ΜΕΡΟΣ VI ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συμβούλιον Οδικής Τροχαίας Μεταφοράς

19.-(1) Καθιδρύεται Συμβούλιον Οδικής Τροχαίας Μεταφοράς απαρτιζόμενον εξ αριθμού μελών μη υπερβαινόντων τα δεκαπέντε το οποίον θα συμβουλεύη τον Υπουργόν εφ’ όλων των αφορώντων εις την οδικήν τροχαίαν μεταφοράν θεμάτων.

(2) Τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται υπό του Υπουργού διά χρονικήν περίοδον μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη εκ προσώπων τα οποία κατά την κρίσιν αυτού κέκτηνται πείραν περί την τροχαίαν μεταφοράν και τας συγκοινωνίας και, εφ’ όσον είναι δυνατόν, αντιπροσωπεύουσι τα εν τη τοιαύτη μεταφορά αναμεμιγμένα ποικίλα συμφέροντα.

(3) Το Συμβούλιον συνεδριάζει υπό την προεδρίαν του Υπουργού οσάκις καλήται προς τούτο υπ’ αυτού, κατόπιν προσκλήσεως εν η θα αναγράφωνται τα θέματα της ημερησίας διατάξεως ή εφόσον το ζητήσουν γραπτώς πέντε τουλάχιστο μέλη του Συμβουλίου, τα οποία καθορίζουν συγχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.

Διορισμός και εξουσίαι Ελεγκτών

20.-(1) Προς τον σκοπόν αποτελεσματικωτέρας εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ο Διευθυντής του Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών δύναται να ορίζη Ελεγκτάς εκ των υπαλλήλων του Τμήματος του.

(2) Οι ούτω οριζόμενοι Ελεγκταί κέκτηνται τας ακολούθους εξουσίας:

(α) Όπως εισέρχωνται εντός οιουδήποτε οχήματος δημοσίας χρήσεως ή υποστατικού μεταφορικής επιχειρήσεως προς τον σκοπόν εξετάσεως ή διερευνήσεως οιουδήποτε ζητήματος σχετιζομένου με την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου˙

(β) όπως διατάσσωσι τον οδηγόν οιουδήποτε εν κινήσει οχήματος δημοσίας χρήσεως να σταματήση τούτο και να παράσχη προς αυτούς οιανδήποτε πληροφορίαν ήθελον ούτοι ζητήσει αναφορικώς προς οιονδήποτε ζήτημα σχετιζόμενον με την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(γ) όπως διατάσσωσι την παρουσίασιν ή προσαγωγήν οιωνδήποτε αδειών, δελτίων ή ετέρων εγγράφων των οποίων η τήρησις ή και η φύλαξις απαιτείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(δ) όπως ασκούν οιασδήποτε ετέρας εξουσίας σχετιζομένας με την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου.

Αδικήματα

21.-(1) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου είναι ένοχο αδικήματος και, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετική ποινή, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Το Δικαστήριον ενώπιον του οποίου προσήφθη κατηγορία εναντίον προσώπου τινός δι’ αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν του εδαφίου (1), δύναται, κατόπιν EX PARTE αιτήσεως, να διατάξη την προσωρινή απαγόρευση κυκλοφορίας ή/και χρήσης του αναφερόμενου στην κατηγορία οχήματος ή την απαγόρευση της διαφήμισης ή προβολής ή προσφοράς του αναφερόμενου στην κατηγορία οχήματος ή τη δημοσίευση ή διευθέτηση της δημοσίευσης της υπηρεσίας που παρέχει το αναφερόμενο στην κατηγορία όχημα ή την απαγόρευση αξίωσης ή είσπραξης δικαιωμάτων, δυνάμει σύμβασης ή άλλως πως, σε σχέση με την υπηρεσία που παρέχει το αναφερόμενο στην κατηγορία όχημα ή τη σύναψη σύμβασης για εκτέλεση μεταφοράς επιβατών με το αναφερόμενο στην κατηγορία όχημα, καθώς και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας ή/ και των εργασιών οποιουδήποτε επαγγελματικού χώρου ή/ και υποστατικού, το οποίο συνδέεται με το αναφερόμενο στην κατηγορία όχημα:

