9.-(1) Ιδρύεται Οργανισμός, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με την επωνυμία «Κυπριακός Οργανισμός Διαχείρισης Επενδύσεων» με έδρα τη Δημοκρατία και αρμοδιότητα την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται, από/ή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ Νόμου.
(2) Ο Οργανισμός έχει διαρκή διαδοχή και κοινή σφραγίδα και, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει την εξουσία να αποκτά, να κατέχει, να διαχειρίζεται και να διαθέτει περιουσία, να συμβάλλεται, να ενάγει και να ενάγεται και να πράττει όλα όσα είναι απαραίτητα για τους σκοπούς της ίδρυσης και λειτουργίας του.
(3) Ο Οργανισμός απαλλάσσεται από την καταβολή πληρωμών δημόσιων ή δημοτικών φόρων, τελών ή άλλων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων και τελών χαρτοσήμανσης που καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε σε ισχύ Νόμου.
10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 ή και οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου και κάθε άλλης οδηγίας που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Οργανισμός, το Συμβούλιο, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το προσωπικό του Οργανισμού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, απολαμβάνουν ανεξαρτησίας και δεν λαμβάνουν οδηγίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή όργανο εκτός του Οργανισμού, ούτε υπόκεινται σε εξωτερική επιρροή οποιασδήποτε φύσεως.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) -
(α) Δεν επιτρέπεται σε κανένα πρόσωπο ή όργανο να επέμβει στις δραστηριότητες του Οργανισμού ή να επιχειρεί να επηρεάσει το Συμβούλιο, τον Εκτελεστικό Διευθυντή ή το προσωπικό του Οργανισμού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους·
(β) δεν επιτρέπεται στον Εκτελεστικό Διευθυντή και το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού να απασχολούνται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία, περιλαμβανομένης της περιόδου για την οποία παραχωρείται αδεία άνευ απολαβών με δικαίωμα επιστροφής και/ή επάγγελμα ή επιχείρηση καθόσον χρονικό διάστημα διατηρούν σύμβαση εργασίας με τον Οργανισμό∙
(γ) δεν επιτρέπεται στον Εκτελεστικό Διευθυντή και στο ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού, εντός των αμέσως επόμενων δύο (2) ετών από τον τερματισμό ή τη λήξη της σύμβασης εργασίας τους με τον Οργανισμό, να αποδέχονται τη σύναψη σύμβασης εργασίας με τη Δημοκρατία και/ή την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, καθώς επίσης και με οποιοδήποτε τραπεζικό ή άλλο χρηματοοικονομικό, νομικό, λογιστικό ή συναφή συμβουλευτικό οργανισμό που είχε συναλλαγές με το Ταμείο κατά τα αμέσως προηγούμενα τρία (3) έτη∙
(δ) ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού κοινοποιούν στον Υπουργό τις επαγγελματικές ασχολίες του συζύγου τους, του γονέα, αδελφού, αδελφής, άμεσου απογόνου, ή συζύγου του άμεσου απογόνου και γενικά αποκαλύπτουν την ύπαρξη οιασδήποτε σχέσης, η οποία δυνατόν να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους.
11.-(1)Ο Οργανισμός έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α) Παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων σε σχέση με το Ταμείο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην επίτευξη των στόχων του Ταμείου·
(β) χωρίς επηρεασμό της παραγράφου (α), παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που καθορίζονται από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2)·
(γ) προβαίνει σε πράξεις που συμβάλλουν ή είναι συναφείς με την εκτέλεση οποιωνδήποτε από τις πιο πάνω λειτουργίες.
(δ) εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες του ανατίθενται από οποιονδήποτε άλλο σε ισχύ Νόμο·
(ε) θεσπίζει και διατηρεί μονάδα διαρκούς διαχείρισης κινδύνων, οι εργασίες της οποίας δύνανται να ανατίθενται σε τρίτο, και η οποία:
(i) υλοποιεί αποδοτικές πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων για τη διαρκή αναγνώριση, καταγραφή, μέτρηση, διαχείριση και παρακολούθηση όλων των κινδύνων, οι οποίοι είναι σχετικοί με την επενδυτική πολιτική του Ταμείου και στους οποίους είναι εκτεθειμένο ή μπορεί να εκτεθεί το Ταμείο∙
(ii) διασφαλίζει ότι τα χαρακτηριστικά κινδύνων του Ταμείου που γνωστοποιούνται στον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (4) του άρθρου 37 συνάδουν με τα όρια κινδύνου που έχουν τεθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31∙
(iii) παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τα όρια κινδύνου που ορίζονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31 και ειδοποιεί έγκαιρα το Συμβούλιο του Οργανισμού και τον Υπουργό σε περίπτωση που κρίνει ότι τα χαρακτηριστικά κινδύνων του Ταμείου είναι ασύμβατα με τα εν λόγω όρια ή σε περίπτωση που διαβλέπει ότι υφίσταται ουσιαστικός κίνδυνος να καταστούν τα χαρακτηριστικά κινδύνων ασύμβατα με τα εν λόγω όρια στο μέλλον∙
(iv) ενημερώνει σε τακτά διαστήματα το Συμβούλιο του Οργανισμού σχετικά με τη συμβατότητα και τη συμμόρφωση των χαρακτηριστικών κινδύνων του Ταμείου, που γνωστοποιούνται στον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (4) του άρθρου 37, σε σχέση με τα όρια κινδύνου που έχουν τεθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31, καθώς και για την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων, αναφέροντας εάν έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν κατάλληλα διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση υφιστάμενων ή αναμενόμενων αδυναμιών∙
(v) ενημερώνει ανά τακτά διαστήματα το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού, περιγράφοντας το τρέχον επίπεδο κινδύνων για το Ταμείο, καθώς και τυχόν υφιστάμενες ή προβλέψιμες παραβιάσεις οποιωνδήποτε ορίων κινδύνων που ορίζονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31, προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα λήψης έγκαιρων και κατάλληλων μέτρων.
(2) Ο Υπουργός δύναται, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4), να προσδιορίσει με οδηγία τα περιουσιακά στοιχεία της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης και της Γενικής Κυβέρνησης, για τα οποία ο Οργανισμός θα παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων.
(3) Σε περίπτωση που ο Υπουργός προσδιορίσει περιουσιακά στοιχεία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), συνάπτει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), συμφωνία με τον Οργανισμό για τη διαχείριση των επενδύσεων, η οποία καθορίζει τις υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων που θα παρέχει ο Οργανισμός, την ευθύνη του έναντι της Δημοκρατίας και τους όρους και τις προϋποθέσεις παροχής των εν λόγω υπηρεσιών.
(4) Η συμφωνία που προβλέπεται στο εδάφιο (3), υπογράφεται από τον Υπουργό εκ μέρους της Δημοκρατίας, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.
(5)(α) Η μονάδα διαχείρισης κινδύνων έχει εξουσία και πρόσβαση σε όλες τις συναφείς πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1).
(β) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η μονάδα διαχείρισης κινδύνων θεωρείται λειτουργικά και ιεραρχικά διαχωρισμένη από τις επιχειρησιακές μονάδες, περιλαμβανομένης της μονάδας διαχείρισης χαρτοφυλακίων.
(6) Ο Υπουργός δύναται με οδηγία του να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ο Οργανισμός αναθέτει σε τρίτο τις εργασίες διαχείρισης κινδύνων, τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η πολιτική διαχείρισης κινδύνων του Οργανισμού, τις διαδικασίες για την αξιολόγηση της πολιτικής διαχείρισης κινδύνων του Οργανισμού, τους όρους κάτω από τους οποίους η μονάδα διαχείρισης κινδύνων θεωρείται ως λειτουργικά και ιεραρχικά διαχωρισμένη από τις επιχειρησιακές μονάδες του Οργανισμού, καθώς και τις διασφαλίσεις έναντι σύγκρουσης συμφερόντων.
12.-(1)Διορίζεται Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού, το οποίο είναι πενταμελές και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και άλλα τέσσερα (4) μέλη, τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13.
(2) Το Συμβούλιο έχει την ευθύνη επίβλεψης της διαχείρισης του Οργανισμού και των επενδύσεων του Ταμείου.
(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (2) το Συμβούλιο έχει, ειδικότερα, τις ακόλουθες αρμοδιότητες και καθήκοντα:
(α) Εγκρίνει τη Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής του Ταμείου που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 31·
(β) διορίζει τους εξωτερικούς διαχειριστές επενδύσεων και τους θεματοφύλακες για το Ταμείο και για τα άλλα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζεται ο Οργανισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 και 34·
(γ) εγκρίνει το γενικό πλαίσιο πολιτικής για τις επενδύσεις και τη διαχείριση του Ταμείου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται ο Οργανισμός·
(δ) αναθεωρεί και εγκρίνει τα συστήματα του Οργανισμού και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνου, συμμόρφωσης, εσωτερικού ελέγχου και λογοδοσίας και τον κώδικα δεοντολογίας του Οργανισμού που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (10) του άρθρου 24·
(ε) εγκρίνει εσωτερικούς κανονισμούς και οδηγίες που αφορούν στη διοίκηση και λειτουργία του Οργανισμού, περιλαμβανομένων ζητημάτων προσωπικού και του πλαισίου αμοιβής αυτού·
(στ) επιβλέπει την εφαρμογή της Δήλωσης Επενδυτικής Πολιτικής, των πολιτικών, του κώδικα δεοντολογίας, των εσωτερικών κανονισμών και των εσωτερικών ρυθμίσεων του Οργανισμού·
(ζ) διορίζει ή απομακρύνει τον Εκτελεστικό Διευθυντή του Οργανισμού, καθορίζει την αμοιβή του σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 20 και αξιολογεί την απόδοσή του·
(η) εγκρίνει την εταιρική στρατηγική και το επιχειρηματικό σχέδιο του Οργανισμού·
(θ) υποβάλλει τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, στον Υπουργό για έγκριση·
(ι) εγκρίνει την ετήσια έκθεση του Ταμείου, τις οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου και του Οργανισμού και άλλες επίσημες εκθέσεις που εκδίδει ο Οργανισμός·
(ια) εγκρίνει την εσωτερική οργάνωση του Οργανισμού·
(ιβ) συμβουλεύει τον Υπουργό και την Επιτροπή Υπόδειξης για την απομάκρυνση των μελών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 16.
(ιγ) εγκρίνει την απόκτηση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας και περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού·
(ιδ) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προσδιορίζει τις ευθύνες και τις διαδικασίες του Συμβουλίου·
(ιε) ιδρύει υποεπιτροπές του Συμβουλίου, όταν το κρίνει σκόπιμο και καθορίζει τη σύνθεσή τους, τις ευθύνες και τις διαδικασίες τους·
(ιστ) ασκεί και εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες και ευθύνες του ανατίθενται ή του επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο ή οποιονδήποτε άλλο σε ισχύ Νόμο.
(4) Το Συμβούλιο δύναται να αναθέτει τις εξουσίες του όπως προβλέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) στον Εκτελεστικό Διευθυντή.
13.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου του Οργανισμού, κατόπιν πρότασης του Υπουργού, ο οποίος προτείνει υποψηφίους από άτομα που υποδεικνύονται από την Επιτροπή Υπόδειξης, όπως προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19.
(2) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού υπηρετούν υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), η θητεία του Προέδρου και των άλλων τεσσάρων (4) μελών είναι τετραετής και δύναται να ανανεωθεί μόνο μια φορά.
(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3), στην περίπτωση των πρώτων διορισμών που πραγματοποιούνται κατά την ίδρυση του Οργανισμού, η θητεία του πρώτου Προέδρου είναι για τέσσερα (4) έτη, για δύο εκ των μελών τρία (3) έτη και για τα άλλα δύο εκ των μελών δύο (2) έτη.
(5) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους κενωθεί πριν από τη λήξη της θητείας τους, το Υπουργικό Συμβούλιο, προβαίνει στο διορισμό νέου Προέδρου ή άλλου μέλους για το υπόλοιπο της θητείας του σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).
(6) Σε περίπτωση που λήγει η θητεία του Προέδρου ή κάποιου μέλους, η διαδικασία διορισμού αρχίζει έγκαιρα, ώστε να ολοκληρωθεί πριν την λήξη της θητείας του Προέδρου ή του μέλους.
(7) Σε περίπτωση κένωσης θέσης του Συμβουλίου λόγω θανάτου, παραίτησης ή τερματισμού του διορισμού του Προέδρου ή του μέλους, η θέση πληρώνεται εντός τριών (3) μηνών από την κένωσή της.
(8) Μέχρις ότου πληρωθεί η κενωθείσα θέση, καμία κένωση θέσης δεν επηρεάζει τη νόμιμη λειτουργία του Συμβουλίου, νοουμένου ότι ο αριθμός των παρόντων μελών δεν είναι μικρότερος του απαιτούμενου αριθμού για σκοπούς απαρτίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18.
14. Το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει με απόφασή του την αποζημίωση του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου, κατόπιν πρότασης του Υπουργού, η οποία αποτελεί όρο της σύμβασης εργασίας που υπογράφεται από τον Υπουργό εκ μέρους της Δημοκρατίας, κατόπιν έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.
15.-(1) Ως Πρόεδρος και μέλη του Συμβουλίου διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας, τα οποία αποδεδειγμένα κατέχουν επαρκή επιστημονική κατάρτιση και πείρα, καθώς και επαγγελματική αξιοπιστία στον τομέα της διαχείρισης επενδύσεων ή/και στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, τα οποία δεν στερούνται της ικανότητας προς διορισμό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή τα οποία δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (3).
(2) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο προσώπου το οποίο -
(α) Έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης·
(β) έχει κατά τους ισχύοντες στη Δημοκρατία νόμους κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει εκδοθεί κατ’ αυτού διάταγμα διορισμού σύνδικου ή έχει έλθει σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·
(γ) έχει, λόγω προσωπικής ανάρμοστης διαγωγής, ακυρωθεί ή ανασταλεί από αρμόδια αρχή η άσκηση επαγγέλματός του·
(δ) του έχει απαγορευθεί από τις αρμόδιες αρχές ή δεν νομιμοποιείται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία να είναι σύμβουλος ή λειτουργός οποιασδήποτε οντότητας ή εταιρείας στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα στη Δημοκρατία·
(ε) έχει κριθεί ένοχο για σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα·
(στ) είναι σύζυγος, γονέας, αδελφός, αδελφή, άμεσος απόγονος ή σύζυγος του άμεσου απόγονου υφιστάμενου Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου ή προσώπου που διετέλεσε Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου κατά τα αμέσως προηγούμενα έξι (6) έτη.
(3) Κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι μέλος του Συμβουλίου εφόσον είναι -
(α) Πρόεδρος ή μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων∙
(β) δημόσιος υπάλληλος ή αξιωματούχος ή υπάλληλος οργανισμού που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση:
16.-(1) Η θέση του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου κενούται μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Σε περίπτωση λήξης της θητείας του∙ ή
(β) σε περίπτωση θανάτου του∙ ή
(γ) σε περίπτωση παραίτησής του κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17∙ ή
(δ) σε περίπτωση τερματισμού του διορισμού του, ο οποίος αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τα προβλεπόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(2) Ο διορισμός του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου δύναται να τερματιστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (4) έως (8), μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας για περίοδο πέραν των τριών (3) μηνών·
(β) σε περίπτωση κωλύματος του Πρόεδρου ή του μέλους στην άσκηση των καθηκόντων τους για συνεχόμενη περίοδο πέραν των τριών (3) μηνών χωρίς την άδεια του Συμβουλίου·
(γ) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος επιδεικνύει ασύγγνωστη αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του∙
(δ) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος περιέλθει σε μια από τις καταστάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 15:
(3) Κανένας άλλος λόγος πέραν αυτών που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) δεν δικαιολογεί τον τερματισμό του διορισμού.
(4) Σε περίπτωση που ο Υπουργός κρίνει ότι ο διορισμός του Προέδρου ή μέλους πρέπει να τερματιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), ζητεί τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης, προτού υποβάλει πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο.
(5) Η Επιτροπή Υπόδειξης υποβάλλει αιτιολογημένη γνώμη στον Υπουργό εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος:
(6) Η πρόταση του Υπουργού συνοδευόμενη από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης υποβάλλεται άμεσα στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο λαμβάνει την απόφασή του, αφού προηγουμένως ακούσει τον Πρόεδρο ή το μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7).
(7) Το Υπουργικό Συμβούλιο κοινοποιεί την πρόταση του Υπουργού συνοδευόμενη από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης στον Πρόεδρο ή στο μέλος που αφορά, παρέχοντας του την ευκαιρία να εκφράσει γραπτώς ή προφορικώς τις απόψεις του εντός εύλογου χρόνου:
(8) Πριν τη λήψη απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο, η γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης δημοσιοποιείται, εξαιρούμενων των στοιχείων, πληροφοριών και/ή μέρους αυτής, που δεν δύνανται να δημοσιοποιηθούν λόγω των εν εξελίξει ποινικών και πειθαρχικών ερευνών ή λόγω διαφύλαξης ουσιωδών συμφερόντων της Δημοκρατίας.
(9) Η Επιτροπή Υπόδειξης έχει το δικαίωμα να υποβάλει και εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας εισήγηση στον Υπουργό για τον τερματισμό του διορισμού του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου.
(10) Ο Πρόεδρος ή το μέλος του Συμβουλίου, του οποίου ο διορισμός τερματίζεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), δύναται να προσφύγει δικαστικώς κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
17. Ο Πρόεδρος ή το μέλος, που προτίθεται να παραιτηθεί οφείλει να κοινοποιήσει γραπτώς την πρόθεσή του στον Υπουργό και στο Συμβούλιο, τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ημερομηνία κατά την οποία επιθυμεί να ισχύσει η παραίτηση του.
18.-(1) Οι συνεδρίες του Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο, όποτε κρίνει τούτο αναγκαίο, ο οποίος όμως οφείλει να συγκαλέσει συνεδρία το συντομότερο δυνατόν σε περίπτωση που αυτό ζητηθεί γραπτώς τουλάχιστον από δύο (2) μέλη του Συμβουλίου που καθορίζουν συγχρόνως και τα θέματα για τα οποία ζητείται η σύγκληση συνεδρίας.
(2) Των συνεδριάσεων του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρος ή σε περίπτωση που αυτός απουσιάζει, ένα μέλος που επιλέγεται από τα υπόλοιπα μέλη που παρευρίσκονται στη συνεδρία.
(3) Απαρτία αποτελεί η παρουσία τριών (3) τουλάχιστον μελών του Συμβουλίου.
(4) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας ο Πρόεδρος ή ο Προεδρεύων έχει νικώσα ψήφο:
(5) Τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου εγκρίνονται από όλα τα μέλη που παρευρίσκονται στη συνεδρία και υπογράφονται από τον Πρόεδρο ή το μέλος που προεδρεύει της συνεδρίας.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο εσωτερικός κανονισμός που διέπει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από το Συμβούλιο καθορίζεται από το ίδιο.
(7) Ουδεμία πράξη ή απόφαση του Συμβουλίου θεωρείται άκυρη λόγω κένωσης θέσης στο Συμβούλιο.
19.-(1) Συστήνεται τριμελής Επιτροπή Υπόδειξης, η οποία υποδεικνύει τα υποψήφια πρόσωπα για διορισμό στη θέση του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου και συγκατατίθεται ή εισηγείται εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας τον τερματισμό του διορισμού του Προέδρου ή μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16.
(2) Η Επιτροπή Υπόδειξης απαρτίζεται από -
(α) Το Γενικό Λογιστή, ως πρόεδρο,
(β) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών,
(γ) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας.
(3) Κατά την υπόδειξη υποψηφίων, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), η Επιτροπή Υπόδειξης παρέχει στον Υπουργό, κατάλογο επιλέξιμων υποψηφίων για τις θέσεις που θα πληρωθούν εντός τριών (3) μηνών πριν από την λήξη της θητείας του Προέδρου ή των μελών του Συμβουλίου ή εντός ενός μηνός από την παραίτηση του Προέδρου ή του μέλους και ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει αριθμό επιλέξιμων υποψηφίων όχι μικρότερο του τριπλάσιου αριθμού των υπό πλήρωση θέσεων.
(4) Απαρτία αποτελούν τα τρία μέλη της Επιτροπής Υπόδειξης.
(5) Δεν παρέχεται αποζημίωση στα μέλη της Επιτροπής Υπόδειξης.
20.-(1) To Συμβούλιο διορίζει Εκτελεστικό Διευθυντή του Οργανισμού με πενταετή θητεία και με μέγιστη σωρευτική διάρκεια θητείας όχι μεγαλύτερη των δέκα (10) ετών και έχει την εξουσία να τον θέσει σε διαθεσιμότητα ή να τερματίσει τον διορισμό αυτού όταν το κρίνει αναγκαίο για την ομαλή λειτουργία του Οργανισμού.
(2) Το Συμβούλιο καθορίζει την αμοιβή του Εκτελεστικού Διευθυντή, η οποία πρέπει να είναι σύμφωνη με το πλαίσιο αμοιβής που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 23.
(3) Ο Εκτελεστικός Διευθυντής πρέπει να κατέχει αποδεδειγμένα επαρκή επαγγελματική κατάρτιση και πείρα, καθώς και επαγγελματική αξιοπιστία στον τομέα της διαχείρισης επενδύσεων ή/και στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης.
(4) Εκτελεστικός Διευθυντής που προτίθεται να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του οφείλει να δώσει προειδοποίηση στο Συμβούλιο όχι μικρότερη των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία που επιθυμεί να ισχύσει η παραίτησή του.
(5) Ο Εκτελεστικός Διευθυντής έχει τις πιο κάτω αρμοδιότητες και καθήκοντα:
(α) Μεριμνά για την εκτέλεση όλων των λειτουργικών, διοικητικών, και επενδυτικών δραστηριοτήτων του Οργανισμού σε καθημερινή βάση·
(β) προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου·
(γ) συμβουλεύει το Συμβούλιο σχετικά με την άσκηση και εκτέλεση οποιωνδήποτε εξουσιών και αρμοδιοτήτων του·
(δ) παρέχει διοικητικές υπηρεσίες προς το Συμβούλιο·
(ε) εκπροσωπεί τον Οργανισμό και υπογράφει τις συμβάσεις, πράξεις και άλλα έγγραφα εκ μέρους του Οργανισμού·
(στ) φροντίζει για την ασφαλή φύλαξη, την τήρηση αρχείου και για τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται ο Οργανισμός, είτε άμεσα είτε μέσω θεματοφυλάκων που διορίζονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34·
(ζ) υποβάλλει περιοδικές εκθέσεις στο Συμβούλιο·
(η) προτείνει στο Συμβούλιο την εργοδότηση του προσωπικού του Οργανισμού και προσδιορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της απασχόλησής του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23·
(θ) εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες του ανατίθενται από τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο σε ισχύ Νόμο· και
(ι) εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες του ανατίθενται από το Συμβούλιο.
(6) Ο Εκτελεστικός Διευθυντής δύναται να αναθέτει οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές του που προβλέπονται στο εδάφιο (5) σε προσωπικό του Οργανισμού, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς του Οργανισμού, οι οποίοι εγκρίνονται από το Συμβούλιο.
21.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει κατόπιν πρότασης του Υπουργού, Επιτροπή Ελέγχου αποτελούμενη από τρία μέλη με πενταετή θητεία, η οποία δύναται να ανανεωθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο για μία φορά.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του Υπουργού καθορίζει με απόφασή του την αμοιβή των μελών της Επιτροπής Ελέγχου.
(3) Η Επιτροπή Ελέγχου απαρτίζεται από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον τομέα της λογιστικής, των ελεγκτικών υπηρεσιών και της νομικής.
