10.-(1) Όταν Νόμος ακυρώνει και επαναθεσπίζει, με ή χωρίς τροποποίηση, οποιαδήποτε πρόνοια του προηγούμενου Νόμου, αναφορές σε οποιοδήποτε άλλο Νόμο στην ακυρωθείσα πρόνοια, θα ερμηνεύονται, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, ως αναφορές στην πρόνοια που επαναθεσπίσθηκε με τον τρόπο αυτό.
(2) Όταν Νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η ακύρωση δεν θα-
(α) επαναφέρει οτιδήποτε που δεν ισχύει ή δεν υπάρχει κατά το χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να ισχύει η ακύρωση~
(β) επηρεάζει την προηγούμενη ισχύ νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό ή οτιδήποτε που τελέστηκε κανονικά ή που επιτράπηκε με βάση το νομοθέτημα που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(γ) επηρεάζει δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ή ευθύνη που εξασφαλίζεται, προέρχεται ή προκύπτει, βάσει νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(δ) επηρεάζει ποινή, κατάσχεση, ή τιμωρία που προέκυψε σχετικά με ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε εναντίον νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(ε) επηρεάζει έρευνα, νομική διαδικασία ή θεραπεία σχετικά με οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ευθύνη, ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία όπως αναφέρθηκε πιο πάνω,
και τέτοια έρευνα, νομική διαδικασία, ή θεραπεία, μπορεί να εγερθεί, συνεχιστεί, ή εκτελεσθεί και τέτοια ποινή, κατάσχεση, ή τιμωρία μπορεί να επιβληθεί ωσάν ο ακυρωτικός Νόμος δεν ψηφιζόταν.