Νοείται ότι η έκδοσις τοιούτου διατάγματος υπόκειται εις τας διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών:

Νοείται περαιτέρω ότι εάν εκδοθή διάταγμα απαγορεύον προσωρινώς την κυκλοφορίαν οχήματος αναφερομένου εις την κατηγορίαν ως προνοείται εν τω παρόντι εδαφίω, και το πρόσωπον εναντίον του οποίου προσήφθη η κατηγορία απαλλαγή ή αθωωθή, το τοιούτο πρόσωπον έχει αγώγιμον δικαίωμα προς αποζημίωσιν διά την ζημίαν ην υπέστη συνεπεία της προσωρινής απαγορεύσεως της κυκλοφορίας του εν λόγω οχήματος.

(3) Εάν το πρόσωπον εναντίον του οποίου εξεδόθη διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) δεν υπακούη ή παραλείπη να συμμορφωθή προς το τοιούτο διάταγμα, είναι ένοχον ποινικού αδικήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν διά χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας .1000 ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής ποινής.

Πρόσθετοι εξουσίαι του Δικαστηρίου

22.-(1) Εάν το καταδικασθέν δυνάμει του προηγουμένου άρθρου πρόσωπον βαρύνεται διά προηγουμένης καταδίκης διά το αυτό ή παρομοίας φύσεως αδίκημα, το Δικαστήριον δύναται επιπροσθέτως οιασδήποτε ετέρας ποινής, να διατάξη την αποστέρησιν του καταδικασθέντος προσώπου της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδειαν οδηγήσεως μηχανοκινήτου οχήματος, ή την απαγόρευσιν της κυκλοφορίας του οχήματος του χρησιμοποιηθέντος διά την διάπραξιν του αδικήματος ή αμφότερα, διά τοσούτον χρονικόν διάστημα, ως το Δικαστήριον ήθελεν αποφασίσει.

(2) Επί εκδόσεως οιουδήποτε διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριον διατάσσει όπως σημειωθή η διαταχθείσα ανικανότης επί της αδείας οδηγήσεως του καταδικασθέντος προσώπου ή της αδείας κυκλοφορίας του οχήματος αναλόγως της περιπτώσεως.

Ειδικές διατάξεις για οδηγούς

23. Απαγορεύεται η απασχόληση οποιουδήποτε προσώπου ως οδηγού οχημάτων δημόσιας χρήσης στο οποίο παραχωρήθηκε άδεια για εκτέλεση μεταφοράς επιβατών ή άδεια διεθνών μεταφορών, εκτός αν το πρόσωπο τούτο είναι κάτοχος ισχύουσας επαγγελματικής άδειας οδηγού που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις του περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμου του 1989.

Επιβολή διοικητικού προστίμου

23Α.-(1) Ανεξάρτητα εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης δυνάμει άλλης νομικής διάταξης, η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να επιβάλει για παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 5, διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της βεβαιούμενης παράβασης, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ότι πρόσωπο παραβιάζει οποιεσδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλονται δυνάμει του προαναφερόμενου εδαφίου.

(2) Παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 5 διαπιστώνεται εφόσον Επόπτης ή Ελεγκτής, ευλόγως, διαπιστώσει ότι διενεργείται μεταφορά επιβάτη με όχημα για το οποίο δεν υφίσταται έγκυρη και ισχύουσα άδεια οδικής χρήσης όπως καθορίζεται στις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 5 σε συνδυασμό με ένα ή περισσότερα εκ των ακόλουθων γεγονότων, δεδομένων, πράξεων ή ενεργειών:

(α) Διενεργείται πληρωμή  από τον επιβάτη προς τον οδηγό ή διαπιστώνεται ότι έχει διενεργηθεί πληρωμή πριν ή μετά τη μεταφορά:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, εκ πρώτης όψεως εύλογη διαπίστωση θεωρείται η ύπαρξη απόδειξης ή τιμολογίου πληρωμής ή οποιαδήποτε μορφή ηλεκτρονικής πληρωμής για τον σκοπό αυτό.

(β) γίνεται παραδοχή, από τον επιβάτη, ότι η μεταφορά γίνεται με μίσθωση ή με αμοιβή·

(γ) ο οδηγός αναμένει επιβάτη σε σημείο εισόδου της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των αερολιμένων ή των λιμένων, χρησιμοποιώντας μέσα για να τον αναγνωρίσει, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν την ανάρτηση πινακίδας με το όνομα ή άλλο χαρακτηριστικό που προσδιορίζει τον επιβάτη και στη συνέχεια ο οδηγός να συνοδεύει τον επιβάτη σε όχημα με σκοπό την αναχώρησή του από το σημείο εισόδου.

(δ) επιβάτης μεταφέρεται και ο οδηγός, κατά τη λήξη της μεταφοράς, προβαίνει σε ενέργειες ως να προσφέρει επαγγελματικές υπηρεσίες, οι οποίες δύναται να περιλαμβάνουν άνοιγμα της πόρτας για αποβίβαση του επιβάτη ή/ και μεταφορά αποσκευών.

(ε) δεν υπάρχει συγγενική, φιλική ή άλλη οικεία σχέση μεταξύ του επιβάτη και του οδηγού:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, εκ πρώτης όψεως εύλογη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει συγγενική, φιλική ή άλλη οικεία σχέση μεταξύ του επιβάτη και του οδηγού θεωρείται η μη γνώση βασικών στοιχείων του οδηγού εκ μέρους του επιβάτη, όπως το όνομα, το επίθετο ή την καταγωγή του οδηγού, τα οποία διαπιστώνονται από Επόπτη ή Ελεγκτή.

(στ) οδηγός διενεργεί, επαναλαμβανόμενα, δρομολόγια προς και από σημείο εισόδου της Δημοκρατίας ή άλλα σημεία ή/ και τοποθεσίες συγκέντρωσης κοινού, όπως σταθμούς μετεπιβίβασης επιβατών λεωφορείων και μεγάλα εμπορικά κέντρα, μεταφέροντας επιβάτες:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, εκ πρώτης όψεως εύλογη διαπίστωση ως προς το επαναλαμβανόμενο της ενέργειας θεωρείται η διαπίστωση από Επόπτη ή Ελεγκτή, ότι –

(i) κατά τη διάρκεια μιας μέρας, το ίδιο πρόσωπο ή το ίδιο όχημα διενεργεί πέραν των δύο (2) μεταφορών προς ή από το ίδιο σημείο, και

(ii) το ίδιο πρόσωπο ή το ίδιο όχημα διενεργεί μεταφορές προς ή από το ίδιο σημείο, τις αμέσως προηγούμενες εβδομάδες:

Νοείται περαιτέρω ότι, η διαπίστωση από Επόπτη ή Ελεγκτή δύναται να προέλθει από δική του παρατήρηση την οποία καταγράφει και αρχειοθετεί ή από πληροφορία από Αστυνομικό ή από τεκμηριωμένη καταγγελία από τρίτο πρόσωπο.

(3)(α) Το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση η οποία διαπιστώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καθορίζεται ως ακολούθως:

(i) επτακόσια πενήντα ευρώ (€750) στον οδηγό του οχήματος·

(ii) χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500) στο πρόσωπο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο το όχημα ή σε περίπτωση που το όχημα είναι εκμισθούμενο με βάση τις διατάξεις του περί της Εκμίσθωσης Οχημάτων Χωρίς Οδηγό Νόμου, στο πρόσωπο που καθορίζεται ως μισθωτής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 του εν λόγω Νόμου·

(iii) χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500) σε κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί ως μεσάζων για την τέλεση της πράξης, περιλαμβανομένων γραφείων ταξί, τουριστικών γραφείων, ξενοδοχειακών μονάδων και διαχειριστών ηλεκτρονικών πλατφόρμων και εφαρμογών·

(β) Τα ποσά που αναφέρονται στις διατάξεις των υποπαραγράφων (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (α) επιβάλλονται για την πρώτη φορά που διαπιστώνεται οποιαδήποτε παράβαση και διπλασιάζονται σε περίπτωση που διαπιστωθεί οποιαδήποτε νέα παράβαση με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εντός δύο (2) ετών από τη διαπίστωση της πρώτης παράβασης και τετραπλασιάζονται σε περίπτωση που διαπιστωθεί, εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος, οποιαδήποτε νέα παράβαση με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