(4) Η Επιτροπή Ελέγχου έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και καθήκοντα:
(α) Επιθεωρεί τις οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου και του Οργανισμού και τη σχετική έκθεση του Επικεφαλής Εσωτερικού Ελέγχου και προβαίνει σε συστάσεις προς το Συμβούλιο για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων·
(β) επιβλέπει, σε συστηματική βάση, τις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου του Οργανισμού και την εφαρμογή εκ μέρους του Εκτελεστικού Διευθυντή των συστάσεων των εσωτερικών και εξωτερικών ελεγκτών∙
(γ) εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες της που η ίδια κρίνει αναγκαία.
(5)Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Ελέγχου καθορίζει τις διαδικασίες της σύμφωνα με εσωτερικό κανονισμό.
22.-(1) Το Συμβούλιο -
(α) Συστήνει Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία απαρτίζεται από τρία μέλη του Συμβουλίου,
(β) διορίζει τον Επικεφαλής Εσωτερικού Ελέγχου, και
(γ) καθορίζει τις διαδικασίες λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου με βάση τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα ελέγχου.
(2) Ο Επικεφαλής Εσωτερικού Ελέγχου αναφέρεται απευθείας στην Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου και στον Εκτελεστικό Διευθυντή και μέσω της Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου στο Συμβούλιο.
(3) Η Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου καθορίζει την οργανωτική δομή, τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες του εσωτερικού ελέγχου στον χάρτη δραστηριοτήτων εσωτερικού ελέγχου, ο οποίος εγκρίνεται από το Συμβούλιο.
23.-(1) Το προσωπικό του Οργανισμού διορίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν εισήγησης του Εκτελεστικού Διευθυντή, υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις και τηρουμένου του πλαισίου αμοιβής και των πολιτικών απασχόλησης που αποφασίζει το Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4).
(2) Το προσωπικό του Οργανισμού δεν μπορεί να αποτελείται από δημόσιους υπάλληλους και προσλαμβάνεται με συμβόλαιο.
(3) Το Συμβούλιο εγκρίνει το πλαίσιο αμοιβής και άλλες πολιτικές απασχόλησης για το προσωπικό του Οργανισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4).
(4) Το πλαίσιο αμοιβής καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων στόχων:
(α) Συνεισφέρει στην προώθηση και στη δημιουργία κινήτρων για καλή διαχείριση και έλεγχο των κινδύνων διαχείρισης του Οργανισμού·
(β) εξουδετερώνει την ανάληψη ή την έκθεση σε υπερβολικούς κινδύνους∙
(γ) συνεισφέρει στην αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων· και
(δ) διασφαλίζει την επαγγελματική ικανότητα και την υπόληψη του Οργανισμού.
24.-(1) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το προσωπικό του Οργανισμού αποφεύγουν κάθε κατάσταση που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, η οποία προκύπτει κυρίως σε περίπτωση που τα μέλη, ο Εκτελεστικός Διευθυντής ή το προσωπικό έχουν άμεσο ή έμμεσο συμφέρον, το οποίο μπορεί να επηρεάσει ή επηρεάζει την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων τους.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, συμφέρον όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), σημαίνει οποιοδήποτε δυνητικό ή υπαρκτό όφελος για τον Πρόεδρο, το μέλος, τον Εκτελεστικό Διευθυντή ή το προσωπικό του Οργανισμού ή για συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα.
(3) Σε περίπτωση που δημιουργηθούν συνθήκες σύγκρουσης συμφερόντων μετά το διορισμό του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Διευθυντή και του προσωπικού του Οργανισμού, αυτό πρέπει να δηλώνεται άμεσα από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και να λαμβάνονται μέτρα, ώστε το πρόσωπο αυτό να μην συμμετέχει στη λήψη σχετικών αποφάσεων.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «συνδεδεμένα πρόσωπα», περιλαμβάνει:
(α) Τους συζύγους και τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τέταρτου βαθμού,
(β) εταιρεία, στην οποία ο Πρόεδρος, το μέλος, ο Εκτελεστικός Διευθυντής ή το προσωπικό του Οργανισμού κατέχει ή ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατόν (20%) των δικαιωμάτων ψήφου σε γενική συνέλευση.
