Αρχές της προληπτικής εποπτείας - Αρμοδιότητες και καθήκοντα Επιτροπής
Αρμοδιότητες Επιτροπής ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης και ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής

10.-(1) Η προληπτική εποπτεία επί των ΚΕΠΕΥ, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, ασκείται από την Επιτροπή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων άλλου κράτους μέλους που απονέμουν αρμοδιότητα σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ως κράτος μέλος υποδοχής.

(2) Το εδάφιο (1) δεν θίγει την αρμοδιότητα της Επιτροπής για εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

(3) Τα μέτρα που λαμβάνονται από την Επιτροπή ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής δεν επιτρέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση βάσει του γεγονότος ότι η ΕΠΕΥ, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία

11.-(1)(α) Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών για την εποπτεία ιδίως όσον αφορά τις δραστηριότητες ΚΕΠΕΥ που λειτουργούν, μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη καθώς και για την εποπτεία των δραστηριοτήτων ΕΠΕΥ άλλου κράτους μέλους που λειτουργεί, μέσω υποκαταστήματος, στη Δημοκρατία.

(β) Η Επιτροπή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών όλες τις πληροφορίες που αφορούν στη διοίκηση και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των οντοτήτων που ορίζονται στην παράγραφο (α), και οι οποίες δύνανται να διευκολύνουν την άσκηση εποπτείας και την εξέταση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας, καθώς και όλες τις πληροφορίες που δύνανται να διευκολύνουν τον έλεγχο των οντοτήτων της παραγράφου (α), ιδίως όσον αφορά στη ρευστότητα, στη φερεγγυότητα, στον περιορισμό των μεγάλων ανοιγμάτων, άλλους παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει οποιαδήποτε οντότητα της παραγράφου (α), τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

(2) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης-

(α) κοινοποιεί πάραυτα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με το Έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 71 έως 78 και 81 έως 89, των δραστηριοτήτων που ασκεί η ΚΕΠΕΥ μέσω των υποκαταστημάτων της, στον βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχήςˑ

(β) ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής όταν προκύπτει ή αναμένεται ευλόγως να προκύψει κρίση ρευστότητας και στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή σχεδίου ανάκαμψης καθώς και με ενδεχόμενα προληπτικά εποπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιοˑ

(γ) κοινοποιεί και εξηγεί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής, εφόσον της ζητηθεί, με ποιόν τρόπο λήφθηκαν υπόψη οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή από αυτέςˑ

(δ) δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 εάν διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής.

(3)(α) Η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να ζητεί και να λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες του εδαφίου (2).

(β) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, μετά την κοινοποίηση πληροφοριών και διαπιστώσεων, συνεχίζει να θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, δύναται, αφού πρώτα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών προέλευσης και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ούτως ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των επενδυτών και άλλων στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες, ή για να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(4) Η Επιτροπή δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ καταστάσεις στις οποίες ένα αίτημα συνεργασίας και ιδίως ένα αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Σημαντικό υποκατάστημα

12.-(1)(α) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να υποβάλλει αίτημα είτε στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το εδάφιο (1) του άρθρου 72, είτε στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, ώστε υποκατάστημα ΕΠΕΥ, πλην ΕΠΕΥ που υπόκειται στο Άρθρο 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να θεωρηθεί σημαντικό.

(β) Στο προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:

(i) Στο κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα υπερβαίνει το δύο τοις εκατόν (2%) στη Δημοκρατίαˑ

(ii) στον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του υποκαταστήματος στη συστημική ρευστότητα καθώς και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στη Δημοκρατίαˑ και

(iii) στο μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(γ) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, καθώς και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το εδάφιο (1) του άρθρου 72, ώστε να καταλήξει, με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.

(δ) Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη αιτήματος βάσει της παραγράφου (α), η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο (2) μηνών σχετικά με το χαρακτηρισμό του υποκαταστήματος ως σημαντικού και κατά τη λήψη της απόφασής της λαμβάνει υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις της αρχής που είναι αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.

(ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) διατυπώνονται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολογία και διαβιβάζονται από την Επιτροπή στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι οποίες τις αναγνωρίζουν ως καθοριστικές και τις εφαρμόζουν.

(στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των άλλων αρμοδίων αρχών δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων άλλου κράτους μέλους.

(2)(α) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης-

(i) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 77 και εκτελεί τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 72 σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής·

(ii) εάν αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 74, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 19 και στα εδάφια (1) έως (4) του άρθρου 21·

(iii) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνων των ΚΕΠΕΥ, στις οποίες ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 55 του παρόντος Νόμου και, όπου εφαρμόζεται, στα εδάφια (2) έως (6) του άρθρου 73, καθώς και τις αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 61 και 65, στον βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα·

(iv) διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει των εδαφίων (18) μέχρι (20) του άρθρου 47, όταν αυτό ενδείκνυται όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής:

Νοείται ότι, η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα και καθήκοντα του εδαφίου 2(α).

(β) Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποτελεί την αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής και η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης δεν έχει διαβουλευθεί με την Επιτροπή, ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, η Επιτροπή επιμένει ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει των εδαφίων (18) μέχρι (20) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου δεν είναι κατάλληλα, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(3)(α) (i)Στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται το άρθρο 76, όταν η Επιτροπή εποπτεύει ΚΕΠΕΥ η οποία έχει σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη, συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 11.

(ii) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτούς κανόνες που καθορίζονται από την Επιτροπή, ως κράτος μέλος προέλευσης, μετά από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(iii) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

(β) Για την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) απόφαση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 και στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.

(γ) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει εκ των προτέρων πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση και ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που λαμβάνονται.

Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος

13.-(1)(α) Σε περίπτωση που ΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει λάβει άδεια από άλλο κράτος μέλος λειτουργεί μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως την Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνει, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, σε επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 11, καθώς και στις επιθεωρήσεις αυτών των υποκαταστημάτων.

(β) Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δύναται επίσης να προσφεύγει, για την επιθεώρηση των υποκαταστημάτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 78.

(γ) (i) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, έχει την εξουσία να διεξάγει, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ΕΠΕΥ στο έδαφος της Δημοκρατίας και να απαιτεί πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του καθώς και για λόγους εποπτείας, και εφόσον το κρίνει σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(ii) Πριν από τη διεξαγωγή των ελέγχων και επιθεωρήσεων που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (i), η Επιτροπή πραγματοποιεί διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

(iii) Μετά από τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις, κατά τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο (i), η Επιτροπή διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες που λαμβάνει και τα ευρήματα που είναι σημαντικά με την εκτίμηση κινδύνων της ΕΠΕΥ ή με τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(2)(α) Όταν μια ΚΕΠΕΥ, μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει λάβει άδεια, δυνάμει του άρθρου 79, στη Δημοκρατία, ασκεί τη δραστηριότητά της και σε άλλο κράτος μέλος μέσω υποκαταστήματος, η Επιτροπή δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβεί η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στον επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 11, καθώς και στις επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων.

(β) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δύναται επίσης να προσφεύγει, για την επιθεώρηση των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 78.

(γ) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πληροφορίες και τα ευρήματα που της διαβιβάζει η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 57, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

(3) Οι επιτόπιοι έλεγχοι και επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων διεξάγονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος ή η επιθεώρηση.