(4) Ο Επόπτης ή ο Ελεγκτής με τη διαπίστωση της παράβασης και πριν επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, συντάσσει επί τόπου και επιδίδει, ανάλογα, στον οδηγό και στα πρόσωπα που αναφέρονται στις διατάξεις των υποπαραγράφων (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (3), Ειδοποίηση Διαπίστωσης Παράβασης, όπως προβλέπεται στο Παράρτημα Ι, στην οποία καταγράφεται η διαπίστωση της παράβασης, καθώς και η πρόθεση του Επόπτη ή Ελεγκτή να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντας τον οδηγό ή/ και το πρόσωπο για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σ΄ αυτούς το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης.

(5) Σε περίπτωση που η κατά τις διατάξεις του εδαφίου (4) προθεσμία παρέλθει χωρίς να έχουν υποβληθεί παραστάσεις όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εν λόγω εδαφίου ή εάν, εντός της προθεσμίας αυτής, ο παραβάτης αποτύχει να παρουσιάσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν διέπραξε τη σχετική παράβαση, τότε ο Επόπτης ή Ελεγκτής συντάσσει Πράξη Επιβολής Διοικητικού Προστίμου, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ, την οποία αποστέλλει στον παραβάτη, όχι αργότερα από την επόμενη εργάσιμη ημέρα, με συστημένη επιστολή, η λήψη της οποίας βεβαιώνεται με τη σχετική απόδειξη παραλαβής.

(6) Ο παραβάτης στον οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) οφείλει να καταβάλει στο πλησιέστερο Επαρχιακό Γραφείο του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία της Πράξης Επιβολής Διοικητικού Προστίμου, το πρόστιμο, ανεξάρτητα εάν έχει λόγους να αρνηθεί την παράβαση.

(7) Σε περίπτωση κατά την οποία ο παραβάτης αρνείται ότι έχει διαπράξει την παράβαση, την οποία ο Επόπτης ή Ελεγκτής έχει διαπιστώσει, υποβάλλει γραπτή ένσταση στην αρχή αδειών.

(8) Η αρχή αδειών εξετάζει την ενώπιον αυτής ένσταση η οποία προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (7) και αφού ακούσει τους ενδιαφερόμενους ή δώσει την ευκαιρία σε αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους αποφασίζει ανάλογα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η ένσταση γίνεται αποδεκτή από την αρχή αδειών ολόκληρο το ποσό του διοικητικού προστίμου επιστρέφεται στον ενδιαφερόμενο.

(9) Η απόφαση επί της ενστάσεως που προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

(10) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των διοικητικών προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας η οποία καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6), λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Κανονισμοί

24.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς διά την καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Ειδικώτερον και άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1) οι Κανονισμοί ούτοι δύνανται να προνοώσι περί απάντων ή περί τινων των ακολούθων ζητημάτων:

(α) Περί του καθορισμού παντός ζητήματος ή τέλους, όπερ δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού˙

(β) περί της ρυθμίσεως της παροχής αδειών δυνάμει του παρόντος Νόμου, της ακολουθητέας διαδικασίας των κατηγοριών των διαφόρων αδειών και των όρων οίτινες δυνατόν να επιβληθώσιν επί τινος αδείας και της επιβολής τέλους δι’ εκάστην άδειαν δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

(γ) περί του καθορισμού του τύπου των δυνάμει του παρόντος Νόμου απαιτουμένων αιτήσεων, δελτίων, καταλόγων και ετέρων εγγράφων˙

(δ) περί της ρυθμίσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κατόχων αδείας οδικής χρήσεως και της συμπεριφοράς των οδηγών και επιβατών παντός οχήματος εις ο παρεσχέθη άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

(ε) περί της μεταφοράς επιβατών, των αποσκευών και αγαθών αυτών επί παντός οχήματος εις ο παρεσχέθη άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

(στ) περί της τηρητέας διαδικασίας αναφορικώς προς την άσκησιν και εξέτασιν ιεραρχικών προσφυγών και της επιβολής τέλους δι’ εκάστην τοιαύτην προσφυγήν˙

(ζ) περί του καθορισμού του τύπου των μηχανοκινήτων οχημάτων δι’ α απαιτείται άδεια οδικής χρήσεως δυνάμει του παρόντος Νόμου και του τρόπου καθ’ ον ταύτα δέον να είναι κατεσκευασμένα ή διεσκευασμένα, περιλαμβανομένου του καθορισμού των εξαρτημάτων και συσκευών μετά των οποίων δέον τα τοιαύτα οχήματα να είναι εφωδιασμένα.

