1. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 1Α, το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας.
2. Ουδείς νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεων ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις ιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργημα δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος ή προς οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της ως κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
1. Αμφότερα, το ελληνικόν και το τουρκικόν κείμενον του Συντάγματος, είναι πρωτότυπα και έχουσι το αυτό κύρος και την αυτήν νομική ισχύν.
2. Οιαδήποτε αντίφασις μεταξύ των δύο κειμένων του Συντάγματος επιλύεται υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δι’ αναφοράς εις το κείμενον του σχεδίου Συντάγματος το υπογραφέν εν τη Μικτή Συνταγματική Επιτροπή εν Λευκωσία την 6ην Απριλίου, 1960, ως και εν τω παραρτήματι τροποποιήσεων αυτού, το υπογραφέν την 6ην Ιουλίου, 1960, υπό αντιπροσώπων του Βασιλείου της Ελλάδος, της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Ελληνικής και Τουρκικής κοινότητος, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου, 1959, κατά τε το γράμμα και πνεύμα αυτών.
3. Εν περιπτώσει ασαφείας, το Σύνταγμα ερμηνεύεται υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου λαμβανομένου υπόψη και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου, 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών.
Η συνθήκη εγγυήσεως της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητος και του Συντάγματος της Δημοκρατίας, ή συνομολογηθείσα μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Τουρκικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας ως και η συνθήκη στρατιωτικής συμμαχίας ή συνομολογηθείσα μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος και της Τουρκικής Δημοκρατίας, τα κείμενα των οποίων είναι προσηρτημένα τω παρόντι Συντάγματι ως παραρτήματα Ι και ΙΙ κέκτηνται συνταγματική ισχύν.
1. Τα άρθρα ή τα μέρη των άρθρων του Συντάγματος τα περιλαμβανόμενα εν των συνημμένω τω παρόντι παραρτήματα ΙΙΙ, ενσωματωθέντα εις το Σύνταγμα εκ της συμφωνίας Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, αποτελούσι θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος και δεν δύνανται, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως.
2. Τηρουμένων των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου πάσα διάταξις του Συντάγματος δύναται να τροποποιηθή δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως ως εν τη Τρίτη παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.
3. Δια την ψήφισιν οιουδήποτε νόμου περί τροποποιήσεως απαιτείται πλειοψηφία περιλαμβάνουσα τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την ελληνικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την τουρκική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών.
1. Εν περιπτώσει πολέμου ή ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλούντος την ύπαρξιν της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε τμήμα αυτής το Υπουργικόν Συμβούλιον κέκτηται την εξουσίαν να προκηρύσση δι’ αποφάσεως αυτού την κήρυξιν καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης’ ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, όμως, ιδία εκάτερος ή από κοινού έχουσι δικαίωμα αρνησικυρίας οιασδήποτε τοιαύτης αποφάσεως ασκούμενον εντός τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της ημέρας, καθ’ ην η απόφασις εκοινοποιήθη εις το γραφείον εκατέρου.
2. Πάσα τοιαύτη προκήρυξις καθορίζει τα άρθρα του Συντάγματος, άτινα αναστέλλονται, καθ’ όλην την διάρκειαν της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης’ μόνον όμως τα κάτωθι αναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος δύνανται να ανασταλώσι δια της προκηρύξεως: το άρθρον 7, μόνον καθ’ όσον αφορά εις θάνατον προκληθέντα εκ θεμιτής πολεμικής ενεργείας, η δευτέρα και τρίτη παράγραφος του άρθρου 10, τα άρθρα 11, 13, 16, 17, 19, 21, το εδάφιον (δ) της ογδόης παραγράφου του άρθρου 23 και τα άρθρα 25 και 27.
3. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας την προκήρυξιν, εκτός εάν ιδία εκάτερος ή από κοινού έχωσιν ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας, ως εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.
4. Προκήρυξις εκδοθείσα συμφώνως ταις ανωτέρω διατάξεσι του παρόντος άρθρου κατατίθεται αμέσως ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν διατελή εν συνόδω, συγκαλείται αύτη ίνα αποφασισθή όσον οιόν τε ταχύτερον περί τούτου.
5. Η Βουλή των Αντιπροσώπων δικαιούται να απορρίψη ή εγκρίνη την προκήρυξιν περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης. Εν περιπτώσει απορρίψεως ή προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης δεν έχει ουδεμίαν νομική ισχύν. Εν περιπτώσει εγκρίσεως ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα ης Δημοκρατίας την απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων.
6. Η προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης παύει να ισχύη άμα τη παρελεύσει δύο μηνών από της εγκρίσεως αυτής υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκτός εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων τη αιτήσει του Υπουργικού Συμβουλίου αποφασίση να παρατείνη την διάρκειαν της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, οπότε ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ιδία εκάτερος ή από κοινού έχουσι δικαίωμα αρνησικυρίας της αποφάσεως περί παρατάσεως της διαρκείας τα καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ασκούμενον συμφώνως τω άρθρω 50.
7. (1) Παρά τας διατάξεις του Συντάγματος, εφ’ όσον χρόνον ισχύει προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, το Υπουργικόν Συμβούλιον κρίνον ότι απαιτείται άμεσος ενέργεια εκδίδει διατάγματα αυστηρώς συναρτώμενα προς την κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης έχοντα ισχύν νόμου και υποκείμενα εις το δικαίωμα αρνησικυρίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου ενεργούντων εκατέρου ιδία ή από κοινού, συμφώνως τω άρθρω 57.
(2) Εάν δεν ασκηθή συμφώνως τω πρώτω εδαφίω της παρούσης παραγράφου δικαίωμα αρνησικυρίας, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας τα ειρημένα διατάγματα.
(3) Τα ανωτέρω διατάγματα αποβάλλουσι την ισχύν αυτών άμα τη λήξει της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, εφ’ όσον δεν θα έχωσιν ανακληθή ενωρίτερον.
1. Οσάκις διάταγμα εκδοθέν συμφώνως τω εδαφίω (2) της εβδόμης παραγράφου του άρθρου 183 επιτρέπει την επιβολήν προληπτικής προσωπικής κρατήσεως
(α) η αρχή, τη διαταγή της οποίας κρατείται οιονδήποτε πρόσωπον κατ’ εφαρμογήν του διατάγματος, δέον όσον οιόν τε ταχύτερον να πληροφορήση τον κρατούμενον περί των λόγων της κρατήσεως αυτού και, τηρουμένων των διατάξεων της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, περί των ισχυρισμών ως προς α πραγματικά γεγονότα εφ’ ων βασίζεται η διαταγή και να παράσχη αυτώ την ευχέρειαν υποβολής, όσον οιόν τε ταχύτερον, αντιρρήσεων κατά της διαταγής κρατήσεως, και
(β) ουδείς πολίτης κρατείται ες εκτέλεσιν διατάγματος επί χρόνον υπερβαίνοντα τον ένα μήνα, εκτός εάν γνωμοδοτικόν συμβούλιον συντεθειμένον, ως εν τη Δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται, μετ’ εξέτασιν των υποβληθεισών συμφώνως τω εδαφίω (α) της παρούσης παραγράφου υπό του κρατουμένου αντιρρήσεων γνωμοδοτή προ της παρελεύσεως του μηνός ότι θεωρεί υφιστάμενον ικανόν λόγον δικαιολογούντα την κράτησιν.
2. Γνωμοδοτικόν συμβούλιον καθιστάμενον δια την εφαρμογήν του παρόντος
3. άρθρου συντίθεται εξ ενός προέδρου διοριζομένου από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και επιλεγομένου εκ προσώπων τελούντων ή διατελεσάντων δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή κεκτημένων τα προσόντα προς διορισμόν αυτών ως δικαστών του Δικαστηρίου τούτου και εκ δύο ετέρων μελών διοριζομένων από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, αφού προηγουμένως συμβουλευθώσι τον πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
4. Το παρόν άρθρον δεν επιβάλλει εις οιανδήποτε αρχήν να αποκαλύψη γεγονότα, ων η αποκάλυψις κατά την κρίσιν αυτής θα ήτο αντίθετος προς το εθνικόν συμφέρον.
1. Το έδαφος της Δημοκρατίας είναι ενιαίον και αδιαίρετον.
2. Η καθολική ή μερική ένωσις της Κύπρου μεθ’ οιουδήποτε άλλου κράτους ή η χωριστική ανεξαρτησία αποκλείονται.
1. Εν τω Συντάγματι, πλην εάν ορίζηται ρητώς άλλως ή εάν εκ της εν δεδομένη αλληλουχία χρήσεως όρου τινός προκύπτει άλλο τι –
(α) "Κοινότης" σημαίνει την ελληνικήν ή την τουρκική κοινότητα, το "δικαστήριον" συμπεριλαμβάνει και πάντα δικαστήν αυτού, "Έλλην" είναι ο ανήκων εις την ελληνικήν κοινότητα, ως εν άρθρω 2 ορίζεται, "νόμος" σημαίνει νόμον της Δημοκρατίας, οσάκις ο όρος χρησιμοποιείται εν σχέσει προς περίοδον χρόνου επομένην της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, το "πρόσωπον" συμπεριλαμβάνει πάσαν εταιρείαν, συνεταιρισμόν, ένωσιν, σωματείον, ίδρυμα ή οργάνωσιν προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, "Δημοκρατία" σημαίνει την Δημοκρατίαν της Κύπρου· "Τούρκος" ή "τουρκικός" είναι ο ανήκων εις την τουρκικήν κοινότητα, ως εν άρθρω 2 ορίζεται,
(β) λέξεις δηλούσαι το αρσενικόν γένος συμπεριλαμβάνουσι το θηλυκόν γένος και λέξεις εις τον ενικόν αριθμόν συμπεριλαμβάνουσι τον πληθυντικόν και τανάπαλιν.
2. Εις ας περιπτώσεις το Σύνταγμα παρέχει εξουσίαν προς έκδοσιν πάσης φύσεως διαταγμάτων, κανονισμών διοικήσεως ή διαχειρίσεως και οιωνδήποτε οδηγιών, η εξουσία αύτη δέον να ερμηνεύηται ως περιλαμβάνουσα και εξουσίαν καθ’ όμοιον τρόπον ασκουμένην, προς τροποποίησιν ή ανάκλησιν οιουδήποτε των ειρημένων διαταγμάτων, κανονισμών ή οδηγιών.
1. Οι εκλεγέντες -
(α) ως πρώτος Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας,
(β) ως βουλευταί ή ως μέλη εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως, συμφώνως προς τας διατάξεις οιουδήποτε νόμου ισχύοντος αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος θεωρούνται ότι είναι οι νομίμως κατά την έννοιαν των διατάξεων του Συντάγματος εκλεγέντες αντιστοίχως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, βουλευταί και μέλη των Κοινοτικών Συνελεύσεων.
2. Πάντες οι εκλογικοί νόμοι και κανονισμοί, ων η ισχύς έληξεν αυτοδικαίως κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, θέλουσιν εξακολουθήσει να ισχύωσι, μέχρις ου ψηφισθή νέος εκλογικός νόμος υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ή υφ’ οιασδήποτε Κοινοτικής Συνελεύσεως αναλόγως της περιπτώσεως, εν πάση περιπτώσει όμως ουχί πέραν των δέκα οκτώ μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος. Η παράτασις αύτη της ισχύος αφορά εις πάσαν αναπληρωματική εκλογήν διενεργουμένην προς πλήρωσιν διαρκούσης της ειρημένης χρονικής περιόδου, κενουμένου λειτουργήματος του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή αξιώματος βουλευτού ή θέσεως μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως.
1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και των ακολουθουσών διατάξεων του παρόντος άρθρου, πας κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ισχύων νόμος θέλει εξακολουθήσει να ισχύη κατά την ρηθείσαν ημερομηνίαν και μετ’ αυτήν, μέχρις ου τροποποιηθή, δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως δι’ οιουδήποτε νόμου ή κοινοτικού τοιούτου ψηφιζομένου κατά το Σύνταγμα, από δε της ημερομηνίας ταύτης θα ερμηνεύηται και θα εφαρμόζηται προσαρμοζόμενος, καθ’ ο μέτρον είναι αναγκαίον, προς το Σύνταγμα.
2. Επιφυλασσομένης πάσης διαφόρου ρυθμίσεως εν ταις μεταβατικαίς διατάξεσιν ουδεμία διάταξις τοιούτου νόμου αντικειμενική ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε διάταξιν του Συντάγματος και ουδείς νόμος, δι’ ον απαιτείται κατά το άρθρον 78 χωριστή πλειοψηφία, θα εξακολουθήση να ισχύη· οι νόμοι όμως οι αφορώντες εις τους δήμους θα εξακολουθήσωσιν ισχύοντες επί χρονικόν διάστημα εξ μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, οιοσδήποτε δε νόμος επιβάλλων φόρους ή τέλη θα εξακολουθήση ισχύων μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου, 1960.
3. Δι’ οιονδήποτε τοιούτον νόμον διατηρούμενος εν ισχύϊ συμφώνως τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, ισχύουσι τα ακόλουθα, εκτός εάν εκ της χρήσεως όρου εν δεδομένη τινί αλληλουχία προκύπτει διάφορον τι:
(α) οιαδήποτε μνεία της αποικίας της Κύπρου ή του «Στέμματος» ερμηνεύεται εν σχέσει προς οιανδήποτε χρονικήν περίοδον αρχομένην από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος και εφεξής ως σημαίνουσα την Δημοκρατίαν,
(β) οιαδήποτε μνεία του Κυβερνήτου ή του Κυβερνήτου εν Συμβουλίω ερμηνεύεται, εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονική περίοδον, ως σημαίνουσα τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας συμφώνως ταις ρηταίς διατάξεσι του Συντάγματος ιδία εκάτερον ή από κοινού, την Βουλήν των Αντιπροσώπων προκειμένου περί θεμάτων σχετικών προς άσκησιν νομοθετικής εξουσίας, εξαιρουμένων των θεμάτων των ρητώς υπαχθέντων εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις, τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις προκειμένου περί παντός θέματος υπαγομένου συμφώνως τω Συντάγματι εις την αρμοδιότητα αυτών και το Υπουργικόν Συμβούλιον προκειμένου περί θεμάτων σχετικών προς άσκησιν της εκτελεστικής εξουσίας,
(γ) οιαδήποτε μνεία του διοικητικού γραμματέως ή του δημοσιονομικού γραμματέως ερμηνεύεται, εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονική περίοδον, ως σημαίνουσα το υπουργείον ή την ανεξάρτητον υπηρεσίαν της Δημοκρατίας εις ην το γε νυν έχον έχουσιν ανατεθή τα θέματα, εφ ων ήσαν αρμόδιοι οι ως άνω γραμματείς,
(δ) οιαδήποτε μνεία του γενικού εισαγγελέως ή του αντιεισαγγελέως ερμηνεύεται εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονική περίοδον ως σημαίνουσα αντιστοίχως τον γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή τον βοηθόν γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, και
(ε) οιαδήποτε μνεία οιουδήποτε ετέρου προσώπου κατέχοντες δημόσιον αξίωμα ή θέσιν ή οιασδήποτε αρχής ή οιουδήποτε οργανισμού ερμηνεύεται εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονικήν περίοδον ως σημαίνουσα τον αντίστοιχον δημόσιον υπάλληλον ή την αντίστοιχον αρχήν ή υπηρεσίαν ή τον αντίστοιχον οργανισμόν της Δημοκρατίας.
4. Οιονδήποτε δικαστήριον της Δημοκρατίας εφαρμόζον τας διατάξεις οιουδήποτε νόμου, διατηρουμένου εν ισχύϊ συμφώνως τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να εφαρμόζη αυτόν εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονική περίοδον μετά των αναγκαίων προσαρμογών προς συμμόρφωσιν αυτού προς τας διατάξεις του Συντάγματος περιλαμβανομένων και των μεταβατικών διατάξεων αυτού.
5. Εν τω παρόντι άρθρω-
(α) ο όρος «νόμος» περιλαμβάνει πάσαν διοικητικήν πράξιν καταρτισθείσαν δυνάμει του νόμου τούτου προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος.
(β) ο όρος «προσαρμογή» περιλαμβάνει τροποποίησιν, ευθυγράμμισιν και κατάργησιν.
Παρά τας διατάξεις του άρθρου 3 και δια χρονική περίοδον πέντε ετών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος-
(α) άπαντες οι κατά το άρθρον 188 διατηρούμενοι εν ισχύϊ νόμοι δύνανται να παραμείνωσιν εις την αγγλική γλώσσαν, και
(β) η αγγλική γλώσσα δύναται να είναι εν χρήσει εις πάσαν διαδικασίαν ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου της Δημοκρατίας.
1. Τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου παν δικαστήριον υφιστάμενον αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, θα εξακολουθή παρά τας διατάξεις του Συντάγματος να λειτουργή ως μέχρι τούδε, αλλ’ υπό συγκρότησιν, συνάδουσαν κατά το δυνατόν προς τας διατάξεις του Συντάγματος από της ειρημένης ημερομηνίας και μέχρις ου ψηφισθή νέος νόμος περί συγκροτήσεως των δικαστηρίων της Δημοκρατίας, πάντως όμως ουχί πέραν των τεσσάρων μηνών από της ημερομηνίας ταύτης. Εκκρεμείς όμως ακροαματικαί διαδικασίαι, πολιτικαί ή ποινικαί, αίτινες κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος είχον μερικώς συμπληρωθή, συνεχίζονται και περαιούνται ενώπιον του παρ’ ω εκκρεμούσι δικαστηρίου συγκεκροτημένου ως πρότερον ανεξαρτήτως οιασδήποτε διατάξεως του Συντάγματος.
2. Παρά τας διατάξεις του Συντάγματος και μέχρις ου οργανωθή το δι’ αυτού καθιδρυόμενον Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον και επί χρονικήν περίοδον μη υπερβαίνουσαν τους τρεις μήνας από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, το πρωτόκολλον του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα λειτουργή και ως πρωτόκολλον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
3. Το πρωτόκολλον του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα λειτουργή ως πρωτόκολλον και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου εν σχέσει προς παν θέμα, περιλαμβανομένης και της προσφυγής, μέχρις ου συγκροτηθή το Δικαστήριον τούτο’ η συγκρότησις του Δικαστηρίου θα πραγματοποιηθή ουχί βραδύτερον των τριών μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος.
4. Δια τον υπολογισμόν οιασδήποτε προθεσμίας εν σχέσει προς προσφυγήν τινα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά τας διατάξεις του Συντάγματος, δεν συνυπολογίζεται ο χρόνος από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος μέχρι της κατά τα ανωτέρω συγκροτήσεως του Δικαστηρίου.
5. Το υφιστάμενον αμέσως προς της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος Ανώτατον Δικαστήριον θεωρείται, μέχρι της συγκροτήσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμφώνως ταις διατάξεσι του Συντάγματος, ότι αποτελεί το κατά το Σύνταγμα καθιδρυόμενον Ανώτατον Δικαστήριον. Η συγκρότησις του κατά το Σύνταγμα Ανωτάτου Δικαστηρίου θα γίνη ουχί βραδύτερον των τριών μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος? η μνεία όμως του αρχιδικαστού θα σημαίνη το αρχαιότερον μέλος του Δικαστηρίου και το υφιστάμενον Ανώτατον Δικαστήριον θα θεωρήται ως εγκύρως συγκεκροτημένον διαρκούσης της ειρημένης χρονικής περιόδου ανεξαρτήτως της ελαττώσεως των μελών αυτού κάτω του αριθμού των τεσσάρων.
Οιαδήποτε διαδικασία εκκρεμούσα κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος εν τη οποία ο γενικός εισαγγελεύς εν ονόματι της Κυβερνήσεως της αποικίας της Κύπρου ή οιουδήποτε τμήματος ή υπαλλήλου αυτής είναι διάδικος θα συνεχίζηται κατά την ημερομηνίαν ταύτην και εφεξής, υποκαθισταμένης ως διαδίκου της Δημοκρατίας ή της αντιστοίχου υπηρεσίας ή του υπαλλήλου αυτής.
1. Επιφυλασσομένης πάσης ετέρας διατάξεως του Συντάγματος, παν πρόσωπον, όπερ αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος κατέχει θέσιν ή αξίωμα εν τη δημοσία υπηρεσία, δικαιούται να τύχη μετά την ημερομηνίαν ταύτην των αυτών όρων υπηρεσίας, των δι’ αυτό ισχυόντων προ της ημερομηνίας ταύτης. Οι τοιούτοι όροι δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν διαρκούσης της συνεχίσεως της υπηρεσίας αυτού εν τη δημοσία υπηρεσία της Δημοκρατίας κατά την ειρημένην ημερομηνίαν ή εφεξής.
2. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του αρχιδικαστού και οι δικασταί και ειρηνοδίκαι ή πταισματοδίκαι των κατωτέρων δικαστηρίων, κατέχοντες τα αξιώματα ή τας θέσεις αυτών αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος θέλουσιν εξακολουθήσει κατέχοντες, παρά τας διατάξεις των άρθρων 153 και 157, τα αντίστοιχα αξιώματα ή θέσεις αυτών, ως εάν είχον διορισθή εις τας θέσεις ή τα αξιώματα αυτών κατά τας διατάξεις των άρθρων τούτων και δη, μέχρις ου λάβουν χώραν διορισμοί συμφώνως ταις διατάξεσι των ειρημένων άρθρων, και κατ’ ακολουθίαν εφαρμόζονται ως προς τούτους αι διατάξεις του Συντάγματος.
3. Εάν ο κατέχων θέσιν ή αξίωμα τι εκ των εν τη πρώτη και Δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου αναφερομένων δεν διορισθή εν τη δημοσία υπηρεσία της Δημοκρατίας, δικαιούται, διατηρομένων των ισχυόντων περί αυτού όρων υπηρεσίας, να τύχη δικαίας αποζημιώσεως ή συντάξεως βάσει των περί συντάξεως εν περιπτώσει καταργήσεως της θέσεως ή αξιώματος διατάξεων, επιλεγομένης της επωφελεστέρας μεταξύ των δύο τοιούτων και καταβαλλομένης εκ του δημοσίου ταμείου της Δημοκρατίας.
4. Μη επηρεαζομένης της ισχύος της πέμπτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, πας κατέχων θέσιν εκ των εν τη πρώτη και τη Δευτέρα παραγράφω αναφερομένων, υπαγομένην κατ’ εφαρμογήν του Συντάγματος εις την αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνελεύσεως δύναται, εάν επιθυμή τούτο, να παραιτηθή των συμφώνως τη Τρίτη παραγράφω του παρόντος άρθρου δικαιωμάτων αυτού και να επιλέξη υπηρεσίαν υπαγομένην εις Κοινοτικήν Συνέλευσιν. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο κάτοχος της ειρημένης θέσεως ή αξιώματος δικαιούται να λάβη παρά της Δημοκρατίας οιονδήποτε επίδομα λόγω αποχωρήσεως εκ της υπηρεσίας, σύνταξιν, πρόσθετον χορήγημα ή άλλο παρόμοιον ωφέλημα, του οποίου θα εδικαιούτο συμφώνως τω ισχύοντι αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος νόμω και δη αναφορικώς προς περίοδον χρόνου υπηρεσίας προ της ειρημένης ημερομηνίας, εάν η περίοδος αύτη καθ’ εαυτήν ή ομού μεθ’ οιασδήποτε περιόδου χρόνου υπηρεσίας υπαγομένης εις Κοινοτική Συνέλευσιν παρείχεν αυτώ το δικαίωμα, συμφώνως τω μνημονευθέντι νόμω, απολήψεως οιουδήποτε τοιούτου ωφελήματος.
5. Πας εκπαιδευτικός, όστις αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ετέλει εν ενεργώ διδακτική υπηρεσία και ελάμβανεν αντιμισθίαν καταβαλλομένην εκ του δημοσίου ταμείου της αποικίας της Κύπρου και του οποίου η θέσις κατ’ εφαρμογήν του Συντάγματος υπάγεται εις την αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνελεύσεως, δικαιούται να λάβη παρά της Δημοκρατίας οιονδήποτε επίδομα λόγω αποχωρήσεως εκ της υπηρεσίας, σύνταξιν, πρόσθετον χορήγημα ή έτερον παρόμοιον ωφέλημα του οποίου θα εδικαιούτο συμφώνως τω ισχύοντι προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος νόμω και δη αναφορικώς προς περίοδον χρόνου υπηρεσίας προ τα ειρημένης ημερομηνίας, εάν η περίοδος αύτη καθ’ εαυτήν ή ομού μεθ’ οιασδήποτε περιόδου υπηρεσίας υπαγομένης εις Κοινοτικήν Συνέλευσιν παρείχεν αυτώ το δικαίωμα, συμφώνως τω μνημονευθέντι νόμω, απολήψεως οιουδήποτε τοιούτου ωφελήματος.
