Μέρος Προκαταρκτική Εξέταση
3.

3.Οποτεδήποτε περιέρχεται σε γνώση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας, αρμοδιοτήτων και εξουσιών του ή κατόπιν παραπόνου, ότι Δικαστικός Λειτουργός δυνατό –

(α) Να έχει καταστεί ανίκανος,

(β) να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά,

(γ) να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα,

θέτει υπόψη του Δικαστικού αυτού Λειτουργού τα εις χείρας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στοιχεία ή τους προβληθέντες ισχυρισμούς και ζητά τις απόψεις του μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.

4.

4.Αφού λάβει τις απόψεις του Δικαστικού Λειτουργού ή, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που έχει οριστεί, σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψής του να τις καταθέσει, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας ως προς το ενδεχόμενο ο Δικαστικός Λειτουργός να έχει καταστεί ανίκανος ή να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά ή να έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.

5.

5.Εάν η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ότι δεν συντρέχουν λόγοι οι οποίοι να δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας τούτο γνωστοποιείται στο Δικαστικό Λειτουργό και στον παραπονούμενο, εάν το θέμα ηγέρθη με παράπονο που υποβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο.