Η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητος και κυρίαρχος Δημοκρατία, προεδρικού συστήματος, της οποίας ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόμενοι αντιστοίχως υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος της Κύπρου, ως εν τω παρόντι Συντάγματι ορίζεται.
Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται, πράξεις που διενεργούνται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία καθίστανται αναγκαία από τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε εμποδίζει Κανονισμούς, Οδηγίες ή άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από του να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία.
Δια τους σκοπούς του παρόντος Συντάγματος:
1. Την ελληνικήν κοινότητα αποτελούσιν άπαντες οι πολίται της Δημοκρατίας, οίτινες είναι ελληνικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν γλώσσαν την ελληνικήν ή μετέχουσι των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουσιν εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
2. Την τουρκικήν κοινότητα αποτελούσιν άπαντες οι πολίται της Δημοκρατίας, οίτινες είναι τουρκικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν γλώσσαν την τουρκικήν ή μετέχουσι των τουρκικών πολιτιστικών παραδόσεων ή είναι μωαμεθανοί.
3. Πολίται της Δημοκρατίας μη περιλαμβανόμενοι εις τας διατάξεις της πρώτης ή της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου, επιλέγουσιν ατομικώς την ελληνικήν ή την τουρκικήν κοινότητα εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος. Εφ’ όσον όμως ανήκουσιν εις θρησκευτικήν ομάδα επιλέγουσι την ελληνική ή την τουρκικήν κοινότητα ομαδικώς και επί τη τοιαύτη επιλογή θεωρούνται μέλη της κοινότητος, ην επελέξαντο, τηρουμένου του κανόνος ότι πας πολίτης της Δημοκρατίας ανήκων εις τοιαύτην θρησκευτικήν ομάδα δικαιούται να μη συμμορφωθή προς την κατόπιν αποφάσεως της ομάδος επιλογήν αυτής, οπότε δι’ ενυπογράφου δηλώσεως αυτού υποβαλλομένης εντός μηνός από της ημερομηνίας της επιλογής της ομάδος αυτού εις τον αρμόδιον υπάλληλον της Δημοκρατίας, και εις τους Προέδρους της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, επιλέγει κοινότητα διάφορον της κοινότητος, ην επελέξατο η ομάς αυτού.
Νοείται περαιτέρω ότι, εν η περιπτώσει η επιλογή, η γενομένη υπό θρησκευτικής ομάδος, δεν γίνη αποδεκτή, επί τω λόγω ότι τα μέλη αυτής είναι ολιγώτερα του απαιτουμένου αριθμού, πας ανήκων εις τοιαύτην θρησκευτικήν ομάδα δικαιούται, εντός μηνός από της ημερομηνίας της αρνήσεως αποδοχής της επιλογής της ομάδος, να επιλέξη ατομικώς την κοινότητα, εις ην επιθυμεί να ανήκη τηρών την προειρημένην διαδικασίαν.
Εν τη παρούση παραγράφω «θρησκευτική ομάς» σημαίνει ομάδα προσώπων συνήθως κατοικούντων εν Κύπρω, πρεσβευόντων την αυτήν θρησκείαν και ανηκόντων είτε εις το αυτό δόγμα είτε υποκειμένων εις την αυτήν δικαιοδοσίαν ταύτης, των οποίων ο αριθμός κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος του Συνάγματος υπερβαίνει τους χιλίους, εξ ων τουλάχιστον πεντακόσιοι κατέστησαν υπήκοοι της Δημοκρατίας κατά την ειρημένην ημερομηνίαν.
4. Πας όστις αποκτά την υπηκοότητα της Δημοκρατίας εις χρόνον μεταγενέστερον της παρόδου τριών μηνών από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ασκεί το εν τη τρίτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζόμενο δικαίωμα επιλογής εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ημερομηνίας, καθ’ ην απέκτησε την υπηκοότητα.
5. Έλλην ή τούρκος πολίτης της Δημοκρατίας υποκείμενος εις τας διατάξεις της πρώτης η της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου, δικαιούται να παύση ανήκων εις την κοινότητα, ης είναι μέλος και να επιλέξη την ετέραν κοινότητα:
(α) επί τη υποβολή ενυπογράφου δηλώσεως περί της επιθυμίας αυτού, όπως μεταβάλη κοινότητα, εις τον αρμόδιον υπάλληλον της Δημοκρατίας και τους Προέδρους της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και
(β) επί τη αποδοχή της δηλώσεως αυτού υπό της Κοινοτικής Συνελεύσεως της κοινότητος, εις ην δηλοί ότι επιθυμεί να ανήκη.
6. Οιονδήποτε πρόσωπον ή οιαδήποτε θρησκευτική ομάς θεωρούμενη ως ανήκουσα είτε εις την ελληνικήν είτε εις την τουρκικήν κοινότητα, συμφώνως προς τας διατάξεις της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, δύναται να παύση ανήκουσα εις την μίαν των κοινοτήτων και να θεωρήται ως ανήκουσα εις την ετέραν κοινότητα:
(α) επί τη υποβολή ενυπογράφου εγγράφου δηλώσεως περί της επιθυμίας της τοιαύτης μεταβολής υπό του προσώπου ή υπό της θρησκευτικής ομάδος εις τον αρμόδιον υπάλληλον της Δημοκρατίας και εις τους Προέδρους της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και
(β) επί τη αποδοχή της δηλώσεως υπό της Κοινοτικής Συνελεύσεως της κοινότητος, εις ην δηλοί ότι επιθυμεί να ανήκη.
