42.-(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν και εκπαιδεύουν, σε τακτική βάση, το προσωπικό τους που ενδέχεται να έρθει σε επαφή με θύματα και δυνητικά θύματα εμπορίας προσώπων, αναφορικά με την παρεμπόδιση και καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων, με τον εντοπισμό των θυμάτων και των δυνητικών θυμάτων, την εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων αυτών και την παροχή βοήθειας σε αυτά, ιδιαίτερα των παιδιών, και σε σχέση με τις διατάξεις και την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
(2) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με μη κυβερνητικούς οργανισμούς υποστήριξης θυμάτων, έτσι ώστε να δύναται να εξακριβωθεί η ταυτότητα των θυμάτων, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την ειδική κατάσταση των γυναικών και παιδιών θυμάτων.
(3) Οι διωκτικές αρχές, σε συνεργασία με όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες καθώς και με μη κυβερνητικούς οργανισμούς υποστήριξης θυμάτων και μετά από δικές τους εξετάσεις, προβαίνουν στη σύνταξη αξιολογήσεων κινδύνου σε όλα τα στάδια στήριξης των θυμάτων, από την αναγνώριση μέχρι τον επαναπατρισμό τους, βάσει των οποίων θα αποφασίζονται και τα μέτρα προστασίας των θυμάτων.
43.-(1) Τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο μέτρα προστασίας των θυμάτων και τα δικαιώματά τους εφαρμόζονται σε όλα τα θύματα, ανεξαρτήτως υπηκοότητας, πριν, κατά τη διάρκεια και για κατάλληλο χρονικό διάστημα μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας, έτσι ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 53, η παροχή συνδρομής και στήριξης σε θύμα, δεν εξαρτάται από την προθυμία του να συνεργαστεί σε ποινική έρευνα, δίωξη ή δίκη.
44.-(1) Στην περίπτωση που εμπλεκόμενη υπηρεσία ή μη κυβερνητικός οργανισμός κρίνει ή έχει βάσιμες υποψίες ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ενδέχεται να είναι θύμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το παραπέμπει ή/και ενημερώνει σχετικά τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας οι οποίες το ενημερώνουν αρχικά για τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που έχει δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας δίνουν σε κατανοητή στο εν δυνάμει θύμα γλώσσα τις πληροφορίες που χρειάζονται για την προστασία των συμφερόντων τους ως θύματα, οι οποίες μπορεί, όπου είναι δυνατό, να δίνονται και γραπτώς, και οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα-
(α) Το όνομα των κρατικών υπηρεσιών ή μη κυβερνητικών οργανώσεων στις οποίες μπορούν να προσφεύγουν για να τους παραχωρηθεί υποστήριξη∙
(β) το είδος της υποστήριξης που δικαιούνται να λάβουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και πληροφορίες αναφορικά με την προθεσμία περίσκεψης και ανάκαμψης και την προστασία τους από την απέλαση, όπου αυτό εφαρμόζεται, κατά την εν λόγω περίοδο∙
(γ) τη διαδικασία αναγνώρισής τους ως θύματα και όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με την υποβολή καταγγελίας εναντίον των δραστών των αδικημάτων στις διωκτικές αρχές·
(δ) τους όρους και τη διαδικασία, βάσει των οποίων μπορούν να απολαύουν ασφάλειας και προστασίας∙
(ε) το βαθμό και τους όρους βάσει των οποίων τους παρέχονται νομικές συμβουλές, από ποιους παρέχονται τέτοιες συμβουλές ή/και νομική αρωγή σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ∙
(στ) πληροφορίες αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας δυνάμει των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όπου αυτό εφαρμόζεται·
(ζ) πληροφορίες για τη διαδικασία αποζημίωσης.
(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) ενημέρωση δύναται να ανατεθεί από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας σε μη κυβερνητικό οργανισμό με τη σύναψη πρωτοκόλλου συνεργασίας.
45.-(1) Μετά την ενημέρωση του εν δυνάμει θύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, γίνεται αναφορά της υπόθεσής του στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας.
(2) Εφόσον η Αστυνομία, αναγνωρίσει οποιοδήποτε πρόσωπο ως θύμα, ενημερώνει αμέσως το ίδιο το θύμα ή τον εκπρόσωπό του και τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, οι οποίες μεριμνούν για την πρόσβαση του θύματος στα δικαιώματά του.
(3) Η Αστυνομία δύναται κατόπιν σχετικής αξιολόγησης κινδύνου να παραπέμψει στο καταφύγιο θυμάτων των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας πρόσωπο το οποίο θεωρείται ως πιθανό θύμα μέχρι της περάτωσης της σχετικής διαδικασίας αναγνώρισής του.
(4) Η Αστυνομία μετά την αναγνώριση του θύματος παρέχει στο θύμα εξατομικευμένη αξιολόγηση από ειδικευμένο προσωπικό, και ετοιμάζει σχετική αναφορά που παραδίνεται στον ανακριτή της υπόθεσης.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 53, κάθε θύμα έχει προθεσμία περίσκεψης τουλάχιστον ενός μηνός για να λάβει ενημερωμένη απόφαση κατά πόσο επιθυμεί να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές για τη δίωξη των δραστών των αδικημάτων δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(6) Σε κάθε περίπτωση προτεραιότητα έχει η παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών και προστασίας στο θύμα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οι διωκτικές αρχές δύνανται να προσεγγίζουν το θύμα για να διαπιστώσουν κατά πόσο είναι πρόθυμο να συνεργαστεί με αυτές, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή/και τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας ή/και μη κυβερνητικούς οργανισμούς.
(7) Κατά τα στάδια που αναφέρονται στα εδάφια (1) έως (6) του παρόντος άρθρου, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες καθώς και οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί, όπου αυτό εφαρμόζεται, έχουν υποχρέωση να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του θύματος και τη διαδικασία αναγνώρισής του.
46.-(1) Κατά τη διαδικασία αναγνώρισης από το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 30 και παρέχονται οι πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 33, εφόσον το εν δυνάμει θύμα αναγνωριστεί ως θύμα κατά την έννοια του παρόντος Νόμου.
(2) Η συνέντευξη πραγματοποιείται σε γλώσσα που κατανοεί το θύμα και με τη δωρεάν βοήθεια διερμηνέα, όπου αυτό είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η δέουσα επικοινωνία με το θύμα.
(3) Εφόσον το εν δυνάμει θύμα είναι παιδί ή ασυνόδευτο παιδί, στη συνέντευξη που πραγματοποιείται για την αναγνώρισή του ως θύμα, παρίσταται πάντοτε και ο νόμιμος κηδεμόνας του ή ο διορισμένος από το Δικαστήριο Επίτροπος ή ο νομικός του εκπρόσωπος, ανάλογα με την περίπτωση, και εφαρμόζονται κατ΄αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 39, 41 και 50 του παρόντος Νόμου.
(4) Μετά την αναγνώριση προσώπου ως θύματος, το Γραφείο Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας, παραχωρεί σε αυτό βεβαίωση αναγνώρισης, διάρκειας αρχικά ενός μηνός για σκοπούς περίσκεψης. Η βεβαίωση αναγνώρισης δύναται να ανανεωθεί περαιτέρω είτε για σκοπούς περίσκεψης είτε για να απολαμβάνει το εν λόγω θύμα τα δικαιώματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο μετά την περίοδο περίσκεψης.
(5) Το Γραφείο Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας προβαίνει στην αναγνώριση των θυμάτων με βάση εσωτερικούς κανονισμούς της Αστυνομίας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
47.-(1) Κάθε θύμα, ανεξαρτήτως υπηκοότητας, και ανεξαρτήτως αν κατέχει τα δηλωτικά έγγραφα της ταυτότητάς του, νοουμένου ότι δεν διαθέτει επαρκείς πόρους, έχει δικαίωμα στη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική αποκατάστασή του και ειδικότερα, έχει δικαίωμα:
(α) στην παραχώρηση των αναγκαίων πόρων διαβίωσης, περιλαμβανομένης κατάλληλης και ασφαλούς διαμονής, ψυχολογικής, υλικής και χρηματικής βοήθειας·
(β) σε πρόσβαση σε δωρεάν επείγουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σε δωρεάν αναγκαία ιατροφαρμακευτική περίθαλψη·
(γ) στην παραχώρηση υπηρεσιών διερμηνείας και μετάφρασης, όπου αυτό είναι απαραίτητο·
(δ) σε πρόσβαση στην εκπαίδευση, όπου αυτό εφαρμόζεται·
(ε) σε ικανοποίηση των ειδικών αναγκών του που προκύπτουν λόγω εγκυμοσύνης, κατάστασης της υγείας, αναπηρίας, διανοητικής ή ψυχολογικής διαταραχής ή σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας·
(2) Η ιδιωτική ζωή και η ταυτότητα των θυμάτων προστατεύεται από κάθε εμπλεκόμενη υπηρεσία ή μη κυβερνητικό οργανισμό και η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων τους γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(3) Αρμόδια αρχή για το συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.
48. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας:-
(α) εγκαθιδρύουν και λειτουργούν καταφύγια για τη διαμονή των θυμάτων, δυνάμει κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 71 του παρόντος Νόμου·
(β) επιθεωρούν την εγγραφή και λειτουργία καταφυγίων, δυνάμει κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 71 του παρόντος Νόμου·
(γ) δύνανται να αναθέτουν τις αρμοδιότητές τους δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος άρθρου σε μη κυβερνητικό οργανισμό ή στις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης βάσει πρωτοκόλλου συνεργασίας ή ειδικής συμφωνίας μεταξύ τους.
49.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικού) Νόμου του 1990, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικού) Νόμου του 2005 και τηρουμένων των αρμοδιοτήτων που απορρέουν από τον περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμο του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες λαμβάνουν υπόψη το ύψιστο συμφέρον του παιδιού κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και φροντίζουν για την πλήρη εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, λαμβάνοντας υπόψη την ωριμότητα και την ηλικία του παιδιού θύματος.
(2) Σε περίπτωση αβεβαιότητας όσον αφορά την ηλικία του θύματος και όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι πρόκειται περί παιδιού, το θύμα τεκμαίρεται ότι είναι παιδί και αποκτά άμεση πρόσβαση σε συνδρομή, στήριξη και προστασία ως παιδί, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, για να συνδράμουν και στηρίξουν τα παιδιά που είναι θύματα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο της σωματικής και ψυχοκοινωνικής αποκατάστασής τους, μετά από ατομική εκτίμηση της προσωπικής κατάστασης του παιδιού, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την άποψή του, ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητας, τις ανάγκες του και τις ανησυχίες του με σκοπό την εξεύρεση μόνιμων λύσεων για το παιδί.
(4) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες, διασφαλίζουν, η κάθε μια στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, την άμεση πρόσβαση κάθε παιδιού θύματος στα δικαιώματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην εκπαίδευση:
Νοείται ότι, η πρόσβαση στην εκπαίδευση διασφαλίζεται και σε παιδιά των θυμάτων, όπου αυτό εφαρμόζεται.
(5) Σε περίπτωση που οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διαπιστώσουν ότι οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας παιδιού θύματος δεν διασφαλίζουν το συμφέρον του παιδιού και ως εκ τούτου δεν μπορούν να το εκπροσωπούν, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του παιδιού-θύματος, λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα και προβαίνουν σε όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες ώστε να διοριστεί Επίτροπος για το παιδί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(6) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας λαμβάνουν, κατά περίπτωση και κατά το δυνατόν, όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν συνδρομή και στήριξη στην οικογένεια παιδιού θύματος, όταν η οικογένεια βρίσκεται στη Δημοκρατία.
(7) Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, αρμόδια αρχή για το συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών είναι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.
50.-(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες εξασφαλίζουν ότι οι ειδικές ενέργειες που προορίζονται να συνδράμουν και να στηρίξουν τα παιδιά που είναι θύματα, όπως αναφέρονται στον παρόντα Νόμο, λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις προσωπικές και ειδικές περιστάσεις των ασυνόδευτων παιδιών θυμάτων.
(2) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, κατά περίπτωση, λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό την εξεύρεση μόνιμων λύσεων που βασίζονται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση των βέλτιστων συμφερόντων των ασυνόδευτων παιδιών.
(3) Ασυνόδευτα παιδιά θύματα ή εν δυνάμει θύματα τίθενται αμέσως υπό τη φροντίδα του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ο οποίος τα εκπροσωπεί και ενεργεί προς το συμφέρον αυτών.
(4) Ασυvόδευτος αvήλικoς σχoλικής ηλικίας έχει, το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα της αναγνώρισής του ως θύμα, πρόσβαση στις γεvικές εκπαιδευτικές διευκoλύvσεις ή εvαλλακτικά πρόσβαση σε κατάλληλες ειδικές εκπαιδευτικές διευκoλύvσεις, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ασυνόδευτος ανήλικος.
(5) Ασυνόδευτοι αvήλικoι έχουν δικαίωμα σε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και σε ειδική ιατρική ή άλλη βoήθεια και ιδιαίτερα σε περίπτωση πoυ υπήρξαv αvτικείμεvo oπoιασδήπoτε μoρφής παραμέλησης, εκμετάλλευσης ή κακoπoίησης, βασαvισμoύ ή oπoιασδήπoτε μoρφής βάvαυσης, απάvθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ή υπέφεραv λόγω έvοπλωv συγκρoύσεωv.