ΜΕΡΟΣ IV ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ
Δικαίωμα του εργοδοτουμένου εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού

16.-(1) Όταν κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου, η απασχόλησις εργοδοτουμένου απασχοληθέντος συνεχώς επί εκατόν τέσσαρας τουλάχιστον εβδομάδας υπό του αυτού εργοδότου τερματίζηται λόγω πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου, υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται, διά Διατάγματος δημοσιευθησομένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, να μειώση τον υπό του παρόντος εδαφίου καθοριζόμενον αριθμόν εβδομάδων συνεχούς απασχολήσεως ούτως ώστε να ληφθώσιν υπ' όψιν τακτικαί και εποχιακαί διακυμάνσεις εις την απασχόλησιν εξ οιωδήποτε επαγγέλματι ή ειδική επιχειρήσει.

Νοείται περαιτέρω ότι, διά τους σκοπούς του παρόντος Μέρους και των εις το παρόν Μέρος αναφερομένων διατάξεων του Δευτέρου και του Τετάρτου Πίνακος, η απασχόλησις λιμενεργάτου, εγγεγραμμένου ή μη, υπό πλειόνων εργοδοτών λογίζεται ως απασχόλησις υπό ενός και του αυτού εργοδότου.

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους και των αναφερομένων σ' αυτό διατάξεων του Δεύτερου και του Τέταρτου Πίνακα, η απασχόληση εργοδοτουμένου, ο οποίος απασχολείται κάθε χρόνο στον ίδιο εργοδότη και ο ετήσιος μέσος όρος απασχόλησης για όλη την περίοδο απασχόλησής του στον ίδιο εργοδότη είναι τουλάχιστο δεκαπέντε εβδομάδες, θεωρείται συνεχής.

(2) Η διάρκεια της περιόδου απασχολήσεως και το εάν η απασχόλησις υπήρξε συνεχής ή μη αποφασίζονται, διά τους σκοπούς του εδαφίου (1), συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα.

Προϋποθέσεις και τρόπος καταβολής πληρωμής λόγω πλεονασμού

16Α.-(1) Το εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δικαίωμα ήρτηται εκ των διά του παρόντος άρθρου προνοουμένων προϋποθέσεων, η τοιαύτη δε πληρωμή ενεργείται, εν όλω ή εν μέρει περιοδικώς ή εφ' άπαξ, ως εν τω παρόντι άρθρω προβλέπεται.

(2) Η καταβολή της πληρωμής λόγω πλεονασμού περιοδικώς ενεργείται αναδρομικώς καθ' εβδομάδα δι' εκάστην ημέραν διακοπής της απασχολήσεως του εργοδοτουμένου, η οποία αποτελεί μέρος οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αυτού.

(3) Το ημερήσιον ύψος της πληρωμής λόγω πλεονασμού είναι διά μεν τας πρώτας είκοσι τέσσαρας ημέρας της περιόδου διακοπής της απασχολήσεως ίσον προς το ημερομίσθιον του εργοδοτουμένου, ως τούτο υπολογίζεται διά τους σκοπούς του Τετάρτου Πίνακος, διά δε τας υπολοίπους ημέρας της τοιαύτης περιόδου ίσον προς τα εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν του ως είρηται ημερομισθίου:

Νοείται ότι το ημερήσιον ύψος της πληρωμής λόγω πλεονασμού δεν δύναται να είναι χαμηλότερον του ύψους του επιδόματος μητρότητος, επιδόματος ασθενείας, επιδόματος ανεργίας ή επιδόματος σωματικής βλάβης, εις το οποίον, αναλόγως της περιπτώσεως, θα εδικαιούτο ο εργοδοτούμενος δυνάμει των περί Κοινωνικών

Ασφαλίσεων Νόμων του 1972 έως 1976, εάν αι διατάξεις των ως είρηται Νόμων δεν απηγόρευον την καταβολήν τοιούτου επιδόματος διά την αυτήν περίοδον διά την οποίαν ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού.

(4)Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ουδεμία πληρωμή λόγω πλεονασμού καταβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (2) δι' οιανδήποτε ημέραν μετά την παρέλευσιν πεντήκοντα δύο εβδομάδων από του σχετικού τερματισμού της απασχολήσεως.

(5) Εάν ο εργοδοτούμενος ουδέν ποσόν ή μέρος μόνον του ποσού της πληρωμής λόγω πλεονασμού έλαβε δυνάμει του εδαφίου (2), ολόκληρον το ποσόν ή το υπόλοιπον της ως είρηται πληρωμής, αναλόγως της περιπτώσεως, καταβάλλεται εις τον εργοδοτούμενον εφ' άπαξ μετά την υπ' αυτού συμπλήρωσιν δεκατριών εβδομάδων συνεχούς απασχολήσεως μετά του αυτού εργοδότου:

Νοείται ότι εάν ο εργοδοτούμενος αναλάβη απασχόλησιν μετά τίνος εργοδότου μετά την συμπλήρωσιν οιασδήποτε περιόδου επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού, το δυνάμει του παρόντος εδαφίου καταβλητέον εφ' άπαξ ποσόν καταβάλλεται ευθύς μετά την υπ' αυτού ανάληψιν της τοιαύτης απασχολήσεως.

(6) Ουδέν ποσόν καταβάλλεται εις τον εργοδοτούμενον δυνάμει του εδαφίου (5) μετά την παρέλευσιν πεντήκοντα δύο εβδομάδων από του σχετικού τερματισμού της απασχολήσεως, εκτός εάν η εν τω ως είρηται εδαφίω περίοδος των δεκατριών εβδομάδων συνεχούς απασχολήσεως ή περίοδος επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, αναλόγως της περιπτώσεως, ήρξατο προ της παρελεύσεως των ως είρηται πεντήκοντα δύο εβδομάδων.

(7) Η πληρωμή λόγω πλεονασμού εις την οποίαν δικαιούται πρόσωπον τι διά πάσαν ημέραν κατά την οποίαν τούτο τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού, δύναται, κατόπιν οδηγιών του Υπουργού, να καταβάλληται εις την αρμοδίαν διά την εφαρμογήν του τοιούτου σχεδίου αρχήν, εφ' όσον το εις τον εργοδοτούμενον καταβαλλόμενον επίδομα εκπαιδεύσεως δυνάμει του ως είρηται σχεδίου είναι ίσον προς ή υψηλότερον του ποσού της πληρωμής λόγω πλεονασμού.

(8) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "ημέρα διακοπής της απασχολήσεως" και "περίοδος διακοπής της απασχολήσεως" κέκτηνται αντιστοίχως τας υπό των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1972 έως 1976 αποδοθείσας εις αυτάς εννοίας:

Νοείται ότι ως ημέρα διακοπής της απασχολήσεως λογίζεται και οιαδήποτε ημέρα απουσίας εκ της εργασίας λόγω μητρότητος η οποία εμπίπτει εις το εν τω εδαφίω (2) του άρθρου 16 των ως είρηται Νόμων χρονικόν διάστημα.

Έκπτωσις εκ του δικαιώματος προς λήψιν πληρωμής λόγω πλεονασμού

16Β.-(1) Πρόσωπον τι εκπίπτει του δικαιώματος προς λήψιν πληρωμής λόγω πλεονασμού δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 16Α διά χρονικόν διάστημα μέχρις εξ εβδομάδων, εάν-

(α) καίτοι εκοινοποιήθη εις αυτό παρά τίνος γραφείου ευρέσεως εργασίας ή ετέρου ανεγνωρισμένου γραφείου, ή παρά τίνος εργοδότου ή εκ μέρους αυτού, η ύπαρξις θέσεως κενωθείσης ή κενωθησομένης εις κατάλληλον τινα εργασίαν αρνήται ή παραλείπη άνευ ευλόγου αιτίας να υποβάλη αίτησιν διά την θέσιν ταύτην ή αρνήται άνευ ευλόγου αιτίας να αποδεχθή ταύτην προσφερθείσαν εις αυτόν· ή

(β) αμελή να επωφεληθή ευλόγου τινός ευκαιρίας προς κατάλληλον τινα απασχόλησιν· ή

(γ) αρνήται άνευ ευλόγου αιτίας να τύχη επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού.

(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου η απασχόλησις δεν λογίζεται κατάλληλος διά πρόσωπον τι εάν αύτη είναι-

(α) απασχόλησις εις θέσιν κενωθείσαν συνεπεία στάσεως εργασιών οφειλομένης εις εργατικήν τινα διαφοράν·

(β) απασχόλησις εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εν τη περιοχή ένθα το τελευταίον συνήθως ειργάζετο είτε έναντι αποδοχών κατωτέρων είτε υπό όρους ολιγώτερον ευνοϊκούς εκείνων ων ηδύνατο ευλόγως να αναμένη ότι θα απελάμβανε λαμβανομένων υπ' όψιν των όρων εργασίας ων συνήθως απελάμβανεν εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εν τη περιοχή ταύτη ή ων θα απελάμβανεν εάν εσυνέχιζε την απασχόλησιν αυτού

(γ) απασχόλησις εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εις οιανδήποτε ετέραν περιοχήν έναντι αποδοχών κατωτέρων ή υπό όρους ολιγώτερον ευνοϊκούς των τηρουμένων εν τη περιοχή ταύτη δυνάμει συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως εις το επάγγελμα ή την βιομηχανίαν ένθα θα απασχοληθή ή, ελλείψει τοιαύτης συμβάσεως ή αποφάσεως, των υπό καλών εργοδοτών γενικώς ανεγνωρισμένων.

(3) Μετά την πάροδον ευλόγου υπό τας περιστάσεις χρονικού διαστήματος από της ημέρας καθ' ην πρόσωπον τι κατέστη άνεργον, απασχόλησις τις δεν λογίζεται ακατάλληλος λόγω μόνον του γεγονότος ότι είναι εκτός του συνήθους αυτού επαγγέλματος ή εκτός της περιοχής ένθα το τελευταίον συνήθως ειργάζετο, εάν πρόκειται περί απασχολήσεως έναντι αποδοχών ουχί κατωτέρων, και υπό όρους ουχί ολιγώτερον ευνοϊκούς των καθορισθέντων δυνάμει συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως εις το επάγγελμα ή την βιομηχανίαν ένθα θα απασχοληθή ή, ελλείψει τοιαύτης συμβάσεως ή αποφάσεως, των υπό καλών εργοδοτών γενικώς ανεγνωρισμένων.

Επιφύλαξις υφισταμένων δικαιωμάτων

17. Όταν λόγω πλεονασμού, ως ούτος καθορίζεται εν τω άρθρω 18, εργοδοτούμενος δικαιούται εις οιανδήποτε άμεσον πληρωμήν λόγω πλεονασμού, χορήγημα λόγω απολύσεως, φιλοδώρημα ή οιανδήποτε άλλην πληρωμήν χορηγουμένην εν σχέσει προς την απασχόλησιν του παρ' εργοδότη, είτε το δικαίωμα τούτο υφίσταται λόγω εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως είτε δι' άλλον λόγον, ο εργοδοτούμένος λαμβάνει:

(α) εκ του Ταμείου το ποσόν της πληρωμής λόγω πλεονασμού το οποίον δικαιούται συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα· και

(β)παρά του εργοδότου, ή εξ οιουδήποτε ταμείου ή άλλης διευθετήσεως λειτουργούσης διά λογαριασμόν του εργοδότου, το ποσόν κατά το οποίον η παρά του εργοδότου ή διά λογαριασμόν αυτού πληρωμή τυχόν υπερβαίνει το ποσόν της πληρωμής εκ του Ταμείου:

Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε εισφορά γενομένη υπό του εργοδοτουμένου έναντι της πληρωμής εις την οποίαν ούτος δικαιούται παρά του εργοδότου ή εξ οιουδήποτε ταμείου ή άλλης διευθετήσεως λειτουργούσης διά λογαριασμόν του εργοδότου, ως και οιοσδήποτε τόκος επί τοιαύτης εισφοράς, δεν υπολογίζονται:

Νοείται περαιτέρω ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε πληρωμή εκ ταμείου προνοίας δεν υπολογίζεται.

Πότε εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων

18. Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησις του ετερματίσθη-

(α) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο· ή

(β) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο:

Νοείται ότι το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δυνατόν να αποφασίση ότι αλλαγή του τόπου απασχολήσεως δεν προκαλεί πλεονασμόν όταν, κατά την γνώμην του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, είναι λογικόν ως προς τον εργοδοτούμενον ο οποίος διεκδικεί πληρωμήν λόγω πλεονασμού να αναμένηται όπως ο εργοδοτούμενος ούτος συνέχιση την απασχόλησιν του εις τον νέον τόπον απασχολήσεως· ή

(γ) ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως:

(i) εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμόν των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων·

(ii) αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τας μεθόδους παραγωγής ή εις τας αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων·

(iii)καταργήσεως τμημάτων·

(iv) δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών·

(ν) ελλείψεως παραγγελιών ή πρώτων υλών·

(vi) σπάνεως μέσων παραγωγής· και

(vii) περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως.

Περιπτώσεις μη πληρωμής λόγω πλεονασμού

19.-(1) Εργοδοτούμενος δε δικαιούται σε πληρωμή λόγω πλεονασμού, αν πριν από την ημερομηνία του τερματισμού της απασχόλησης του συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία.

(2)Όταν η απασχόληση εργοδοτουμένου τερματίζεται μέσα στο χρονικό διάστημα των τελευταίων δώδεκα μηνών πριν από τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας του, το ποσό της πληρωμής λόγω πλεονασμού δυνάμει του παρόντος Νόμου μειώνεται κατά ένα δωδέκατο για κάθε συμπληρωμένο μήνα της ηλικίας του εργοδοτουμένου που περιλαμβάνεται στο εν λόγω χρονικό διάστημα.

(3) Ο Υπουργός δύναται με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας να διαφοροποιεί την ηλικία και το χρονικό διάστημα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), αντίστοιχα:

Νοείται ότι ο Υπουργός πριν από την έκδοση τέτοιου Διατάγματος συμβουλεύεται το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα.

Περιπτώσεις μη πληρωμής λόγω πλεονασμού

20. Εργοδοτούμενος δεν δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού-

(α)εάν προ του τερματισμού της απασχολήσεως ο εργοδότης προσφέρη άλλην κατάλληλον απασχόλησιν αντ' αυτής ο δε εργοδοτούμενος παραλόγως αρνήται την προσφοράν ταύτην.

(β) αποκλειστικώς λόγω τερματισμού της συμβάσεως απασχολήσεως συνεπεία αλλαγής εργοδότου, όταν ο νέος εργοδότης ανανεώνη την υφισταμένην σύμβασιν απασχολήσεως:

Νοείται ότι το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δύναται να χορηγήση πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, όταν ο εργοδοτούμενος δυνηθή να απόδειξη εύλογον αιτίαν, την οποίαν το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών ήθελε θεωρήσει ικανοποιητικήν, διά την μη αποδοχήν της προσφοράς ανανεώσεως της συμβάσεως απασχολήσεως υπό του νέου εργοδότου.

(γ) αν ο εργοδότης του είναι εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και τον μεταθέτει σε κατάλληλη απασχόληση σε άλλη εταιρεία η οποία είναι συνδεδεμένη με την εταιρεία στην οποία απασχολείται:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δύο εταιρείες θεωρούνται "συνδεδεμένες εταιρείες" αν η μια είναι θυγατρική της άλλης ή αν και οι δύο εταιρείες είναι θυγατρικές τρίτης εταιρείας· ο όρος "θυγατρική εταιρεία" έχει την έννοια που αποδίδεται σ' αυτόν από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου.

(δ) αν πριν από τον τερματισμό της απασχολήσεως άλλος εργοδότης ο οποίος είναι εταιρεία στην οποία ο προηγούμενος εργοδότης είναι κύριος μέτοχος ή ασκεί ουσιαστικό έλεγχο προσφέρει στον εργοδοτούμενο κατάλληλη απασχόληση.

Αναπαλλοτρίωτον πληρωμής λόγω πλεονασμού

20Α.-(1) Πάσα εκχώρησις ή επιβάρυνσις πληρωμής λόγω πλεονασμού, ως και πάσα συμφωνία προς εκχώρησιν ή επιβάρυνσιν αυτής, είναι άκυρος, εις περίπτωσιν δε πτωχεύσεως προσώπου δικαιουμένου εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού, η πληρωμή αύτη δεν περιέρχεται εις τον σύνδικον της πτωχεύσεως ή εις οιονδήποτε έτερον πρόσωπον ενεργούν διά λογαριασμόν των πιστωτών του πτωχεύσαντος.

(2) Ουδεμία πληρωμή λόγω πλεονασμού υπόκειται εις κατάσχεσιν δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

Προειδοποίησις πλεονασμού εις τον Υπουργόν

21.-(1) Ο εργοδότης κοινοποιεί στον Υπουργό οποιοδήποτε προβλεπόμενο πλεονασμό ένα τουλάχιστο μήνα πριν από την ημερομηνία που προβλέπεται να τερματιστεί η απασχόληση των επηρεαζόμενων εργοδοτουμένων.

(2) Η τοιαύτη κοινοποίησις είναι εν τω καθωρισμένω τύπω και περιλαμβάνει-

(α)τον αριθμόν των εργοδοτουμένων οι οποίοι πιθανώς να καταστώσι πλεονάζοντες·

(β) τον επηρεαζόμενον κλάδον ή κλάδους της επιχειρήσεως·

(γ) τα επαγγέλματα και, όπου είναι δυνατόν, τα ονόματα και τας οικογενειακός υποχρεώσεις των επηρεασθησομένων εργοδοτουμένων· και

(δ) τους λόγους του πλεονασμού.

Δικαίωμα πλεοναζόντων εργοδοτουμένων εις επαναπρόσληψιν

22. Όταν εργοδότης ο οποίος εκήρυξεν εργοδοτουμένους ως πλεονάζοντας επιθυμεί, εντός οκτώ μηνών αφ' ότου προέκυψεν ο πλεονασμός, να επαναυξήση την εργατικήν του δύναμιν, του αυτού τύπου η της αυτής ειδικότητος, ούτος δίδει προτεραιότητα κατά την πρόσληψιν εις τους επηρεασθέντας εκ του πλεονασμού εργοδοτουμένους, λαμβανομένων όμως υπ' όψιν των αναγκών λειτουργίας της επιχειρήσεως.

Επιφύλαξις

23. Ουδέν των εν τω παρόντι μέρει διαλαμβανομένων ερμηνεύεται ως περιορίζον το δικαίωμα του εργοδότου όπως αποφασίζη περί του μεγέθους της εν τη επιχειρήσει του εργατικής δυνάμεως ή περί της εισαγωγής νέων τεχνικών ή άλλων μεθόδων.

Καθίδρυσις Ταμείου διά πλεονάζον προσωπικόν

24.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον καθιδρύει Ταμείον διά πλεονάζον προσωπικόν.

(2) Το Ταμείον κέκτηται νομικήν προσωπικότητα και την ικανότητα να συμβάλληται, να παρίσταται επί δικαστηρίου ως ενάγον ή εναγόμενον και να προβαίνει εις πάσαν ενέργειαν αναγκαίαν διά την λειτουργίαν του.

Ειδικώτερον και άνευ επηρεασμού της γενικότητος των προηγουμένων, το Ταμείον κέκτηται την ικανότητα να υποβάλλη αιτήσεις εις το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών και να τυγχάνη ακροάσεως υπ' αυτού.

Εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου προς έκδοσιν Κανονισμών διά την διοίκησιν του Ταμείου Εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου προς έκδοσιν Κανονισμών διά την διοίκησιν του Ταμείου

25.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον εκδίδει Κανονισμούς διά την ρύθμισιν και την διοίκησιν του Ταμείου. Το Ταμείον ενεργεί πάσας τας πράξεις αυτού συμφώνως προς τους κανονισμούς:

(2) Οι κανονισμοί δύνανται να καθορίζωσι, μεταξύ άλλων-

(α)το ποσόν της υπό του εργοδότου καταβλητέας εισφοράς δι' έκαστον εργοδοτούμενον·

(β) τον χρόνον και τον τρόπον καταβολής και εισπράξεως των εις το Ταμείον καταβλητέων εισφορών ως και τον συντονισμόν της τοιαύτης καταβολής και εισπράξεως προς την καταβολήν και είσπραξιν των εισφορών των καταβλητέων δυνάμει οιουδήποτε νόμου εις άλλα ταμεία·

(γ) τον τρόπον κατά τον οποίον πληρωμή εκ του Ταμείου θα καταβάλληται εις εργοδοτούμενον και τας περιστάσεις υπό τας οποίας το προς λήψιν της τοιαύτης πληρωμής δικαίωμα απόλλυται·

(δ)ποινάς φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τους εξ μήνας ή χρηματικός ποινάς μη υπερβαινούσας τας £450, ή αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, δι' αδίκημα εν σχέσει προς την καταβολήν εισφορών εις το Ταμείον και την πληρωμήν ωφελημάτων εξ αυτού, και εν σχέσει προς παραβάσεις των κανονισμών, και, εν περιπτώσει καταδίκης διά τοιαύτα αδικήματα, την καταβολήν εις το Ταμείον μη καταβληθεισών εισφορών ή την επιστροφήν εις το Ταμείον παρανόμως εισπραχθέντων ποσών·

(ε) την ίδρυσιν Συμβουλίου του Ταμείου και τον καθορισμόν των αρμοδιοτήτων του τοιούτου Συμβουλίου·

(στ) την εν όλω ή εν μέρει χρηματοδότησιν εκ του Ταμείου της επαγγελματικής επανεκπαιδεύσεως πλεοναζόντων εργοδοτουμένων·

(ζ) την εν λόγω χρηματοδότηση εκ του Ταμείου, του Ταμείου για προστασία των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, που ιδρύθηκε με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 7 του περί Προστασίας των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων σε Περίπτωση Αφερεγγυότητας του Εργοδότη Νόμου του 2001.

(η) τη μεταφορά από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας εκ του Ταμείου του ποσού των Λ.Κ. 1.000.000, στο Ταμείο για την προστασία των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, που ιδρύθηκε με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 7 του περί Προστασίας των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων σε περίπτωση Αφερεγγυότητας του Εργοδότη Νόμου του 2001.

(θ)παν όπερ είναι αναγκαίον, επακόλουθον, παρεμπίπτον ή συμπληρωματικόν προς τα εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις του παρόντος εδαφίου αναφερόμενα θέματα·

(ι) παν ό,τι δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι επιδεκτικόν καθορισμού·

(κ) γενικώς διά την καλυτέραν πραγμάτωσιν των σκοπών του Ταμείου.

(3) Πριν ή εκδώση τους Κανονισμούς ή οιασδήποτε τροποποιήσεις αυτών, το Υπουργικόν Συμβούλιον συμβουλεύεται, διά του Υπουργού, το Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα και το Συμβούλιον του Ταμείου.

(4) Κανονισμοί εκδιδόμενοι επί τη βάσει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν μετά πάροδον τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντος Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ' αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.

Εξαίρεσις εκ της φορολογίας και της προς καταβολήν δασμών και τελών χαρτοσήμου υποχρεώσεως

26. Το Ταμείον εξαιρείται-

(α)της πληρωμής παντός τελωνειακού δασμού ή τέλους πληρωτέου δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου του αφορώντος εις πληρωμήν τοιούτου δασμού η τέλους, επί μηχανημάτων, περιλαμβανομένων τμημάτων, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών αυτών, συσκευών, οχημάτων, οργάνων, εργαλείων, εφοδίων και πάσης φύσεως υλικών άτινα εισάγονται προς ιδίαν χρήσιν του Ταμείου και δεν προορίζονται διά πώλησιν εις το κοινόν·

(β)της πληρωμής τελών χαρτοσήμου πληρωτέων δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου του αφορώντος εις πληρωμήν τελών χαρτοσήμου·

(γ) της πληρωμής παντός Κυβερνητικού φόρου ή φόρου ή τέλους τοπικής αρχής.

Εξαίρεσις ωρισμένων εργοδοτουμένων

26Α.-(1) Ουδέν των εν τω παρόντι Μέρει εφαρμόζεται-

(α) εις την περίπτωσιν εργοδοτουμένου υπό της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ή των Ιδρυμάτων των Ναυτικών, Στρατιωτικών και Αεροπορικών Δυνάμεων (Ν.Α.Α.Φ.Ι.), του οποίου ο βασικός τόπος απασχολήσεως ευρίσκεται εν τη Δημοκρατία, νοουμένου ότι οι όροι εργασίας αυτού περιλαμβάνουσιν όρους εν σχέσει προς πληρωμάς λόγω πλεονασμού ουχί ολιγώτερον ευεργετικούς εις τον ως άνω εργοδοτούμενον ή αι διατάξεις του παρόντος Μέρους ή των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδοθέντων Κανονισμών·

(β) εις κατηγορίας εργοδοτουμένων αι οποίαι ήθελον καθορισθή διά Διατάγματος εκδιδομένου υπό του Υπουργού:

Νοείται ότι πριν ή εκδώση οιονδήποτε τοιούτο Διάταγμα, ο Υπουργός συμβουλεύεται το Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα και το Συμβούλιον του Ταμείου.

(2)Ο εργοδότης οιουδήποτε εργοδοτουμένου όστις δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εξαιρείται των διατάξεων του παρόντος Μέρους, δεν καταβάλλει οιασδήποτε εισφοράς εις το Ταμείον ούτε και προβαίνει εις οιασδήποτε άλλας πληρωμάς δυνάμει του Μέρους τούτου.

Δαπάναι Διοικήσεως

26Β.-(1) Άπασαι αι δαπάναι αίτινες ήθελον διενεργηθή υπό του Υπουργού ή υφ' οιουδήποτε δημοσίου υπαλλήλου εν τη διαχειρίσει του Ταμείου καλύπτονται εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(2) Το ποσόν το οποίον ο Υπουργός ήθελεν υπολογίσει, συμφώνως προς στοιχεία παρεχόμενα υπό του Γενικού Λογιστού, ως αντιστοιχούν προς τας εν τω εδαφίω (1) του παρόντος Κανονισμού δαπάνας, καταβάλλεται εκ του Ταμείου εις το Πάγιον Ταμείον της Δημοκρατίας καθ' ον χρόνον και τρόπον ο Γενικός Λογιστής ήθελεν εκάστοτε καθορίσει.