(3) Κανονισμοί γινόμενοι επί τη βάσει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν εντός τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντας Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύι από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ’ αυτής και τίθενται εν ισχύι από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.

  • 9/1982
  • ΔΙΟΡΘ/I/1765/27.3.82
  • 84/1984
Προσωριναί διατάξεις

25. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή παντός ετέρου οικείου νόμου ή κανονισμών, η αρχή αδειών δύναται, διαρκούσης της εκρύθμου καταστάσεως, όπως χορηγή προσωρινάς αδείας διά τοιαύτην οδικήν χρήσιν οίαν ήθελεν υπό τας περιστάσεις κρίνει πρέπουσαν, διά χρονικόν διάστημα καθοριζόμενον υπ’ αυτής, εις οχήματα άτινα λόγω της εκρύθμου καταστάσεως δεν δύνανται να εκτελούν την οδικήν χρήσιν εν σχέσει προς την οποίαν εχορηγήθη άδεια δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων:

Νοείται ότι παν όχημα όπερ, προ της εκρύθμου καταστάσεως είχεν άδειαν δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων δι’ οιανδήποτε οδικήν χρήσιν, θα θεωρήται ως έχον την τοιαύτην άδειαν και μετά την λήξιν της εκρύθμου καταστάσεως:

Noείται περαιτέρω ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η αρχή αδειών δύναται διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης να χορηγεί σε μη εγγεγραμμένα μηχανοκίνητα οχήματα, που έχουν αποκτήσει άδεια οδικής χρήσης για καθορισμένη περίοδο και καθορισμένο σκοπό, δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης της παραγράφου (1) του Κανονισμού 4 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών, προσωρινές άδειες για τέτοια οδική χρήση και υπό τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει υπό τις περιστάσεις και για τέτοιο χρονικό διάστημα όπως ήθελε θεωρήσει πρέπον.

Καταργήσεις και επιφυλάξεις

26.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, οι περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμοι του 1964 έως 1975 διά του παρόντος καταργούνται.

(2) Οι περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Κανονισμοί του 1964 έως του 1978, οι εκδοθέντες δυνάμει του άρθρου 15 των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων, μέχρις ου τροποποιηθώσιν ή ανακληθώσι διά Κανονισμών εκδοθησομένων δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, λογίζονται ως εκδοθέντες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θα τυγχάνωσιν εφαρμογής κατά τον αυτόν τρόπον, ως εάν είχον εκδοθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(3) Οσάκις παρίσταται ανάγκη όπως υποβληθή, γίνη ή εκδοθή οιαδήποτε αίτησις, άδεια ή ετέρα πράξις προς εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου, περί ων ουδείς τύπος προβλέπεται εν τοις διατηρουμένοις εν ισχύι δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου Κανονισμοίς, ή η χρήσις του προβλεπομένου τύπου δεν ενδείκνυται υπό τας περιστάσεις, ο Υπουργός δύναται να καθορίση έτερον τινα τύπον ή να επιφέρη τοιαύτας τροποποιήσεις επί των εν τοις Κανονισμοίς καθοριζομένων τοιούτων ίνα, κατά την κρίσιν αυτού, αντιμετωπισθή η περίστασις.

(4) Πάσα απόφασις, πράξις ή έγκρισις εκδοθείσα υφ’ οιασδήποτε αρχής ή προσώπου δυνάμει των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων ή των δυνάμει τούτων εκδοθέντων Κανονισμών λογίζονται ως εκδοθείσαι δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(5) Παν μηχανοκίνητον όχημα αναφορικώς προς το οποίον υφίσταται κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου εν ισχύι άδεια, χορηγηθείσα δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων, θα θεωρήται ως έχον άδειαν οδικής χρήσεως δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θα συνεχίση έχον τοιαύτην άδειαν τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου.