ΜΕΡΟΣ VII ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αδικήματα και ποινές

27.-(1) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή ανέχεται, βοηθεί, συμβουλεύει ή εξωθεί άλλο να παραβεί οποιαδήποτε από τις επιτακτικές ή απαγορευτικές διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Διαταγμάτων που αφορούν την προστασία και ευημερία των ζώων ή οποιοδήποτε όρο άδειας ή έγκρισης που χορηγήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές και, σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Ανεξάρτητα από την επιβολή των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) ποινών, το εκδικάζον δικαστήριο μπορεί επιπρόσθετα να στερήσει, για όσο χρονικό διάστημα θεωρεί αναγκαίο, τον καταδικασθέντα του δικαιώματος να αποκτήσει, κατέχει ή ανανεώσει οποιαδήποτε άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του δικαιώματος να διατηρεί, συντηρεί, επιβλέπει, κατέχει, χρησιμοποιεί, εμπορεύεται, κυνηγά ή αλιεύει ζώα κατά την έννοια του παρόντος Νόμου. Σε τέτοια περίπτωση, αν το καταδικαζόμενο πρόσωπο έχει στην ιδιοκτησία, κατοχή ή φύλαξη του τέτοια ζώα, το δικαστήριο διατάσσει όπως αυτά σφαγούν, πωληθούν ή άλλως πως διατεθούν μέσα σε τέτοια τακτή προθεσμία όπως το δικαστήριο θα ορίσει στο διάταγμα του.

(3) Σε περίπτωση μη οικειοθελούς συμμόρφωσης του καταδικαζόμενου προσώπου με το διάταγμα του δικαστηρίου, τούτο εκτελείται από την αρμόδια αρχή και, αν χρειασθεί, με τη συνδρομή των αστυνομικών αρχών.

(4) Τα έξοδα εκτέλεσης του διατάγματος του δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), βαρύνουν το καταδικαζόμενο πρόσωπο και απαιτούνται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

(5) Δικαστήριο το οποίο έχει διατάξει στέρηση οποιουδήποτε δικαιώματος σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), εφόσον το θεωρεί σκόπιμο, μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της διαταγής αυτής για όσο χρόνο εκκρεμεί έφεση εναντίον της απόφασης του.

Αδικήματα και ποινές αναφορικά με σχετικούς Κοινοτικούς Κανονισμούς και σχετικές Κοινοτικές Αποφάσεις

27Α-(1) Οποιοσδήποτε παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με διάταξη Κοινοτικού Κανονισμού ή Κοινοτικής Απόφασης-

(α) Που αναφέρεται στην Πρώτη Στήλη του Παραρτήματος Ι, και

(β) αναφορικά με την οποία καθορίζεται αντίστοιχα κλίμακα ποινών  στη Δεύτερη Στήλη του ίδιου Παραρτήματος, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε οποιαδήποτε από τις ποινές οι οποίες εμπίπτουν σε τέτοια κλίμακα ποινών, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) και στο Παράρτημα II, με την επιφύλαξη τυχόν σχετικών διατάξεων της προαναφερόμενης Δεύτερης Στήλης του Παραρτήματος Ι.

(2) Έκαστη κλίμακα ποινών η οποία αναφέρεται στην Πρώτη Στήλη του Παραρτήματος ΙΙ περιλαμβάνει τις ποινές που καθορίζονται αντίστοιχα στη Δεύτερη Στήλη του ιδίου Παραρτήματος.

Ποινική ευθύνη αξιωματούχων νομικών προσώπων

28. Όταν αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, το οποίο έχει διαπραχθεί από νομικό πρόσωπο, αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή ανοχή, ή ότι οφείλεται σε αμέλεια, οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου, ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος αυτού και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα.

Διαγράφηκε

29. [Διαγράφηκε].

Υπερασπίσεις

30. Σε ποινική διαδικασία για αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει ότι κατά τη διάπραξη του αδικήματος-

(α) Τελούσε σε υπαλληλική σχέση προς εργοδότη, και

(β) ενήργησε καλόπιστα υπακούοντας σε οδηγίες ή εντολές που του δόθηκαν από ή εκ μέρους του εν λόγω εργοδότη.

Διοικητικό πρόστιμο

30Α-(1) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι πρόσωπο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με -

(α) διάταξη Κοινοτικού Κανονισμού ή Κοινοτικής Απόφασης που αναφέρεται στην Πρώτη Στήλη του Παραρτήματος I και αναφορικά με την οποία καθορίζεται αντίστοιχα κλίμακα διοικητικών προστίμων στην Τρίτη Στήλη του ίδιου Παραρτήματος, ή

(β) διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Διαταγμάτων,

δύναται να επιβάλει στο πρόσωπο αυτό-

(αα) διοικητικό πρόστιμο, στην περίπτωση της παραγράφου (α), το οποίο εμπίπτει σε τέτοια κλίμακα διοικητικών μέτρων, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) και στο Παράρτημα III, ή

(ββ) διοικητικό πρόστιμο, στην περίπτωση της παραγράφου (β), μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00),

ανάλογα με την φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.