(5) Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής ή το προσωπικό του Οργανισμού δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση, με στόχο να διεκπεραιώνουν ιδιωτικές οικονομικές συναλλαγές, μέσω των συνδεδεμένων προσώπων που προβλέπονται στο εδάφιο (2), είτε άμεσα είτε έμμεσα διαμέσου τρίτων ή δρώντας με δική τους ευθύνη για δικό τους λογαριασμό ή με ευθύνη και για λογαριασμό τρίτων.
(6) Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού γνωστοποιούν ετησίως στον Υπουργό κάθε οικονομικό συμφέρον που έχουν, είτε οι ίδιοι, είτε οποιοδήποτε πρόσωπο με το οποίο έχουν οικογενειακούς, επαγγελματικούς ή οικονομικούς δεσμούς άμεσα ή έμμεσα, σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας που προβλέπεται στο εδάφιο 10.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 27 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρωv Νόμου, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού οφείλουν να υποβάλλουν κατά την ημερομηνία έναρξης του διορισμού τους και, εφεξής, ετησίως λεπτομερή κατάσταση των περιουσιακών τους στοιχείων στον Έφορο Φορολογίας.
(8) Απαγορεύεται στον Πρόεδρο ή σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει στη συζήτηση και λήψη απόφασης για θέμα στο οποίο έχουν συμφέρον ή αφορά συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα.
(9) Παραβίαση από τον Πρόεδρο ή μέλος του Συμβουλίου ή τον Εκτελεστικό Διευθυντή των διατάξεων των εδαφίων (6), (7) ή (8), συνιστά ασύγγνωστη αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του και λόγο που μπορεί να αποτελέσει βάση για τερματισμό του διορισμού του, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 16.
(10) Το Συμβούλιο καταρτίζει και υποβάλλει για έγκριση στον Υπουργό τον κώδικα δεοντολογίας του Οργανισμού, ο οποίος θέτει τα πρότυπα κατάλληλης ηθικής και επαγγελματικής συμπεριφοράς για τον Πρόεδρο, τα μέλη του Συμβουλίου, τον Εκτελεστικό Διευθυντή και το προσωπικό του Οργανισμού.
25.-(1) Σε περίπτωση έγερσης αγωγής, καταχώρισης αίτησης ή οποιασδήποτε άλλης νομικής διαδικασίας εναντίον του Οργανισμού, του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Διευθυντή, του προσωπικού ή αντιπροσώπου του Οργανισμού σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, τα πρόσωπα αυτά δεν υπέχουν οποιασδήποτε ευθύνη, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα αμέλειας.
(2) Ανεξαρτήτως και χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), η Δημοκρατία αποζημιώνει κάθε πρόσωπο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) για δαπάνη ή ζημιά που τυχόν υφίσταται σε σχέση με οποιαδήποτε αγωγή, αίτηση ή άλλη νομική διαδικασία εναντίον του, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα αμέλειας.
26.-(1) Τα κεφάλαια και κάθε περιουσιακό στοιχείο και χρηματικό ποσό του Οργανισμού ανήκουν εξ ολοκλήρου στο κράτος.
(2) Ο Οργανισμός δύναται, κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου, να καθορίζει και να διατηρεί ένα ή περισσότερα αποθέματα.
(3) Το οικονομικό έτος του Οργανισμού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, με εξαίρεση τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του Οργανισμού όπου το οικονομικό έτος αρχίζει με την ίδρυση του Οργανισμού και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
(4) Ο Οργανισμός ετοιμάζει και τηρεί αρχείο και λογαριασμούς, σύμφωνα με οδηγίες του Γενικού Λογιστή και ακολουθεί λογιστικές διαδικασίες όπως αυτές ορίζονται από τον Γενικό Λογιστή.
27. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 32, ο Οργανισμός δεν δύναται να λαμβάνει δάνειο ή να παραχωρεί εγγυήσεις χωρίς την έγκριση του Υπουργού.
28. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 99 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, ο προϋπολογισμός του Οργανισμού εγκρίνεται από το Συμβούλιο και υποβάλλεται στον Υπουργό για έγκριση, ο οποίος με τη σειρά του τον υποβάλλει για τελική έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο και κατόπιν υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση.