ΜΕΡΟΣ II ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Εποπτική αρμοδιότητα Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

4.—(1) Η διοικητική εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ανατίθεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

(2) Η Επιτροπή εφορεύει τη λειτουργία των οργανισμών επενδύσεων, μεριμνά για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεών τους και γενικά φέρει την ευθύνη της παρακολούθησης της νομιμότητας των δραστηριοτήτων των οργανισμών αυτών προς το συμφέρον των μεριδιούχων και του επενδυτικού κοινού εν γένει.

(3) Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας σύστασης και λειτουργίας των οργανισμών επενδύσεων και για τη λήψη των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο μέτρων έναντι των οργανισμών αυτών σε περίπτωση παράβασης της ισχύουσας νομοθεσίας και των διατάξεων του Κανονισμού των αμοιβαίων κεφαλαίων ή των καταστατικών εγγράφων των Εταιρειών Επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου και για την άσκηση άλλων εξουσιών, προληπτικού ή κατασταλτικού ελέγχου κατά τα ειδικότερα σε επί μέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου οριζόμενα.

(4) Στα πλαίσια άσκησης της εποπτικής της αρμοδιότητας κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (2) και (3) του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή έχει εξουσία να εκδίδει και να εφορεύει την τήρηση Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος θέτει τις βασικές αρχές συμπεριφοράς που διέπουν τον τρόπο λειτουργίας των Εταιρειών Διαχειρίσεως των Αμοιβαίων Κεφαλαίων και των Εταιρειών Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου, εφόσον αυτές τελούν υπό διαχείριση, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους:

Νοείται ότι στους βασικούς στόχους του Κώδικα Δεοντολογίας περιλαμβάνονται η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, η αυτονομία της διαχείρισης ενός ΟΣΕΚΑ και του εμπιστευτικού χαρακτήρα των επενδυτικών αποφάσεων του, η οργάνωση και λειτουργία του δικτύου διάθεσης μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου κατά τρόπο που να προστατεύονται τα συμφέροντα των μεριδιούχων και η οργάνωση των εταιρειών διαχειρίσεως κατά τρόπο που να ενισχύεται η αποτελεσματικότητά τους και να υποβοηθείται η διενέργεια εσωτερικού ελέγχου.

Συνεργασία με αρμόδια εποπτικά όργανα της αλλαδαπής και ανακοίνωση πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως

5.—(1) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές επιφορτισμένες με την άσκηση ανάλογων αρμοδιοτήτων στην αλλοδαπή και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες προς άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες.

(2) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, μόνον εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος που εδρεύουν οι αρχές αυτές από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.

(3) Οι ανταλλασσόμενες κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού πληροφορίες είναι εμπιστευτικής φύσεως και δεν επιτρέπεται να κοινοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις ανακοίνωσε και στην περίπτωση αυτή μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

(4) Η ανακοίνωση από την Επιτροπή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δε συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 6.

Επαγγελματικό απόρρητο

6.—(1) Τα πρόσωπα, τα οποία ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα στην Επιτροπή σχετικά με την εποπτεία των οργανισμών επενδύσεων κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, το οποίο συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δύνανται να ανακοινώνονται μόνο σε άλλες αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες της Δημοκρατίας και στην Κεντρική Τράπεζα, εφόσον αναφέρονται σε θέματα που εμπίπτουν στις κατά νόμο αρμοδιότητές τους.

(2) Οι αρχές προς τις οποίες ανακοινώνονται εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

(3) Μέλος της Επιτροπής ή πρόσωπο που διατέλεσε μέλος της Επιτροπής και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο λαμβάνει γνώση, ένεκα της θέσης του ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, έχει υποχρέωση προς εχεμύθεια και οφείλει να τις χρησιμοποιεί αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του και να μην τις κοινοποιεί παρά στην έκταση που η κοινοποίηση επιβάλλεται δυνάμει νόμου ή δικαστικού διατάγματος ή στην έκταση που οι κοινοποιούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες στα πλαίσια διοικητικών προσφυγών που αφορούν στην άσκηση των καθηκόντων τους ή συνιστούν στοιχεία αποδεικτικά της τέλεσης ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος.

(4) Επιτρέπεται εν τούτοις η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα—

(α) Εφόσον η ανακοίνωση γίνεται υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, κατά τρόπο που να μην μπορεί να διακριβωθεί ο σχετικός οργανισμός επενδύσεων, Θεματοφύλακας ή Εταιρεία Διαχειρίσεων, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης·

(β) στα πλαίσια αστικής διαδικασίας σε περίπτωση πτώχευσης ή αναγκαστικής εκκαθάρισης οργανισμού επενδύσεων, Θεματοφύλακα ή Εταιρείας Διαχειρίσεων, νοουμένου ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν τρίτους που λαμβάνουν μέτρα διάσωσής τους.

Ποινικό και πειθαρχικό αδίκημα παραβίασης επαγγελματικού απορρήτου

7. Όποιος εν γνώσει του παραβιάζει την υποχρέωση προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 6, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές, προκειμένου δε περί δημόσιου υπαλλήλου, συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται μέχρι και με την ποινή της απόλυσής του από τη δημόσια υπηρεσία.