7. (α) Η ύπανδρος γυνή ανήκει εις την κοινότητα του συζύγου αυτής.
(β) Το άρρεν ή θήλυ άγαμον τέκνον το μη συμπληρώσαν το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του ανήκει εις την κοινότητα του πατρός αυτού, επί δε αγνώστου πατρός και εφ’ όσον δεν έχει υιοθετηθή, εις την κοινότητα, εις ην ανήκει η μήτηρ αυτού.
1. Αι επίσημοι γλώσσαι της Δημοκρατίας είναι η ελληνική και η τουρκική.
2. Νομοθετικαί, εκτελεστικαί και διοικητικαί πράξεις και έγγραφα συντάσσονται εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας και εφ’ όσον δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος απαιτείται έκδοσις, εκδίδονται δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας.
3. Διοικητικά ή έτερα επίσημα έγγραφα απευθυνόμενα εις Έλληνα ή Τούρκον συντάσσονται αντιστοίχως εις την ελληνική ή την τουρκικήν γλώσσαν.
4. Η ενώπιον δικαστηρίων διαδικασία διεξάγεται και διευθετείται και αι αποφάσεις συντάσσονται εις την ελληνικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Έλληνες, εις την τουρκικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Τούρκοι και εις αμφοτέρας, την ελληνικήν και την τουρκικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Έλληνες και Τούρκοι. Το Ανώτατον Δικαστήριον δια του εν άρθρω 163 προβλεπομένου κανονισμού αυτού καθορίζει εάν εκατέρα ή αμφότεραι αι επίσημοι γλώσσαι χρησιμοποιώνται εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν.
5. Οιονδήποτε κείμενον καταχωρούμενον εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας δημοσιεύεται εν τη αυτή εκδόσει εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας.
6. (1) Πάσα διαφορά μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού κειμένου οιασδήποτε νομοθετικής, εκτελεστικής ή διοικητικής πράξεως ή εγγράφου δημοσιευομένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας επιλύεται υπό του αρμοδίου δικαστηρίου.
(2) Το υπερισχύον κείμενον νόμου ή αποφάσεως Κοινοτικής Συνελεύσεως καταχωρουμένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας είναι το δημοσιευόμενον εις την γλώσσαν της οικείας Κοινοτικής Συνελεύσεως.
(3) Οιαδήποτε διαφορά ανακύπτουσα μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού κειμένου εκτελεστικής ή διοικητικής πράξεως ή εγγράφου, όπερ, καίπερ μη δημοσιευθέν εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, έχει άλλως δημοσιευθή, επιλύεται οριστικώς δια δηλώσεως του υπουργού ή άλλης οικείας αρχής περί του υπερισχύοντος ή ορθού κειμένου.
(α) Το αρμόδιον δικαστήριον δύναται να παράσχη την κατά την κρίσιν αυτού δικαίαν θεραπείαν, εάν προκύψη οιαδήποτε των ανωτέρω αναφερομένων διαφορών μεταξύ των δύο κειμένων.
(β) Ως νόμος ήθελε ορίσει, το Εμπορικό Δικαστήριο και το Ναυτοδικείο, καθώς και ανώτερο αυτών δικαστήριο, όταν εξετάζει ή ελέγχει απόφαση ή διάταγμα του Εμπορικού Δικαστηρίου ή του Ναυτοδικείου, δύναται να επιτρέψει τη χρήση της αγγλικής γλώσσας κατά την ενώπιόν του διαδικασία, περιλαμβανομένης της καταχώρισης αγόρευσης ή δικογράφου και της κατάθεσης εγγράφου ή μαρτυρίας, καθώς και να συντάξει δικαστική απόφαση ή διάταγμα στην αγγλική γλώσσα.
7. Επί των νομισμάτων, χαρτονομισμάτων και γραμματοσήμων γίνεται χρήσις των δύο επισήμων γλωσσών.
8 Έκαστος δικαιούται να απευθύνηται προς απάσας τας αρχάς της Δημοκρατίας εις εκατέραν των επισήμων γλωσσών.
1. Η Δημοκρατία έχει ιδίαν σημαίαν ουδετέρου σχεδίου και χρώματος, την οποίαν επιλέγουσιν από κοινού ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας.
2. Αι αρχαί της Δημοκρατίας και οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμός κοινής ωφελείας ιδρυόμενος δια ή συμφώνως τω νόμω της Δημοκρατίας αναρτώσι την σημαίαν της Δημοκρατίας και έχουσι το δικαίωμα να αναρτώσι κατά τας εορτάς ταυτοχρόνως ομού μετά της σημαίας της Δημοκρατίας την ελληνικήν και την τουρκικήν σημαίαν.
3. Αι κοινοτικαί αρχαί και τα ιδρύματα αυτών έχουσι το δικαίωμα, να αναρτώσι κατά τας εορτάς ταυτοχρόνως ομού μετά της σημαίας της Δημοκρατίας την ελληνικήν ή την τουρκικήν σημαίαν.
4. Πας πολίτης της Δημοκρατίας ή οιαδήποτε οργάνωσις αποτελούσα ή μη νομικόν πρόσωπον, εξαιρουμένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, της οποίας τα μέλη είναι πολίται της Δημοκρατίας, έχουσι το δικαίωμα να αναρτώσιν επί της κατοικίας ή του καταστήματος αυτών την σημαίαν της Δημοκρατίας ή την ελληνικήν ή την τουρκικήν σημαίαν, άνευ οιουδήποτε περιορισμού.