103.-(1) Οποιοδήποτε εμπόρευμα υπόκειται εις δήμευση δυνάμει της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας, είναι δυνατό να κατασχεθεί ως υποκείμενο εις δήμευση ή κατακρατηθεί από το Διευθυντή ή τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό:
(2) Όταν κατάσχεται ή κατακρατείται οποιοδήποτε εμπόρευμα ως υποκείμενο εις δήμευση δυνάμει της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας από πρόσωπο άλλο εκτός από τον Διευθυντή ήεξουσιοδοτημένο λειτουργό, το πρόσωπο αυτό οφείλει όπως τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού -
(α) το παραδώσει στο πλησιέστερο τελωνείο· ή
(β) εφόσον η παράδοση αυτή δεν είναι πρακτικά εφικτή, επιδώσει στο πλησιέστερο τελωνείο, γραπτή δηλοποίηση για την κατάσχεση ή κατακράτηση, με πλήρη στοιχεία, αναφορικά με το εμπόρευμα που έχει κατασχεθεί ή κατακρατηθεί.
(3) Όταν το πρόσωπο που προβαίνει στην κατάσχεση ή κατακράτηση εμπορεύματος, ως υποκείμενου εις δήμευση, είναι αστυνομικός και το εμπόρευμα αυτό είναι δυνατό να χρησιμεύσει σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, που αρχίζει δυνάμει οποιουδήποτε άλλου Νόμου, το εμπόρευμα που κατασχέθηκε ή κατακρατήθηκε μπορεί να παραμείνει στη φύλαξη της αστυνομίας, μέχρις ότου περατωθεί η διαδικασία αυτή ή ληφθεί απόφαση για τη μη έναρξή της:
Νοείται ότι -
(α) παρέχεται στο πλησιέστερο τελωνείο, γραπτή δηλοποίηση της κατάσχεσης ή κατακράτησης του εμπορεύματος και της απόφασης για την κατακράτησή του στη φύλαξη της αστυνομίας, με πλήρη στοιχεία για το κατασχεθέν εμπόρευμα·
(β) επιτρέπεται σε κάθε εξουσιοδοτημένο λειτουργό να εξετάσει το κατακρατηθέν ή κατασχεθέν και να το ελέγξει σε οποιοδήποτε χρόνο ενόσω αυτό βρίσκεται στη φύλαξη της αστυνομίας·
(γ) οι διατάξεις του άρθρου 170 της Ποινικής Δικονομίας δεν εφαρμόζονται σχετικά με το εμπόρευμα που κατασχέθηκε, σύμφωνα με το όπως αναφέρεται στο άρθρο αυτό.
(4) Τα εδάφια (2) έως (3) εφαρμόζονται σε κάθε εμπόρευμα το οποίο υπόκειται σε δασμό ή και φόρο, το οποίο ήθελε κατασχεθεί ως υποκείμενο εις δήμευση ή κατακρατηθεί από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από κάποιο εξουσιοδοτημένο λειτουργό, έστω και αν αυτό δεν κατασχέθηκε ως υποκείμενο εις δήμευση δυνάμει της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας.
(4Α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 70, σε περίπτωση κατακράτησης ή κατάσχεσης εμπορευμάτων, αυτά μεταφέρονται σε αποθήκη Δημοσίου.
(5) Η διαδικασία για την κατάσχεση και δήμευση εμπορευμάτων καθορίζεται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου.
104.-(1) Εμπορεύματα κατακρατούνται ή κατάσχονται ως υποκείμενα εις δήμευση σε περίπτωση -
(α) δόλιας αποφυγής καταβολής δασμού ή και φόρου·
(β) παράτυπης εισαγωγής τους στο τελωνειακό έδαφος της Δημοκρατίας·
(γ) παράτυπης εξαγωγής τους από το τελωνειακό έδαφος της Δημοκρατίας·
(δ) εισαγωγής ή εξαγωγής τους κατά παράβαση απαγορευτικής διάταξης ή περιορισμού που προβλέπονται από την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία·
(ε) μεταφοράς, απόκρυψης, φόρτωσης ή με άλλο τρόπο απομάκρυνσής τους από εγκεκριμένες αποθήκες, υποστατικά, τόπους ή χώρους υπό τελωνειακή επιτήρηση χωρίς την καταβολή των αναλογούντων δασμών ή και φόρων·
(στ) χρησιμοποίησής τους για τη μεταφορά, εναπόθεση ή απόκρυψη, ανάμειξη, συσκευασία εμπορευμάτων που υπόκεινται εις δήμευση, είτε κατά το χρόνο που αυτά υπόκειντο εις δήμευση είτε με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος·
(ζ) παράβασης όρων ή περιορισμών που επιβλήθηκαν από άδεια ή έγκριση του Διευθυντή που χορηγήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας·
(η) χρησιμοποίησης εγγράφου για τους σκοπούς της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας που είναι αναληθές σε οποιοδήποτε στοιχείο ή αναληθούς δηλώσεως που αφορούν τα εν λόγω εμπορεύματα·
(θ) εξεύρεσης κρυμμένου εμπορεύματος που υπόκειται σε δασμό ή και φόρο στις αποσκευές επιβάτη ή μεταφοράς του κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγορευτικής διάταξης ή περιορισμό που προβλέπεται από την άλλη νομοθεσία·
(ι) κατοχής, μεταγωγής, μεταφοράς, αποθήκευσης, στέγασης, φύλαξης, απόκρυψης, εμπορίας τους, όταν έχει ή πρόκειται να αποφευχθεί η καταβολή του δασμού ή και φόρου ή όταν αυτά παραβιάζουν απαγορευτική διάταξη ή περιορισμό που προβλέπεται από την άλλη νομοθεσία·
(ια) οποιασδήποτε παράβασης των διατάξεων της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας:
(2) Εμπορεύματα που κατακρατούνται ή κατάσχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) δυνατόν να εγκαταλειφθούν υπέρ του Δημοσίου από τον κάτοχο ή διασαφιστή ή άλλο πρόσωπο που φέρεται να έχει νόμιμο συμφέρον επί αυτών, με έξοδα του εν λόγω προσώπου:
105. Σε περίπτωση δήμευσης εμπορευμάτων, αυτά μεταφέρονται σε αποθήκη Δημοσίου και εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 72(2).
106. Σε περίπτωση που τελεί σε ισχύ απαγορευτική διάταξη ή περιορισμός δυνάμει της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας, όσον αφορά στην εξαγωγή ή επανεξαγωγή εμπορευμάτων ή εμπορευμάτων κάποιας ειδικής κλάσης ή κατηγορίας ή εμπορευμάτων με ειδικό προορισμό, τότε, αν κάποιο πρόσωπο πρόκειται να φορτώσει για εξαγωγή ή επανεξαγωγή οποιαδήποτε εμπορεύματα ή ανάλογα με την περίπτωση εμπορεύματα της εν λόγω κλάσης ή κατηγορίας και κατά τη διενέργεια της διασάφησης για τα εμπορεύματα αυτά πριν τη φόρτωση ή εξαγωγή ή επανεξαγωγή τους, προβαίνει σε δήλωση για τον τελικό προορισμό των εμπορευμάτων αυτών και ο Διευθυντής έχει υπόνοιες ότι η δήλωση είναι αναληθής σε κάποιο ουσιώδες σημείο της, τα εμπορεύματα δυνατό να κατακρατηθούν, μέχρις ότου ο Διευθυντής ικανοποιηθεί ότι η δήλωση είναι αληθής, σε αντίθετη δε περίπτωση, τα εμπορεύματα υπόκεινται εις δήμευση.
107.-(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, πλοίο καθαρής χωρητικότητας διακόσιων πενήντα τόνων και άνω, δεν υπόκειται εις δήμευση σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, παρά μόνο σύμφωνα με το άρθρο 110, εκτός αν το ποινικό αδίκημα για το οποίο ζητείται η δήμευση του πλοίου -
(α) ήταν ουσιαστικά ο αντικειμενικός σκοπός του πλου, κατά τη διάρκεια του οποίου διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα· ή
(β) διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της δίωξης του πλοίου από σκάφος που βρίσκεται στην υπηρεσία της Δημοκρατίας, αφού παράλειψε να σταματήσει, όταν κλήθηκε για το σκοπό αυτό από το υπό αναφορά σκάφος.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού κάποιο πλοίο λογίζεται ότι κλήθηκε κανονικά να σταματήσει -
(α) αν κληθεί για το σκοπό αυτό με διεθνή κώδικα σηματοδότησης ή άλλο αναγνωρισμένο μέσο από το υπό αναφορά σκάφος το οποίο είχε υψωμένη τη νόμιμη σημαία του· ή
(β) αν, όταν έγινε η κλήση, το πλοίο βρισκόταν εντός ακτίνας δώδεκα ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Δημοκρατίας.
(3) Η διάταξη για εξαίρεση από τη δήμευση πλοίων σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν επηρεάζει τη δυνατότητα δήμευσης των μεταφερόμενων από αυτό εμπορευμάτων.
108. Σε Στην περίπτωση κατά την οποία -
(α) κάποιο πλοίο είναι ή ήταν εντός των ορίων οποιουδήποτε λιμένα ή εντός ακτίνας δώδεκα ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Δημοκρατίας· ή
(β) αεροσκάφος είναι ή ήταν σε οποιοδήποτε μέρος εντός της Δημοκρατίας, σε ξηρά ή σε ύδατα, ή
(γ) όχημα είναι ή ήταν σε οποιοδήποτε μέρος εντός της Δημοκρατίας και
είναι κατασκευασμένο, προσαρμοσμένο, διασκευασμένο ή με οποιοδήποτε τρόπο συναρμολογημένο για απόκρυψη εισαγομένων εμπορευμάτων, το εν λόγω πλοίο ή αεροσκάφος ή όχημα αυτό υπόκειται εις δήμευση.
109.-(1) Αν οποιοδήποτε μέρος φορτίου πλοίου εκριφθεί από αυτό ή καταστραφεί με σκοπό την αποφυγή της κατάσχεσής του -
(α) ενόσω το πλοίο είναι σε ακτίνα δώδεκα ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Δημοκρατίας· ή
(β) σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της καταδίωξης πλοίου, που έχει κληθεί προσηκόντως από σκάφος που βρίσκεται στην υπηρεσία της Δημοκρατίας να σταματήσει τον πλουν του και δεν συμμορφωθεί,
το πλοίο υπόκειται εις δήμευση.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, κάποιο πλοίο λογίζεται ότι έχει κληθεί προσηκόντως να σταματήσει τον πλουν του -
(α) αν το πλοίο που το καλεί χρησιμοποιεί διεθνή κώδικα σημάτων ή άλλα αναγνωρισμένα μέσα και εφόσον φέρει ανυψωμένη τη νόμιμη σημαία του·
(β) αν κατά το χρόνο που έχει κληθεί το πλοίο βρισκόταν εντός ακτίνας δώδεκα μιλίων από τις ακτές της Δημοκρατίας.
110. Σε περίπτωση κατά την οποία πλοίο βρίσκεται στα όρια οποιουδήποτε λιμένα ή αεροσκάφος που βρίσκεται στη Δημοκρατία μεταφέρει πάνω σε αυτό φορτίο, και σημαντικό μέρος του φορτίου διαπιστώνεται μεταγενέστερα ότι ελλείπει, τότε αν ο πλοίαρχος ή ο κυβερνήτης του αεροσκάφους δεν δύναται να δώσει εξηγήσεις για τις απώλειες κατά τρόπο που να ικανοποιεί το Διευθυντή, το πλοίο ή αεροσκάφος υπόκειται εις δήμευση.
111. Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στη Δημοκρατία οποιοδήποτε ποσό δασμών ή φόρων και η άρνηση ή παράλειψη εξακολουθεί για διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα ημερών από την ημέρα που τα ποσά καθίστανται πληρωτέα, τότε αγαθά αξίας μέχρι το τριπλάσιο του οφειλόμενου ποσού, που βρίσκονται στην κατοχή ή υπό τη φύλαξη του προσώπου αυτού ή οποιουδήποτε αντιπροσώπου του ή άλλου προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του υπόκεινται εις δήμευση.
111Α.-(1) Σε περίπτωση που πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή καθυστερεί ή αμελεί να καταβάλει στον Διευθυντή το οφειλόμενο από αυτό ποσό δασμού ή και φόρων, το οποίο υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000), εξαιρουμένων δασμού ή και φόρων για τους οποίους-
(α) δεν έχουν παρέλθει οι προθεσμίες ή δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 112 του παρόντος Νόμου και στο άρθρο 146 του Συντάγματος· ή
(β) έχει παρασχεθεί εγγύηση για την καταβολή των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων ικανοποιούσα τον Διευθυντή,
ο Διευθυντής, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διάταξης οποιουδήποτε Νόμου, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης σε σχέση με την τήρηση τραπεζικού απορρήτου και κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δύναται να απευθύνεται σε πιστωτικά ιδρύματα με γραπτή, μηχανογραφημένη, ηλεκτρονική ή άλλως πως ειδοποίησή του και να ζητά την άμεση δέσμευση οποιουδήποτε ελεύθερου και διαθέσιμου ποσού που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο και που είναι κατατεθειμένο σε τραπεζικούς λογαριασμούς σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων, πλέον τόκους και επιβαρύνσεις.
(2) Απαγορεύεται η δέσμευση από τον Διευθυντή ελεύθερου και διαθέσιμου χρηματικού ποσού που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο, η οποία αφήνει στο σύνολο των τραπεζικών λογαριασμών του εν λόγω προσώπου ποσό λιγότερο από δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000).
(3) Σε περίπτωση που δεσμευμένο ποσό είναι κατατεθειμένο σε λογαριασμό του εν υπερημερία προσώπου, ο οποίος είναι κοινός με άλλο ή άλλα πρόσωπα, το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τα πρόσωπα αυτά για τη δέσμευση του ποσού.
(4) Σε περίπτωση που-
(α) πρόσωπο κριθεί ένοχο για το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 102Α του παρόντος Νόμου, ή
(β) δεν καταστεί δυνατή η είσπραξη των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων λόγω της μη δέσμευσης των οφειλόμενων ποσών,
το πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει στον Διευθυντή τα οφειλόμενα ποσά που, συνεπεία των πράξεων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 102Α, δεν κατέστη δυνατόν να εισπραχθούν.
(5) Σε περίπτωση δέσμευσης ποσού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το εν υπερημερία πρόσωπο έχει δικαίωμα εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της ενημέρωσής του για τη δέσμευση του ποσού-
(α) είτε να αποταθεί στο Διευθυντή με έγγραφη ειδοποίηση ένστασης προς επανεξέταση της δέσμευσης του ποσού και ο Διευθυντής αποφασίζει επί της ενστάσεως εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ένστασης.
(β) είτε να ζητήσει απευθείας από το Δικαστήριο με αίτησή του την έκδοση απόφασης για άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού,
υπό την προϋπόθεση ότι το εν υπερημερία πρόσωπο έχει αποδείξει ότι-
(i) κατέβαλε προηγουμένως τα οφειλόμενα ποσά δασμού ή και φόρων και δεν υφίσταται πλέον οφειλή· ή
(ii) δεν αποτελεί ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου· ή
(iii) η επιλογή της δήμευσης εμπορευμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 111 ή της εγγραφής εμπράγματου βάρους σε ακίνητη ιδιοκτησία που προβλέπεται στο άρθρο 111Β, θα του επέφερε λιγότερη δυσμένεια από το μέτρο που ο Διευθυντής επέλεξε να ακολουθήσει με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, χωρίς να καταστρατηγείται ο σκοπός της είσπραξης των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων:
(6) Σε περίπτωση που-
(α) η προβλεπόμενη στο εδάφιο (5) προθεσμία παρέλθει χωρίς την υποβολή ένστασης στον Διευθυντή ή την καταχώριση αίτησης στο Δικαστήριο, ή
(β) έχει υποβληθεί ένσταση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) και ο Διευθυντής απορρίψει την ένσταση και το εν υπερημερία πρόσωπο δεν έχει αιτηθεί στο Δικαστήριο ζητώντας την άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού εντός δεκαπέντε (15) ημερών, ή
(γ) έχει υποβληθεί αίτηση στο Δικαστήριο για άρση της δέσμευσης του δεσμευμένου ποσού και έχει εκδοθεί απόφαση που απορρίπτει εν όλω η εν μέρει τις αξιώσεις που εγείρονται στο πλαίσιο της αίτησης,
το πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν σχετικής ειδοποίησης του Διευθυντή, μεταβιβάζει το αντίστοιχο ποσό που διατηρούσε δεσμευμένο στο Πάγιο Ταμείο.
