2.

2.Στον παρόντα Κανονισμό εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει αντίθετη έννοια-

«Ανώτατο Δικαστήριο» σημαίνει το Δικαστήριο που εγκαθιδρύθηκε από το Άρθρο 153 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από την 1η Ιουλίου 2023 ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 9(3) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο» σημαίνει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο όπως αυτό ορίζεται στο Άρθρο 157.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και άρχισε τη λειτουργία του την 1η Ιουλίου 2023, σύμφωνα με το άρθρο 10(5)(α) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο» σημαίνει το Δικαστήριο που εγκαθιδρύθηκε από το Άρθρο 133 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από την 1η Ιουλίου 2023 ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 9(2) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο» σημαίνει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ενεργώντας στο πλαίσιο των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 9(2)(δ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Γενικός Εισαγγελέας» σημαίνει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά το Άρθρο 112 του Συντάγματος.

«Γραμματέας» σημαίνει τον Γραμματέα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, δηλαδή τον Αρχιπρωτοκολλητή, ή άλλο Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου που, στην απουσία του Αρχιπρωτοκολλητή, του ανατίθεται να εκτελεί χρέη Γραμματέα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

«Δικαστής» σημαίνει τον Πρόεδρο και Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

«Δικαστικός Λειτουργός" σημαίνει Δικαστή του Εφετείου ή κατώτερου Δικαστηρίου.

«Ένσταση» σημαίνει την ένσταση που μπορεί να υποβληθεί αναφορικά με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και αναφέρεται στο άρθρο 10(5)(ζ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Έρευνα» σημαίνει την προβλεπόμενη από τον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό έρευνα. Υποκείμενο της έρευνας είναι Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος είναι ενδεχόμενο να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, ή να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα ή να έχει καταστεί ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντά του.

«Ερευνών Δικαστής» σημαίνει Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή Δικαστή του Εφετείου, στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή έρευνας.

«Εφετείο» σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 3Α των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023, καθιδρυθέν Δικαστήριο.

«Κατώτερο Δικαστήριο» σημαίνει το Επαρχιακό και κάθε άλλο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθιδρυόμενο διά νόμου.

«Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς» σημαίνει τον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς που βρίσκεται αναρτημένος στην ιστοσελίδα του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

«Πειθαρχικό παράπτωμα» περιλαμβάνει την άρνηση, παράλειψη, ολιγωρία ή παρέκκλιση από την εκτέλεση του δικαστικού καθήκοντος και, γενικά, συμπεριφορά απαράδεκτη από Δικαστικό Λειτουργό. Ειδικότερα, σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθενται στην παρ. Β.3 του Οδηγού, δυνατό να συνιστά «πειθαρχικό παράπτωμα».

Όροι οι οποίοι δεν ορίζονται στον παρόντα Κανονισμό, έχουν τη σημασία η οποία τους αποδίδεται από το Σύνταγμα, τους περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμους του 1964 έως 2023 και τους περί Δικαστηρίωv Νόμους του 1960 έως (Αρ.2) του 2023.