(2) Έκαστη κλίμακα διοικητικών προστίμων η οποία αναφέρεται στην Πρώτη Στήλη του Παραρτήματος ΙΙΙ περιλαμβάνει οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο που καθορίζεται αντίστοιχα στη Δεύτερη Στήλη του ιδίου Παραρτήματος.

(3) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής ειδοποιεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή του να του επιβάλει τέτοιο διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντάς το για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης αε αυτό της ειδοποίησης για την πρόσθεση επιβολής του διοικητικού προστίμου.

(4) Ο Διευθυντής επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1) με αιτιολογημένη απόφασή του-

(α) Η οποία καθορίζει την παράβαση ή την παράλειψη συμμόρφωσης της σχετικής διάταξης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών ή Διαταγμάτων ή Κοινοτικού Κανονισμού ή Κοινοτικής Απόφασης· και

(β) την οποία κοινοποιεί  στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.

(5) Ο Υπουργός έχει εξουσία να καθορίζει με γραπτές οδηγίες του προς το Διευθυντή τα κριτήρια υπολογισμού του κατά περίπτωση επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να επηρεάζει τη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, την οποία ασκεί εντός των πλαισίων των οδηγιών του Υπουργού, να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.

(6) Πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δικαιούται, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτό της απόφασης περί επιβολής του διοικητικού προστίμου, να προσβάλει την απόφαση με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό.

(7)  Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή, δυνάμενος να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει περαιτέρω γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή και αποφασίζει και κοινοποιεί την απόφασή του σε αυτόν. Ο Υπουργός έχει εξουσία να -

(α) Επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση· ή

(β) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση· ή

(γ) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση· ή

(δ)προβεί σε έκδοση νέας απόφασης, σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.

(7Α) Το ποσό του επιβληθέντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος  άρθρου, διοικητικού προστίμου εισπράττεται από το Διευθυντή, μόνο εφόσον παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης περί επιβολής του διοικητικού προστίμου στον επηρεαζόμενο, ενώ, σε περίπτωση που, σύμφωνα με το εδάφιο (6), έχει ασκηθεί προσφυγή στον Υπουργό, από την κοινοποίηση της επί της τοιαύτης προσφυγής απορριπτικής απόφασης του Υπουργού και της από της ημερομηνίας αυτής παρέλευσης περαιτέρω εβδομήντα πέντε (75) ημερών προς άσκηση προσφυγής ενώπιον Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(8) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Διευθυντής λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Εξουσίες αρμόδιας αρχής και αστυνομικών αρχών

31.-(1) Για σκοπούς εφαρμογής και ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και Διαταγμάτων, η αρμόδια αρχή και οι αστυνομικές αρχές, από κοινού ή ξεχωριστά, έχουν εξουσία να προβαίνουν σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

(α) Να εισέρχονται σε οποιαδήποτε υποστατικά στα οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διατηρούνται, εκτρέφονται, σφάζονται ή περιθάλπονται οποιαδήποτε ζώα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και Διαταγμάτων

(β) κατά την είσοδο τους σε υποστατικά, να συνοδεύονται από ειδήμονες ή άλλα πρόσωπα που θεωρούν αναγκαία στην εκτέλεση των καθηκόντων τους

(γ) να επιθεωρούν, εξετάζουν και ελέγχουν οποιαδήποτε ζώα ή οποιεσδήποτε εγκαταστάσεις και εξοπλισμούς που βρίσκονται στα υποστατικά στα οποία εισέρχονται και να προβαίνουν σε τέτοιες έρευνες και λήψη φωτογραφιών οι οποίες κρίνονται απαραίτητες για τη διαπίστωση διάπραξης αδικήματος ή παράβασης δυνάμει του παρόντος Νόμου

(δ) να ζητούν από τον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχο των υποστατικών την παρουσίαση για επιθεώρηση οποιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων τα οποία έχουν εύλογη αιτία να πιστεύουν ότι περιέχουν πληροφορίες σχετικές με το σκοπό της έρευνας που διεξάγουν

(ε) να ζητούν-

(i) Από τον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχο των υποστατικών, ή

(ii) από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στα υποστατικά κατά την είσοδο τους, ή

(iii) από οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχουν εύλογη αιτία να πιστεύουν ότι έχει απασχοληθεί στα υποστατικά ή είχε σχέση με τις διεξαγόμενες σ’ αυτά δραστηριότητες οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τριών μηνών,

να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες που μπορεί να έχει ή στις οποίες έχει πρόσβαση και που είναι σχετικές με το σκοπό της διερεύνησης που διεξάγουν

(στ) να παίρνουν από τα υποστατικά και να μεταφέρουν οποιοδήποτε ζώο, αντικείμενο ή δείγμα οποιασδήποτε ουσίας που δυνατόν να απαιτείται για σκοπούς περαιτέρω διερεύνησης ή μαρτυρίας για τη χρησιμοποίηση τους σε ποινική διαδικασία ή

