17.-(1) Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους εγγεγραμμένους διασώστες.
(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από-
(α) δύο (2) μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, τα οποία υποδεικνύονται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ένας (1) εκ των οποίων διορίζεται πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου και υποδεικνύεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας:
(β) τρεις (3) εγγεγραμμένους διασώστες, οι οποίοι εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση του Συλλόγου με πενταετή τουλάχιστον πείρα.
(3) Ο πρόεδρος και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου διορίζονται από τον Υπουργό.
(4) Η θητεία των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι διετής.
(5) Ο πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή το μέλος που ασκεί καθήκοντα προέδρου και δυο (2) άλλα μέλη αποτελούν απαρτία.
(6) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, ο πρόεδρος ή ο προεδρεύων της συνεδρίασης έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
18. Εγγεγραμμένος διασώστης υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη εάν-
(α) καταδικαστεί τελεσίδικα από δικαστήριο για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα∙ ή
(β) κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επέδειξε, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, διαγωγή επονείδιστη ή ασυμβίβαστη με το επάγγελμα του διασώστη· ή
(γ) παραβεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
19.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο καταγγελία ή το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι εγγεγραμμένος διασώστης δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το Συμβούλιο αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και σε δύο (2) άλλα μέλη του Συμβουλίου να διεξαγάγουν πειθαρχική έρευνα.
(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) τριμελής ομάδα, διεξάγει έρευνα το ταχύτερο δυνατόν και κατά τη διεξαγωγή της έρευνας έχει εξουσία να ακούσει μάρτυρες ή να λάβει έγγραφη κατάθεση από πρόσωπο.
(3) Ο καταγγελθείς εγγεγραμμένος διασώστης δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση και παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί, αφού λάβει αντίγραφα των καταθέσεων και των μαρτύρων.
(4) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) τριμελής ομάδα, υποβάλλει έκθεσή στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει κατά πόσο δύναται να απαγγελθεί πειθαρχική κατηγορία εναντίον του διασώστη που έχει καταγγελθεί και, σε περίπτωση καταφατικής απόφασης, προβαίνει στην απαγγελία της κατηγορίας και παραπέμπει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
20.-(1) Εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία λήψης της πειθαρχικής κατηγορίας από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, τούτο μεριμνά όπως εκδοθεί και επιδοθεί προς τον καταγγελθέντα κλήση, κατά τον τύπο που καθορίζεται στο Παράρτημα V:
(2) Η εκδίκαση της υπόθεσης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά:
(3) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να-
(α) καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευσή τους και την προσέλευση του καταγγελθέντος· και
(β) απαιτεί την προσαγωγή εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία.
(4) Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι αιτιολογημένη και υπογράφεται από τον πρόεδρό του.
21.-(1) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση που κρίνει τον καταγγελθέντα ένοχο πειθαρχικού αδικήματος, επιβάλλει σε αυτόν μία (1) ή περισσότερες από τις ακόλουθες ποινές:
(α) γραπτή επίπληξη·
(β) καταβολή, ως διοικητικό πρόστιμο, χρηματικού ποσού που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000)·
(γ) αναστολή της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του διασώστη για χρονική περίοδο την οποία το Πειθαρχικό Συμβούλιο ήθελε κρίνει πρέπουσα, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη.
(δ) διαγραφή του ονόματός του από το Μητρώο:
(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να εκδώσει διάταγμα για την καταβολή των εξόδων της ενώπιόν του πειθαρχικής διαδικασίας.
(3) Ποσό που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2) κατατίθεται στο Ταμείο.