6. Πας όστις αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ήτο δημόσιος υπάλληλος της αποικίας της Κύπρου, και ευρίσκετο επ’ αδεία λόγω αποχωρήσεως εκ της υπηρεσίας ή υπό μετάθεσιν εκ της υπηρεσίας εις οιανδήποτε ετέραν υπηρεσίαν εκτός της τοιαύτης της Δημοκρατίας, θα δικαιούται των αυτών όρων υπηρεσίας οίτινες υπό τας αυτάς συνθήκας θα ισχύουν ως προς αυτόν προ της ειρημένης ημερομηνίας, αδιακρίτως του εάν είναι ή όχι υπήκοος της Δημοκρατίας, οι δε όροι υπηρεσίας ούτοι δεν επιτρέπεται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν.
7. Εν τω παρόντι άρθρω οι κάτωθι όροι έχουσι την έναντι αυτών σημειουμένην έννοιαν:
(α) «δημόσια υπηρεσία» εν σχέσει προς τον προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος χρόνον σημαίνει υπηρεσίαν υποκειμένην εις την Κυβέρνησιν της αποικίας της Κύπρου, εν σχέσει δε προς υπηρεσίαν μετά την ημερομηνίαν ταύτην σημαίνει πολιτικήν υπηρεσίαν, υποκειμένην εις την Κυβέρνησιν της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει υπηρεσίαν εν τοις σώμασιν ασφαλείας της Δημοκρατίας.
(β) οι «όροι υπηρεσίας» περιλαμβάνουν επιφερομένων των αναγκαίων προσαρμογών συμφώνως ταις διατάξεσι του Συντάγματος, τα αφορώντα εις την αντιμισθίαν, άδειαν, παύσιν ή αποχώρησιν, σύνταξιν, πρόσθετα χορηγήματα ή άλλα παρόμοια επιδόματα.
8. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της έκτης παραγράφου του παρόντος άρθρου ουδέν εκ των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων εφαρμόζεται προκειμένου περί οιουδήποτε, όστις δεν είναι υπήκοος της Δημοκρατίας.
Πας όστις αμέσως προ της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ελάμβανεν εκ του δημοσίου ταμείου της αποικίας της Κύπρου περιλαμβανομένου του ταμείου συντάξεων χηρών και ορφανών οιανδήποτε σύνταξιν ή έτερον επίδομα λόγω αποχωρήσεως εκ της υπηρεσίας θα εξακολουθή από της ημερομηνίας της ισχύος του Συντάγματος λαμβάνων την σύνταξιν ή το επίδομα λόγω αποχωρήσεως εκ της υπηρεσίας εκ του δημοσίου ταμείου της Δημοκρατίας, υπό τας προϋποθέσεις και τους όρους τους ισχύοντας περί των συντάξεων ή των ετέρων ειρημένων επιδομάτων αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ή υπό προϋποθέσεις και όρους θεσπιζομένους μεταγενεστέρως, ουχί όμως ολιγώτερον ευμενείς δια τον δικαιούχον και εφαρμοζομένους εις την περίπτωσιν αυτού.
Το επί συντάξεως εκ του ταμείου συντάξεων χηρών και ορφανών δικαίωμα οιουδήποτε προσώπου από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος και εφεξής θα εξακολουθή να υπόκειται εις τας προϋποθέσεις και τους όρους συνταξιοδοτήσεως τους ισχύοντας αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, δεν δύνανται δε να μεταβληθώσιν ούτοι δυσμενώς δι’ οιονδήποτε πρόσωπον, εφ’ όσον χρόνον υφίσταται δικαίωμα αυτού επί της συντάξεως.
Παρά τα οριζόμενα εν τω Συντάγματι οι εκλεγέντες ως πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ως πρώτος Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, οίτινες δυνάμει του άρθρου 187 αναγνωρίζονται ως πρώτος Πρόεδρος και ως πρώτος Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν ή εγκατασταθώσιν εις το λειτούργημα αυτών ή μετά την τοιαύτην εγκατάστασιν, ως εν άρθρω 42 ορίζεται, έχουσι και θεωρούνται ότι έσχον, από κοινού, το αποκλειστικόν δικαίωμα και την εξουσίαν να υπογράψωσι και συνομολογήσωσιν εν ονόματι της Δημοκρατίας την συνθήκην εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου, μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Δημοκρατίας της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, ομού μετά των ανταλλαγών διακοινώσεων των συνταχθεισών προς υπογραφήν μετά της συνθήκης ταύτης και την συνθήκην εγγυήσεως της ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας και του Συντάγματος της Δημοκρατίας, μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Δημοκρατίας της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, την συνθήκην στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος και της Δημοκρατίας της Τουρκίας και την συμφωνίαν μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος και της Δημοκρατίας της Τουρκίας περί εφαρμογής της μεταξύ των Κρατών τούτων συναφθείσης συνθήκης συμμαχίας και αι συνθήκαι, αι συμφωνίαι και αι ανταλλαγείσαι διακοινώσεις αύται θα συνομολογηθώσιν ούτω εγκύρως εν ονόματι της Δημοκρατίας, και τιθέμεναι εν ισχύϊ καθίστανται δεσμευτικαί από της ημερομηνίας της κατά τα ανωτέρω υπογραφής αυτών.
Η θητεία των πρώτων Κοινοτικών Συνελεύσεων άρχεται από της ημερομηνίας της ενάρξεως ισχύος του Συντάγματος.
1. Πάσα αμέσως προ της ημερομηνίας της ισχύος του Συντάγματος υπέρ οιουδήποτε σχολείου ή οργανισμού ή ιδρύματος, υπαγομένου δυνάμει των διατάξεων του Συντάγματος εις την αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δια λογαριασμόν αυτού ή ως καταπίστευμα υπέρ αυτού κατεχομένη κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επ’ αυτής, είτε ανήκουσα εις την Κυβέρνησιν της αποικίας της Κύπρου ή εις οιονδήποτε οργανισμόν ή έτερον πρόσωπον, είτε εγγεγραμμένη επ’ ονόματι αυτών, από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος το Συντάγματος μεταβιβάζεται και παραδίδεται εις την κατοχήν των προσώπων, αρχών ή οργανισμών ους ο νόμος της οικείας Κοινοτικής Συνελεύσεως θέλει ορίσει, τηρουμένων των προϋποθέσεων και των όρων ους θέλει θεσπίσει ο νόμος ούτος. Ο τοιούτος νόμος όμως δεν δύναται να ορίση ότι οιαδήποτε τοιαύτη ιδιοκτησία θα μεταβιβασθή εις αυτήν ταύτην την Κοινοτικήν Συνέλευσιν ή θα παραδοθή εις την κατοχήν αυτής ταύτης της Κοινοτικής Συνελεύσεως.
2. Ουδέν εκ των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων δύναται να ισχύση προκειμένου περί κληροδοτημάτων ή άλλων δωρεών διοικουμένων υπό διαχειριστών ή προκειμένου περί οιουδήποτε βακουφίου, και αφορώντων εις εκπαιδευτικούς σκοπούς.
1. Αι επόμεναι διατάξεις ισχύουσι, μέχρις ου ψηφισθή νόμος περί ιθαγενείας περιλαμβάνων τας διατάξεις ταύτας:
(α) παν θέμα αναφερόμενον εις την ιθαγένειαν διέπεται υπό των διατάξεων του παραρτήματος Δ της συνθήκης εγκαθιδρύσεως, και
(β) ο γεννώμενος εν Κύπρω κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ή μετ’ αυτήν αποκτά δια της γεννήσεως την ιθαγένειαν της Δημοκρατίας, εάν ο πατήρ αυτού είχεν αποκτήσει την ιθαγένειαν της Δημοκρατίας, κατά την ημερομηνίαν ταύτην ή θα απέκτα τοιαύτην ιθαγένειαν δυνάμει των διατάξεων του παραρτήματος Δ της συνθήκης εγκαθιδρύσεως, εάν δεν είχεν αποθάνει.
2. Εν τω παρόντι άρθρω «συνθήκη εγκαθιδρύσεως» σημαίνει την συνθήκην μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Δημοκρατίας της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, την αναφερομένην εις την εγκαθίδρυσιν της Δημοκρατίας της Κύπρου.
1. Η Τουρκική Κοινοτική Συνέλευσις δικαιούται όπως εισπράξη παρά της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας τα εν ταις ανταλλαγείσαις διακοινώσεσι μεταξύ του Κυβερνήτου της αποικίας της Κύπρου εκ μέρους της κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και αντιπροσώπων της Τουρκικής κοινότητος της Κύπρου αίτινες συνετάχθησαν προς υπογραφήν κατά την 6ην Ιουλίου 1960 αναφερόμενα ποσά.
2. Ουδεμία των προβλέψεων του παρόντος άρθρου δύναται να ερμηνευθή ως περιορίζουσα το δικαίωμα εκατέρας των δύο κοινοτήτων επί τη βάσει του Συντάγματος.