο ή την ουσία της κλήσης ακυρώνει αυτήν ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία βάσει αυτής.
- ΚΕΦ.155
- 54(I)/1998
- 16(Ι)/2014
46.-(1) Κάθε κλήση δύναται να επιδοθεί οπουδήποτε στη Δημοκρατία από αστυνομικό ή λειτουργό του Δικαστηρίου από το οποίο αυτή εκδίδεται ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο όπως το Δικαστήριο δύναται να διατάξει και-
(α) αν ο κατηγορούμενος είναι άτομο, η κλήση επιδίδεται είτε με παράδοση στον ίδιο προσωπικά ή αφήνεται σε κάποιο ενήλικο πρόσωπο που ζει με αυτό ή σε υπεύθυνο του τόπου όπου αυτό διαμένει ή του τόπου εργασίας ή ασχολίας αυτού
(β) αν το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η επίδοση είναι συνεταιρισμός ή οργανισμός, η κλήση επιδίδεται στον κεντρικό τόπο των εργασιών του συνεταιρισμού ή του οργανισμού στη Δημοκρατία ή με την παράδοση της-
(ι) σε ένα από τους συνεταίρους
(ιι) στο διευθυντή
(ιιι) στο γραμματέα
(ιν) στον κύριο αντιπρόσωπο στην κατά τόπο δικαιοδοσία ή
(ν) σε οποιοδήποτε που έχει τον έλεγχο των εργασιών του συνεταιρισμού ή του οργανισμού κατά το χρόνο της επίδοσης.
(1Α) Αν ήθελε να φανεί στο Δικαστήριο ότι για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατο να γίνει επίδοση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται κατόπιν προφορικού αιτήματος της κατηγορούσας αρχής να διατάξει επίδοση με άλλο τρόπο που θα θεωρήσει δίκαιο.
(2) Η επίδοση κάθε κλήσης αποδεικνύεται είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτή είτε με ένορκη δήλωση αυτού.