(ζ) να προβαίνουν σε συντηρητική κατάσχεση και/ή κατακράτηση οποιουδήποτε ζώου σε σχέση με το οποίο υπάρχει εύλογη υποψία ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, με σκοπό την προσωρινή ανάθεση της φροντίδας του σε άλλο υποστατικό υπό την ευθύνη κατάλληλου κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής προσώπου μέχρις ότου η τύχη του ζώου και οι δαπάνες συντήρησης του αποφασιστούν οριστικά από το δικαστήριο που εκδικάζει το σχετικό αδίκημα

(η) αν η κατάσχεση και/ή κατακράτηση του ζώου δυνάμει της παραγράφου (ζ) είναι πρακτικά αδύνατη, να θέτουν υπό τον αποκλειστικό έλεγχο τους το συγκεκριμένο υποστατικό ή μέρος αυτού με σκοπό την προσωρινή ανάθεση της επί τόπου φροντίδας του ζώου σε κατάλληλο κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής πρόσωπο, μέχρις ότου η τύχη αυτού και οι δαπάνες συντήρησης του αποφασιστούν οριστικά από δικαστήριο που εκδικάζει το σχετικό αδίκημα

Νοείται ότι, αν το εν λόγω ζώο βρίσκεται σε μη αναστρέψιμη κακή κατάσταση υγείας, ώστε οποιαδήποτε προσπάθεια παράτασης ή διατήρησης αυτού εν ζωή θα ήταν ασυμβίβαστη με ένα εύλογα αποδεκτό επίπεδο ευημερίας του ζώου, ή θα αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια ανθρώπων ή άλλων ζώων, η αρμόδια αρχή δύναται, κατόπιν κοινής εισήγησης δύο κτηνιατρικών λειτουργών του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, να διατάξει την άμεση θανάτωση του ζώου, με τη χρήση μιας από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους ευθανασίας

(θ) να προβαίνουν γενικά σε οποιαδήποτε άλλη πράξη ή ενέργεια που κρίνεται εύλογη και πρόσφορη για την εκπλήρωση των σκοπών του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και Διαταγμάτων.

(1α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή διαπιστώσει παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Διαταγμάτων από τον κύριο, κάτοχο ή φύλακα ζώου, έχει εξουσία να προβεί σε κατάσχεση του ζώου και σε ανάθεση της φροντίδας αυτού σε άλλο πλέον, κατά την κρίση της, κατάλληλο πρόσωπο.

(2) Πρόσωπο το οποίο-

(α) Εσκεμμένα παρεμποδίζει την αρμόδια αρχή ή τις αστυνομικές αρχές στην εκτέλεση ή άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών καθηκόντων ή εξουσιών τους ή

(β) εσκεμμένα παραλείπει να συμμορφωθεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα με οποιαδήποτε οδηγία ή απαίτηση που του δίδεται ή επιβάλλεται νόμιμα από την αρμόδια αρχή ή τις αστυνομικές αρχές σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή

(γ) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία την οποία εύλογα ζητά η αρμόδια αρχή ή οι αστυνομικές αρχές προς το σκοπό εκπλήρωσης των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών,

διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(3) Καμιά διάταξη του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι επιβάλλει σε πρόσωπο την υποχρέωση να απαντήσει σ’ οποιαδήποτε ερώτηση ή να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία με την οποία θα μπορούσε να αυτοενοχοποιηθεί.

(4) Για τους σκοπούς  του παρόντος άρθρου, ο όρος “υποστατικά” σημαίνει-

(α) Τόπο στον οποίο διεξάγεται οποιαδήποτε επιχείρηση, εμπόριο ή επάγγελμα που έχει σχέση με τη διατήρηση, εκτροφή, αναπαραγωγή, σφαγή, χρήση ζώων για εκπαιδευτικούς ή επιστημονικούς σκοπούς, ή περίθαλψη ζώων,

(β) τόπο στον οποίο φυλάσσονται οποιαδήποτε βιβλία ή άλλα έγγραφα που έχουν σχέση με τη διεξαγωγή επιχείρησης, εμπορίου ή επαγγέλματος όπως αναφέρεται στο (α) ανωτέρω,

(γ) τόπο στον οποίο διατηρούνται, εκτρέφονται, αναπαράγονται, σφάζονται, χρησιμοποιούνται για εκπαιδευτικούς ή επιστημονικούς σκοπούς, ή περιθάλπονται οποιαδήποτε ζώα,

(δ) κατοικία εφόσον οποιοδήποτε μέρος της χρησιμοποιείται για σκοπούς διεξαγωγής επιχείρησης, εμπορίου ή επαγγέλματος, όπως αναφέρεται στο (α) ανωτέρω, ή για σκοπούς διατήρησης ή εκτροφής οποιουδήποτε ζώου ή ζώων,

και για τους σκοπούς του όρου αυτού “τόπος” περιλαμβάνει όχημα, πλοίο ή αεροσκάφος.

Εντεταλμένοι κοινοτικοί λειτουργοί

31Α. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 175(I)/2020