(7) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση για την άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού, ο Διευθυντής δίδει οδηγίες στο πιστωτικό ίδρυμα για άρση της δέσμευσης του αντίστοιχου ποσού.
(8) Το Δικαστήριο δεν δύναται, κατά την εξέταση της αίτησης για άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού, να εξετάζει τη νομιμότητα της οφειλής ή την ακρίβεια του οφειλόμενου ποσού.
(9) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν εισπράττει οποιαδήποτε τέλη από οποιοδήποτε πρόσωπο για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας δέσμευσης ποσού και της μεταβίβασης του δεσμευμένου ποσού στο Πάγιο Ταμείο.
(10) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι παντός προσώπου για τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(11) Ο Διευθυντής δύναται να καθορίζει με γνωστοποίησή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, λεπτομέρειες για τις ενέργειες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, τον τρόπο και τη διαδικασία μεταβίβασης του δεσμευμένου ποσού στο Πάγιο Ταμείο, τον τύπο της ειδοποίησης που αποστέλλει στα πιστωτικά ιδρύματα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), καθώς και οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική λεπτομέρεια χρήζει καθορισμού για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(12) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου-
“ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο” σημαίνει-
(α) κάθε χρηματικό πιστωτικό υπόλοιπο σε οποιοδήποτε λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα και δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε ποσό, το οποίο υπόκειται σε δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη επιβάρυνση ή ποσό επιταγής, η οποία εκκρεμεί προς εκκαθάριση ή ασφάλεια προς ικανοποίηση απαίτησης εκ δικαστικής αποφάσεως:
(β) το ποσό το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο σε λογαριασμό στο όνομά του εν υπερημερία προσώπου, περιλαμβανομένου λογαριασμού κοινού μετ’ άλλου ή άλλων προσώπων, στον οποίο το εν υπερημερία πρόσωπο έχει το δικαίωμα έναντι του πιστωτικού ιδρύματος για την απόδοση ολόκληρης της ποσότητας των χρημάτων χωρίς τη σύμπραξη των άλλων προσώπων, εξαιρουμένων λογαριασμών πελατών ή λογαριασμών τους οποίους το εν υπερημερία πρόσωπο δεδηλωμένα διατηρεί υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής, εμπιστευματοδόχος, κηδεμόνας, εντολοδόχος, συνέταιρος, μέλος της διοίκησης σωματείου, λέσχης, ιδρύματος ή άλλου οργανισμού με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, αντιπρόσωπος ή υπό οιανδήποτε άλλη ιδιότητα προς όφελος ή και διά λογαριασμό τρίτου προσώπου·
“πιστωτικό ίδρυμα” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου.
111Β.-(1) Σε περίπτωση που πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή καθυστερεί ή αμελεί να καταβάλει στο Διευθυντή το οφειλόμενο από αυτό ποσό δασμού ή και φόρων, το οποίο υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), εξαιρουμένων δασμού ή και φόρων για τους οποίους-
(α) δεν έχουν παρέλθει οι προθεσμίες ή δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 112 του παρόντος Νόμου και στο Άρθρο 146 του Συντάγματος· ή
(β) έχει παρασχεθεί εγγύηση για την καταβολή των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων ικανοποιούσα το Διευθυντή,
ο Διευθυντής δύναται να καταστήσει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία του προσώπου αυτού, αξίας μέχρι το διπλάσιο των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων πλέον τόκους και επιβαρύνσεις, η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομά του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ως εγγύηση για την πληρωμή οφειλόμενων δασμού ή και φόρων.
(2)(α) Η ακίνητη ιδιοκτησία καθίσταται ως εγγύηση για την πληρωμή των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων με την κατάθεση σημειώματος, στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της Επαρχίας όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία που ζητείται να επιβαρυνθεί, το οποίο είναι χρονολογημένο και υπογραμμένο από τον Διευθυντή ή από τον εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτό αντιπρόσωπό του, που αξιώνει όπως το συμφέρον του εν υπερημερία προσώπου επί της ακίνητης ιδιοκτησίας παραμείνει δεσμευμένο για την πληρωμή των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων.
(β) Η κατάθεση του σημειώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), συνιστά εγγραφή εμπράγματου βάρους επί της ακίνητης ιδιοκτησίας για σκοπούς του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.
(3) Ο Διευθυντής, αμέσως μετά την εγγραφή του εμπράγματου βάρους σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), επιδίδει έγγραφη ειδοποίηση προς το εν υπερημερία πρόσωπο για την εν λόγω εγγραφή.
(4) Σε περίπτωση που έχει εγγραφεί εμπράγματο βάρος σε ακίνητη ιδιοκτησία προσώπου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), το εν υπερημερία πρόσωπο έχει δικαίωμα εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της έγγραφης ειδοποίησης που λαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3)-
(α) είτε να αποταθεί στο Διευθυντή με έγγραφη ειδοποίηση ένστασης προς επανεξέταση της εγγραφής του εμπράγματου βάρους και ο Διευθυντής αποφασίζει επί της ενστάσεως εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ένστασης·
(β) είτε να αιτηθεί στο Δικαστήριο για έκδοση απόφασης άρσης της εγγραφής του εμπράγματου βάρους,
υπό την προϋπόθεση ότι το εν υπερημερία πρόσωπο έχει αποδείξει ότι-
(i) κατέβαλε προηγουμένως το οφειλόμενο ποσό δασμού ή και φόρων και δεν υφίσταται πλέον οφειλή∙ ή
(ii) η επιλογή οποιουδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 111 και 111Α θα του επέφερε λιγότερη δυσμένεια από το μέτρο που ο Διευθυντής επέλεξε να ακολουθήσει με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, χωρίς να καταστρατηγείται ο σκοπός της είσπραξης των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων:
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία ακίνητο αποκτάται από το δανειστή στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης, οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος βαρύνει το εν λόγω ακίνητο δυνάμει δικαστικής απόφασης ή των διατάξεων του άρθρου 111Β, μεταφέρεται επί του συγκεκριμένου ακινήτου κατά τη μεταβίβαση από τον δανειολήπτη στον δανειστή:
(α) Η εταιρεία είναι ή κατά πάσαν πιθανότητα θα είναι ανίκανη να αποπληρώσει τα χρέη της·
(β) δεν έχει εγκριθεί και δεν έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας οποιοδήποτε ψήφισμα αναφορικά με εκκαθάριση της εταιρείας· και
(γ) δεν έχει εκδοθεί διάταγμα για την εκκαθάριση της εταιρείας:
(α) τα χρέη της έχουν καταστεί πληρωτέα και η εταιρεία αδυνατεί να τα αποπληρώσει·
(β) η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της είναι χαμηλότερη από το ποσό των υποχρεώσεών της, λαμβανομένων υπόψη ενδεχόμενων μελλοντικών υποχρεώσεών της:
(α) Έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία·
(β) είναι αφερέγγυο·
(γ) δεν είναι πτωχεύσας ο οποίος δεν έχει αποκατασταθεί.
(6)(α) Κατά τη διάρκεια της ισχύος της εγγραφής του εμπράγματου βάρους, το συμφέρον του εν υπερημερία προσώπου επί της ιδιοκτησίας επιβαρύνεται με την πληρωμή των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων κατά προτεραιότητα έναντι όλων των χρεών ή υποχρεώσεων του εν υπερημερία προσώπου με τα οποία δεν επιβαρύνθηκε ειδικά η ιδιοκτησία πριν από την κατάθεση του σημειώματος του Διευθυντή.
(β) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μεταβίβαση ή υποθήκευση η οποία έγινε μετά την εγγραφή του εμπράγματου βάρους, η ιδιοκτησία ή το μέρος αυτής το οποίο θα ήταν αναγκαίο να πωληθεί προς ικανοποίηση των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων διατάσσεται από το Δικαστήριο σε οποιονδήποτε χρόνο, ενόσω η εγγραφή παραμένει σε ισχύ, να πωληθεί προς ικανοποίηση των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων:
(7) Οι διατάξεις των άρθρων 58 έως 72 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου αναφορικά με την εγγραφή δικαστικής απόφασης, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, για την εγγραφή του εμπράγματου βάρους από τον Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) και η εγγραφή του εμπράγματου βάρους λογίζεται ότι έχει το ίδιο αποτέλεσμα ως η εγγραφή δικαστικής απόφασης.