2. Στο Νόμο αυτό και σε κάθε άλλο Νόμο, και σε όλα τα δημόσια έγγραφα, που θεσπίστηκαν, έγιναν, εκδόθηκαν, τηρήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν πριν από ή μετά την έναρξη του Νόμου αυτού, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις θα έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτές αντίστοιχα, εκτός αν υπάρχει κάτι στο αντικείμενο ή το κείμενο που είναι ασυμβίβαστο με τέτοια ερμηνεία ή εκτός αν προνοείται σε αυτό διαφορετικά-
“αγροφύλακας” σημαίνει πρόσωπο το οποίο διορίζεται ως τέτοιο βάσει του περί Αγροφυλάκων Νόμου και περιλαμβάνει προσωρινό Αγροφύλακα.
“Ανώτατο Δικαστήριο” σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας που εγκαθιδρύεται με βάση το Νόμο που ισχύει εκάστοτε.
“Ανώτερος Κτηνιατρικός Λειτουργός” σημαίνει τον Ανώτερο Κτηνιατρικό Λειτουργό της Κυβερνήσεως.
“αρχείο” σημαίνει οποιοδήποτε αρχείο που τηρείται ή χρησιμοποιείται με βάση την εξουσία Νόμου ή δημόσιου εγγράφου.
“Αρχηγός Αστυνομίας” και “Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας” σημαίνει αντίστοιχα τον Αρχηγό Αστυνομίας και Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας της Αστυνομικής Δύναμης της Κύπρου.
“Αρχιδικαστής” και “Εφέτης” σημαίνει αντίστοιχα τον Αρχιδικαστή και Εφέτες του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
“Αρχιπρωτοκολλητής” σημαίνει τον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
“Αστυνομική Δύναμη Κύπρου” σημαίνει την Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας που συνεστήθηκε με βάση το Νόμο που ισχύει εκάστοτε.
“Αυτοκρατορικό Κοινοβούλιο” ή “Κοινοβούλιο”, σημαίνει το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου.
“Αυτού Μεγαλειότης” ή “Αυτής Μεγαλειότης”, “ο Βασιλεύς” ή “η Βασίλισσα” ή “το Στέμμα” σημαίνει την Αυτού Μεγαλειότητα το Βασιλέα, ή την Αυτής Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα, εκάστοτε Ηγεμόνες του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων Βασιλείων και Επικρατειών της Κοινοπολιτείας, και περιλαμβάνει προγόνους και τους κληρονόμους και διαδόχους τέτοιου Βασιλέα ή Βασίλισσας.
“Γενικός Διευθυντής Ταχυδρομείου” σημαίνει το Γενικό Διευθυντή Ταχυδρομείου της Κυβερνήσεως.
“Γενικός Εισαγγελέας” σημαίνει το Γενικό Εισαγγελέα της Κύπρου.
“Γενικός Λογιστής” σημαίνει το Γενικό Λογιστή της Κυβερνήσεως.
“Γραμματέας του Κράτους” σημαίνει έναν από τους Προϊσταμένους Γραμματείς του Κράτους της Αυτής Μεγαλειότητας.
“ο Γραμματέας του Κράτους” σημαίνει το Γραμματέα του Κράτους της Αυτής Μεγαλειότητας για τις Αποικίες.
“γραπτό”, και εκφράσεις που αναφέρονται σε γραπτό περιλαμβάνουν τυπογράφηση, λιθογράφηση, δακτυλογράφηση, φωτογράφηση και άλλους τρόπους απεικόνισης ή αναπαραγωγής λέξεων σε εμφανή τύπο.
“Δανειστικοί Επίτροποι” σημαίνει το Συμβούλιο των Επιτρόπων που συστήνεται με βάση την εξουσία του περί Δημοσίων Δανείων Νόμου.
“Δημοκρατία” σημαίνει τη Δημοκρατία της Κύπρου, και συμπεριλαμβάνει τα χωρικά της ύδατα, και όλες τις νήσους ή νησίδες μέσα στα χωρικά αυτά ύδατα.
“δημόσια αργία” σημαίνει οποιαδήποτε ημέρα η οποία με βάση τις διατάξεις Νόμου που ισχύει εκάστοτε κηρύσσεται ή ανακηρύσσεται ως δημόσια αργία.
“δημόσια ειδοποίηση” σημαίνει οποιαδήποτε ανακοίνωση όχι νομοθετικής φύσεως η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
“Δημοσιευθέν στην Επίσημη Εφημερίδα” σημαίνει που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
“δημόσιο έγγραφο” σημαίνει διάταγμα Υπουργικού Συμβουλίου, διάταγμα, διακήρυξη, κανονισμούς, κανόνες, διατάξεις, ειδοποίηση, ή μητρώο που έγινε, εκδόθηκε ή τηρήθηκε με βάση εξουσία Νόμου.
“Δημοσιονομικός Γραμματέας” σημαίνει τον Αρχηγό Οικονομικό Σύμβουλο της Κυβερνήσεως.
“δημόσιος υπάλληλος” περιλαμβάνει κάθε υπάλληλο στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ο οποίος έχει εξουσίες και ασκεί καθήκοντα δημόσιας φύσης, είτε με βάση τον άμεσο έλεγχο του Υπουργικού Συμβουλίου είτε όχι.
“Δημοτική Αρχή” σημαίνει Δημοτικό Συμβούλιο ή Δημοτική Επιτροπή ή άλλο σώμα το οποίο εξουσιοδοτείται κανονικά από Νόμο να ασκεί Δημοτική εξουσία και διοίκηση.
“Διαδικαστικοί Κανονισμοί” όταν χρησιμοποιείται σε σχέση με Δικαστήριο, σημαίνει κανονισμούς που συντάσσονται ή εκδίδονται από αρχή που έχει εκάστοτε εξουσία να συντάσσει και εκδίδει κανονισμούς ή διατάγματα που ρυθμίζουν την πρακτική και διαδικασία τέτοιου δικαστηρίου.
“διαθήκη” περιλαμβάνει κωδίκελο.
“Διάταγμα εν Συμβουλίω” σημαίνει διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με τις εξουσίες που παρέχονται από νόμο στον Κυβερνήτη εν Συμβουλίω.
“διάταγμα”, “κανονισμοί”, “κανόνες” και “διατάξεις” σημαίνει αντίστοιχα οποιοδήποτε διάταγμα, κανονισμούς, κανόνες και διατάξεις που εκδίδονται σύμφωνα με εξουσίες που παρέχονται από νόμο.
“Διευθυντής Γεωργίας” σημαίνει το Διευθυντή Γεωργίας της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Δημοσίων Έργων” σημαίνει το Διευθυντή Δημοσίων Έργων της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Ελεγκτικού” σημαίνει το Διευθυντή Ελεγκτικού της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών” σημαίνει το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας” σημαίνει το Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Παιδείας” σημαίνει το Διευθυντή Παιδείας της Κυβερνήσεως.
“Δικηγόρος” σημαίνει πρόσωπο που εγγράφεται ως τέτοιο με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, ή άλλο Νόμο που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν, ή οποιοδήποτε Νόμο που ίσχυε προηγουμένως για το σκοπό αυτό.
“Διοικητικός Λειτουργός” σημαίνει το Διοικητικό Λειτουργό της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνει Βοηθό Διοικητικό Λειτουργό.
“εγγεγραμμένο” όταν χρησιμοποιείται με αναφορά ή σε σχέση προς έγγραφο, σημαίνει εγγεγραμμένο βάσει των διατάξεων του Νόμου που ισχύει εκάστοτε που εφαρμόζεται στην εγγραφή τέτοιου εγγράφου.
“εκτάριο” ή “σκάλα” σημαίνει έκταση χιλίων και εξακοσίων τετραγωνικών υαρδών σύμφωνα με το Βρεττανικό Αυτοκρατορικό Πρότυπο.
“Ελεγκτής” σημαίνει τον Ελεγκτή Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης της Κυβερνήσεως.
“έναρξη” με τις γραμματικές της διαφοροποιήσεις και συναφείς εκφράσεις, όταν χρησιμοποιείται με αναφορά προς Νόμο σημαίνει την ημέρα κατά την οποία ο Νόμος τίθεται σε ισχύ.
“Επαρχία” σημαίνει περιοχή που κηρύχθηκε ως Επαρχία από Νόμο ή κηρύχθηκε ως Επαρχία από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση εξουσία Νόμου που τελεί εκάστοτε σε ισχύ και περιλαμβάνει περιφέρεια.
“Επαρχιακό Δικαστήριο” σημαίνει Επαρχιακό Δικαστήριο που συστάθηκε με βάση Νόμο που ισχύει εκάστοτε.
“Επαρχιακός Επόπτης” σημαίνει Επαρχιακό Επόπτη ο οποίος υπηρετεί στην Επαρχιακή Διοίκηση και περιλαμβάνει Βοηθό Επαρχιακό Επόπτη.
“Έπαρχος” σημαίνει τον Έπαρχο επαρχίας και περιλαμβάνει Βοηθό Έπαρχο.
“επίδοση με ταχυδρομείο”- όταν Νόμος ή δημόσιο έγγραφο επιτρέπει ή απαιτεί όπως έγγραφο επιδοθεί ταχυδρομικώς, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται η έκφραση επίδοση ή η έκφραση “δοθεί” ή “αποσταλεί” ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η επίδοση θα λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.
“Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας” σημαίνει την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας που εκδίδεται με εξουσιοδότηση της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνει παραρτήματα αυτής και οποιαδήποτε έκτακτη έκδοση που δημοσιεύεται με τον τρόπο αυτό.
“Επίτροπος Εργασίας” σημαίνει τον Επίτροπο Εργασίας της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνει το Βοηθό Επίτροπο Εργασίας.
“έτος” σημαίνει ημερολογιακό έτος.
“Εφετείο” σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας υπό τη δευτεροβάθμιο δικαιοδοσία του.
“Ημέρες” σημαίνει καθαρές ημέρες.
“Ηνωμένο Βασίλειο” όταν χρησιμοποιείται σε αυτόν ή σε άλλο Νόμο ή δημόσιο έγγραφο-
(α) το οποίο θεσπίστηκε ή έγινε πριν από την 1η Οκτωβρίου, 1921, σημαίνει τη Μεγάλη Βρεττανία και Ιρλανδία~
(β) το οποίο θεσπίστηκε ή έγινε μετά την 1η Οκτωβρίου, 1921, σημαίνει τη Μεγάλη Βρεττανία και Βόρειο Ιρλανδία.
“Ιατρικός Λειτουργός” σημαίνει γιατρό στην υπηρεσία της Κυβερνήσεως.
“Ιατρικό Τμήμα” σημαίνει το Ιατρικό Τμήμα της Δημοκρατίας.
“καθοριζόμενος” σημαίνει καθοριζόμενος από το Νόμο στον οποίο η λέξη συναντάται ή από οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο που εκδίδεται με βάσει το Νόμο αυτό.
“Κεφάλαιο”, “Μέρος”, “Άρθρο” και “Παράρτημα” υποδειλούν αντίστοιχα κεφάλαιο, Μέρος και άρθρο του Νόμου και Παράρτημα στο Νόμο στον οποίο συναντάται η λέξη και “υπεδάφιο” υποδηλεί υπεδάφιο του άρθρου στο οποίο συναντάται η λέξη.
“Κοινοτική Αρχή” ή “Κοινοτική Επιτροπή” σημαίνει τον κοινοτάρχη και τα μέλη της κοινοτικής αρχής ή επιτροπής πόλης, χωριού ή ενορίας οποιασδήποτε πόλης ή χωριού.
“Κυβέρνηση” σημαίνει την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κύπρου.
“Κυβερνήτης” σημαίνει τον Κυβερνήτη της Αποικίας και περιλαμβάνει τον Προσωρινό Κυβερνήτη ή τον Αξιωματούχο ο οποίος προϊσταται εκάστοτε της Κυβερνήσεως.
“Κυβερνήτης εν Συμβουλίω” ή οποιαδήποτε συγγενής έκφραση σημαίνει τον Κυβερνήτη ο οποίος ενεργεί με τη συμβουλή του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Αποικίας, αλλά όχι κατ’ ανάγκη ο οποίος ενεργεί σε τέτοιο Συμβούλιο συναθροισμένο, ούτε κατ’ ανάγκη σύμφωνα με τέτοια συμβουλή.
“Κυβερνητικός Αναλυτής” σημαίνει τον Αναλυτή της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνει βοηθό ή άλλο αναλυτή που εργοδοτείται από την Κυβέρνηση.
“Κυβερνητικός Βακτηριολόγος” σημαίνει Βακτηριολόγο της Κυβερνήσεως.
“Κυβερνητικός Τυπογράφος” σημαίνει το Διευθυντή του Κυβερνητικού Τυπογραφείου και περιλαμβάνει τυπογράφο φερόμενο να είναι τυπογράφος εξουσιοδοτημένος να εκτυπώνει νόμους και άλλα έγγραφα της Κυβερνήσεως.
“Κύπριος” σημαίνει πρόσωπο, το οποίο, ενώ ήταν πρώην Τούρκος Υπήκοος, απέκτησε ή δικαιούται να αποκτήσει Βρεττανική Υπηκοότητα, δυνάμει των περί Κύπρου (Προσάρτηση) Διαταγμάτων εν Συμβουλίω, 1914 έως 1943, και περιλαμβάνει τέκνο τέτοιου προσώπου το οποίο είναι ή δικαιούται να γίνει Βρεττανός υπήκοος και οποιοδήποτε απόγονο τέτοιου τέκνου το οποίο γεννήθηκε στη Δημοκρατία.
“κύριος” όταν χρησιμοποιείται με αναφορά σε σκάφος, σημαίνει πρόσωπο (εκτός πιλότου ή πλοηγού λιμένα) που έχει εκάστοτε τον έλεγχο ή ευθύνη του σκάφους.
“λειτουργός τήρησης της τάξης” ή “αστυνομικός” σημαίνει μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου και περιλαμβάνει κάθε άλλο πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο να εκτελεί αστυνομικά καθήκοντα.
οι λέξεις “άλλο”, “διαφορετικά” και ο διαζευκτικός σύνδεσμος “ή”, όταν χρησιμοποιούνται, θα ερμηνεύονται διαζευκτικά και όχι ότι εξυπακούουν ομοιότητα, εκτός αν η λέξη “όμοιο” ή κάποια άλλη λέξη παρόμοιας έννοιας προστίθεται.
λέξεις που εισάγουν το αρσενικό γένος περιλαμβάνουν και το θηλυκό.
λέξεις στον ενικό περιλαμβάνουν τον πληθυντικό και λέξεις στον πληθυντικό περιλαμβάνουν τον ενικό.
“λίρα” σημαίνει κυπριακή λίρα.
“μήνας” σημαίνει ημερολογιακό μήνα.
“Νομικός Λειτουργός” σημαίνει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και κάθε Δικηγόρο που είναι μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας που αναφέρεται στο Άρθρο 112.2 του Συντάγματος.
“Νομικός Σύμβουλος” (“Solicitor-General”) σημαίνει το Νομικό Σύμβουλο (Solicitor-General) της Κύπρου.
“Νόμος” σημαίνει οποιοδήποτε νομοθέτημα της αρμόδιας νομοθετικής εξουσίας της Δημοκρατίας αλλά δεν περιλαμβάνει Νόμο του Κοινοβουλίου που επεκτείνεται ρητά ή εξ υπακοής ή που εφαρμόζεται με Νόμο στη Δημοκρατία ούτε διάταγμα της Βασίλισσας εν Συμβουλίω, Βασιλικό Χάρτη ή Βασιλικά Ανοικτά Γράμματα.
“οικονομικό έτος” σημαίνει τους δώδεκα μήνες που λήγουν την τριάντα μια του Δεκέμβρη εκάστου έτους.
“όρκος”, “ορκίζομαι” και “ένορκη δήλωση” περιλαμβάνει και εφαρμόζεται στη βεβαίωση ή δήλωση προσώπου στο οποίο από νόμο επιτρέπεται να προβαίνει σε βεβαίωση ή δήλωση αντί όρκου.
“πράξη” χρησιμοποιούμενη με αναφορά προς ποινικό ή αστικό αδίκημα, περιλαμβάνει σειρά πράξεων, και λέξεις οι οποίες αναφέρονται σε πράξεις που τελέσθηκαν, επεκτείνονται σε παράνομες παραλείψεις.
“πρόσωπο” περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι.
“πώληση” και “πωλώ” περιλαμβάνει ανταλλαγή, αντιπραγματισμό, και προσφορά ή έκθεση προς πώληση.
“σκάφος” περιλαμβάνει πλοίο, βάρκα, φορτηγίδα ή άλλο πλωτό πλοιάριο που χρησιμοποιείται για θαλάσσια μεταφορά.
“Τμήμα” σημαίνει Τμήμα της Κυβερνήσεως που εκτελεί δημόσιο καθήκον με εξουσιοδότηση και για λογαριασμό της Δημοκρατίας.
“Τμήμα του Γενικού Λογιστή” σημαίνει το Τμήμα του Γενικού Λογιστή και περιλαμβάνει το Ταμείο της Δημοκρατίας και τα Επαρχιακά Ταμεία.
“υπογράφω” με τις γραμματικές του διαφοροποιήσεις και συναφείς εκφράσεις, με αναφορά σε πρόσωπο το οποίο είναι ανίκανο να υπογράψει το όνομα του, περιλαμβάνει το αποτύπωμα του.
“Χριστιανικό όνομα” σημαίνει όνομα που προτάσσεται του επωνύμου είτε αυτό αποκτήθηκε κατόπι χριστιανικού βαπτίσματος είτε διαφορετικά.
“χωρικά ύδατα” σημαίνει οποιοδήποτε μέρος της ανοικτής θάλασσας εντός μιας ναυτικής λεύγας από την παραλία της Δημοκρατίας, που μετράται από χαμηλό σημείο των υδάτων.
3. Κάθε Νόμος πρέπει να είναι δημόσιος Νόμος και πρέπει να είναι δικαστικά γνωστός (judicially noticed) ως τέτοιος, εκτός αν προβλέπεται ή δηλώνεται στο Νόμο ρητά το αντίθετο.
4. Κάθε άρθρο του Νόμου θα έχει ισχύ όπως ένα ουσιαστικό νομοθέτημα χωρίς εισαγωγικές λέξεις.
5. Όταν αναφέρεται Νόμος, θα είναι αρκετό για όλους τους σκοπούς να αναφέρεται ο Νόμος είτε με το συνοπτικό τίτλο, αν υπάρχει, με τον οποίο δύναται να γίνει αναφορά, είτε με το έτος της ψήφισης και του αριθμού του μεταξύ των Νόμων του έτους εκείνου ή στην περίπτωση αναθεωρητικής έκδοσης των Νόμων που εκδόθηκαν με βάση οποιοδήποτε Νόμο που προβλέπει για την έκδοση αναθεωρητικής έκδοσης με το συνοπτικό του τίτλο ή τον αριθμό του και η αναφορά δύναται σε όλες τις περιπτώσεις να γίνεται αναλόγως των αντιγράφων των Νόμων που φαίνονται να τυπώθηκαν από τον Κυβερνητικό τυπογράφο.
6. Όταν Νόμος, ή μέρος Νόμου, ή δημόσιο έγγραφο που συντάχθηκε ή εκδόθηκε με βάση αυτόν εξαγγέλλεται ότι τίθεται σε ισχύ σε συγκεκριμένη ημέρα, θα ερμηνεύεται ότι τίθεται σε ισχύ αμέσως με τη λήξη της αμέσως προηγούμενης της ημέρας εκείνης.
7. Κάθε Νόμος και κάθε δημόσιο έγγραφο, που γίνεται ή εκδίδεται με βάση το Νόμο αυτό ή άλλη νόμιμη εξουσία και που έχει νομοθετική ισχύ θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτόν διαφορετικά, θα ισχύει και θα τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης και θα είναι δικαστικά γνωστός (judicially noticed).
8. Όταν Νόμος ακυρώνει ακυρωτικό νομοθέτημα, δεν θα ερμηνεύεται ότι επαναφέρει οποιοδήποτε νομοθέτημα που ακυρώθηκε προηγουμένως, εκτός αν προστίθενται λέξεις που επαναφέρουν το νομοθέτημα εκείνο.
9. Όταν Νόμος ακυρώνει εξ ολοκλήρου ή μερικώς οποιοδήποτε προηγούμενο νομοθέτημα και αντικαθιστά διατάξεις του ακυρωθέντος νομοθετήματος, το νομοθέτημα που ακυρώθηκε θα παραμείνει σε ισχύ μέχρις ότου οι αντικατασταθείσες διατάξεις τεθούν σε ισχύ.
10.-(1) Όταν Νόμος ακυρώνει και επαναθεσπίζει, με ή χωρίς τροποποίηση, οποιαδήποτε πρόνοια του προηγούμενου Νόμου, αναφορές σε οποιοδήποτε άλλο Νόμο στην ακυρωθείσα πρόνοια, θα ερμηνεύονται, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, ως αναφορές στην πρόνοια που επαναθεσπίσθηκε με τον τρόπο αυτό.
(2) Όταν Νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η ακύρωση δεν θα-
(α) επαναφέρει οτιδήποτε που δεν ισχύει ή δεν υπάρχει κατά το χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να ισχύει η ακύρωση~
(β) επηρεάζει την προηγούμενη ισχύ νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό ή οτιδήποτε που τελέστηκε κανονικά ή που επιτράπηκε με βάση το νομοθέτημα που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(γ) επηρεάζει δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ή ευθύνη που εξασφαλίζεται, προέρχεται ή προκύπτει, βάσει νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(δ) επηρεάζει ποινή, κατάσχεση, ή τιμωρία που προέκυψε σχετικά με ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε εναντίον νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(ε) επηρεάζει έρευνα, νομική διαδικασία ή θεραπεία σχετικά με οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ευθύνη, ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία όπως αναφέρθηκε πιο πάνω,
και τέτοια έρευνα, νομική διαδικασία, ή θεραπεία, μπορεί να εγερθεί, συνεχιστεί, ή εκτελεσθεί και τέτοια ποινή, κατάσχεση, ή τιμωρία μπορεί να επιβληθεί ωσάν ο ακυρωτικός Νόμος δεν ψηφιζόταν.
11. Κάθε φορά που Νόμος έχει ήδη ακυρωθεί ή στη συνέχεια θα ακυρωθεί και άλλες διατάξεις αντικαθίστανται από τον ακυρωτικό Νόμο, όλα τα δημόσια έγγραφα, τύποι και διορισμοί που συντάσσονται ή εκδίδονται με βάση τον ακυρωθέντα Νόμο και που ισχύει κατά το χρόνο τέτοιας ακύρωσης, μέχρις ότου ανακληθεί ή αντικατασταθεί, θα συνεχίσουν να είναι ισχυροί και έγκυροι εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστοι με τις αντικατασταθείσες πρόνοιες.
12.-(1) Όταν ένας Νόμος τροποποιεί άλλο Νόμο ο τροποποιητικός Νόμος, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστος προς το κείμενο αυτού, θα ερμηνεύεται ως ένας με τον τροποποιηθέντα Νόμο, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση.
(2) Όταν κανονισμοί, κανόνες ή διατάξεις τροποποιούν άλλους κανονισμούς, κανόνες και διατάξεις, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστοι με το κείμενο αυτών θα ερμηνεύονται ως ένα με τους τροποποιηθέντες κανονισμούς, κανόνες και διατάξεις, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση.
13. Οποτεδήποτε γίνεται αναφορά σε Νόμο σε άλλο Νόμο, τέτοια αναφορά, εκτός αν το κείμενο απαιτεί διαφορετικά, θα λογίζεται ότι περιλαμβάνει αναφορά στον τελευταίο αναφερθέντα Νόμο όπως ο ίδιος δύναται από καιρό σε καιρό να τροποποιηθεί, ή σε οποιοδήποτε Νόμο που αντικαθίσταται για αυτόν.
14.-(1) Όταν ορίζονται όροι στο Νόμο, οι όροι αυτοί στο Νόμο που ορίζονται, θα έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από το Νόμο εκείνο, εκτός αν υπάρχει οτιδήποτε στο θέμα ή το κείμενο αντίθετο ή ασυμβίβαστο με τέτοια ερμηνεία.
(2) Όταν όροι που ορίζονται σε Νόμο χρησιμοποιούνται σε δημόσιο έγγραφο που συντάσσεται ή εκδίδεται με βάση τέτοιο Νόμο, οι όροι αυτοί θα έχουν τις αντίστοιχες έννοιες που αποδίδονται σε αυτούς από το Νόμο, εκτός αν ορίζονται διαφορετικά σε τέτοιο δημόσιο έγγραφο ή είναι ασυμβίβαστοι με το θέμα ή το κείμενο.
15.-(1) Όταν από το Νόμο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο, οποτεδήποτε ψηφιστεί, άρθρο ή Παράρτημα, ή λέξη ή λέξεις, διατάσσεται ή διατάσσονται να καταχωρηθεί ή καταχωρηθούν ή να παραληφθεί ή παραλειφθούν από προηγούμενο Νόμο, ή άρθρο ή Παράρτημα αυτού, ή λέξης ή λέξεων που συνιστούν μέρος, ή ολόκληρο, άρθρου ή Παραρτήματος προηγούμενου Νόμου, τότε σε όλα τα αντίτυπα του Νόμου που τροποποιήθηκε με τον τρόπο αυτό και που μεταγενέστερα τυπώθηκαν με βάση εξουσία, θα είναι νόμιμο για το Υπουργικό Συμβούλιο να διατάξει όπως το άρθρο ή Παράρτημα ή λέξη ή λέξεις καταχωρηθεί ή καταχωρηθούν ή παραλειφθεί ή παραλειφθούν σύμφωνα με τέτοια οδηγία και ακολούθως ο τροποποιηθείς Νόμος θα τυπωθεί ανάλογα με όλες τις αναγκαίες συνεπακόλουθες τροποποιήσεις περιθωριακών σημειώσεων, επικεφαλίδων και διαχωρισμών και με αναφορές στο περιθώριο στο άρθρο του Νόμου με βάση τον οποίο έγινε η τροποποίηση:
Νοείται ότι καμιά τροποποίηση, με την ισχύ τέτοιας οδηγίας μόνο, δεν θα έχει αναδρομική ισχύ.
(2) Κάθε φορά που οι πρόνοιες Νόμου που σχετίζονται με την πρακτική ή διαδικασία Δικαστηρίου έχουν καταργηθεί ή μετέπειτα θα καταργηθούν σύμφωνα με κανονισμό που παρέχει εξουσία για το σκοπό αυτό από νόμο, τότε σε όλα τα αντίτυπα τέτοιου Νόμου που τυπώνεται με εξουσιοδότηση, θα είναι νόμιμο για το Υπουργικό Συμβούλιο να διατάξει όπως οι πρόνοιες που καταργήθηκαν με τον τρόπο αυτό παραλειφθούν και ακολούθως θα παραλειφθούν και θα γίνει αναφορά στο περιθώριο στους κανονισμούς με βάση τους οποίους έγινε τέτοια κατάργηση.
(3) Όταν Νόμος που τροποποιήθηκε επανατυπώνεται βάσει των προνοιών του άρθρου αυτού, εκτός αν ο Γραμματέας του Κράτους διατάξει διαφορετικά, ο αρχικός αριθμός του Νόμου που επανατυπώνεται θα διατηρηθεί και αν άρθρο, υπεδάφιο ή Παράρτημα ή διαχωρισμός Παραρτήματος έχει αναθεωρηθεί, τα άρθρα, υπεδάφια, Παραρτήματα ή διαχωρισμοί Παραρτημάτων που παραμένουν δεν θα επαναριθμούνται και το γεγονός ότι άρθρο, υπεδάφιο, Παράρτημα ή διαχωρισμός Παραρτήματος έχει ακυρωθεί, θα πρέπει να δηλώνεται, και να γίνεται αναφορά στις περιθωριακές σημειώσεις στο Νόμο με βάση τον οποίο επιτεύχθηκε τέτοια ακύρωση.
16. Κάθε Νόμος αριθμείται, χρονολογείται και αναφέρεται στο έτος στο οποίο ψηφίστηκε:
17. Οποτεδήποτε οποιοσδήποτε Νόμος του Κοινοβουλίου εκτείνεται ή εφαρμόζεται στην Αποικία, τέτοιος Νόμος θα αναγινώσκεται με τέτοιες τυπικές αλλαγές αναφορικά με ονόματα, τοποθεσίες, Δικαστήρια, γραφεία, πρόσωπα, χρήματα, ποινές, και διαφορετικά όπως θα είναι αναγκαίο για να καταστήσει αυτούς να εφαρμόζονται στις περιστάσεις.
18. Όταν από ή με βάση Νόμο, το Υπουργικό Συμβούλιο ή Δημόσια Αρχή έχει εξουσία να διορίζει ή κατονομάζει πρόσωπο να έχει και να ασκεί εξουσίες ή εκτελεί καθήκοντα, το Υπουργικό Συμβούλιο ή δημόσια αρχή δύναται είτε να διορίσει πρόσωπο ονομαστικά ή να διατάξει όπως το πρόσωπο που κατέχει εκάστοτε το αξίωμα που υποδείχθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο ή από άλλη Δημόσια αρχή να έχει και ασκεί τέτοιες εξουσίες και εκτελεί τέτοια καθήκοντα~ και ακολούθως ή από την ημερομηνία που ορίζεται ονομαστικά ή το πρόσωπο το οποίο εκάστοτε κατέχει αξίωμα που αναφέρθηκε πιο πάνω θα έχει και θα ασκεί τέτοιες εξουσίες και εκτελεί τέτοια καθήκοντα ανάλογα.
19. Όταν Νόμος παρέχει σε πρόσωπο ή δημόσια αρχή εξουσία να προβαίνει σε διορισμούς σε αξίωμα ή θέση η εξουσία θα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει εξουσία για τερματισμό τέτοιου διορισμού και εξουσία να θέτει σε διαθεσιμότητα πρόσωπο που διορίστηκε και επαναδιορισμό ή αποκατάσταση αυτού, και επαναδιορισμό άλλου προσώπου προσωρινά στη θέση προσώπου που τέθηκε σε διαθεσιμότητα με τον τρόπο αυτό, και διορισμό άλλου προσώπου για την πλήρωση της θέσης που κενώθηκε στο αξίωμα ή θέση που προκύπτει από οποιαδήποτε άλλη αιτία:
20. Όταν το Υπουργικό Συμβούλιο ικανοποιείται ότι ο κάτοχος οποιουδήποτε δημόσιου αξιώματος είναι ανίκανος για οποιαδήποτε αιτία να εκτελέσει τα καθήκοντα του αξιώματος εκείνου, θα είναι νόμιμο για το Υπουργικό Συμβούλιο είτε να διορίσει άλλο πρόσωπο στο αξίωμα εκείνο ή να διατάξει όπως τα καθήκοντα που αναφέρθηκαν εκτελεσθούν από πρόσωπο που κατονομάζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ή από πρόσωπο το οποίο εκάστοτε κατέχει ή εκτελεί νόμιμα τα καθήκοντα κάποιου άλλου δημόσιου αξιώματος και όλα τα καθήκοντα του πρώτου αναφερθέντος αξιώματος θα παραχωρούνται ανάλογα (τηρουμένων οποιωνδήποτε όρων, εξαιρέσεων ή προσόντων που το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να καθορίσει) σε τέτοιο πρόσωπο μέχρις ότου ο διορισμός του ή εντολή του, αναλόγως της περίπτωσης, τερματιστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
21. Ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιλαμβάνεται σε άλλο Νόμο, όταν ο ουσιαστικός κάτοχος αξιώματος που συνιστάται από ή με βάση Νόμο που ισχύει εκάστοτε, απουσιάζει με άδεια εκκρεμούσης της παραίτησης του από το αξίωμα, θα είναι νόμιμο για άλλο πρόσωπο να διοριστεί ουσιαστικά στο ίδιο αξίωμα.
22. Όταν από Νόμο το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδοτείται να ασκήσει εξουσίες ή να εκτελέσει καθήκοντα, δύναται, εκτός αν από νόμο ρητά απαγορεύεται να πράξει με τον τρόπο αυτό, να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε πρόσωπο ονομαστικά ή το πρόσωπο το οποίο εκάστοτε κατέχει αξίωμα που διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο να ασκεί τέτοιες εξουσίες ή να εκτελεί τέτοια καθήκοντα για λογαριασμό του, τηρουμένων τέτοιων όρων, εξαιρέσεων και προσόντων που θα καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο και τότε από την ημερομηνία που ορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το πρόσωπο που θα εξουσιοδοτείται θα έχει και θα ασκεί τέτοιες εξουσίες και θα εκτελεί τέτοια καθήκοντα τηρουμένων των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω:
23. Όταν από Νόμο το Υπουργικό Συμβούλιο ή δημόσιος λειτουργός έχει εξουσία να εκχωρήσει την άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων που παραχωρούνται σε αυτό με βάση τέτοιο Νόμο, καμιά εκχώρηση που γίνεται, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, θα παρεμποδίζει το Υπουργικό Συμβούλιο ή δημόσιο λειτουργό, ανάλογα με την περίπτωση, από την άσκηση ή εκτέλεση προσωπικά οποτεδήποτε οποιωνδήποτε εξουσιών ή καθηκόντων που εκχωρούνται με τον τρόπο αυτό.
24. Όταν Νόμος παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο εξουσία σύνταξης δημόσιου εγγράφου ή διορισμού, παροχής οδηγιών, έκδοσης Διατάγματος, εξουσιοδότησης τέλεσης πράγματος ή θέματος, παραχώρησης εξαίρεσης, μείωσης τέλους ή ποινής, ή άσκησης οποιασδήποτε άλλης εξουσίας, θα είναι αρκετό αν η άσκηση τέτοιας εξουσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο γνωστοποιείται από το Γραμματέα του Εκτελεστικού Συμβουλίου.
25. Όταν Νόμος παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο εξουσία σύνταξης οποιουδήποτε δημόσιου εγγράφου ή διορισμού, παροχής οδηγιών, έκδοσης, διατάγματος, εξουσιοδότησης τέλεσης πράγματος ή θέματος, παραχώρησης εξαίρεσης, μείωσης τέλους ή ποινής, ή άσκησης οποιασδήποτε άλλης εξουσίας, θα είναι αρκετό αν η άσκηση τέτοιας εξουσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο γνωστοποιείται με την υπογραφή του Διοικητικού Γραμματέα, του Γενικού Εισαγγελέα ή του Δημοσιονομικού Γραμματέα:
26.-(1) Όταν Νόμος παρέχει εξουσία ή επιβάλλει καθήκον τότε, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, η εξουσία δύναται να ασκηθεί και το καθήκον θα εκτελείται από καιρό σε καιρό όταν καθίσταται αναγκαίο.
(2) Όταν Νόμος παρέχει εξουσία ή επιβάλλει καθήκον στον κάτοχο αξιώματος ως τέτοιο, τότε, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, η εξουσία δύναται να ασκηθεί και το καθήκον θα εκτελείται από τον εκάστοτε κάτοχο του αξιώματος ή από πρόσωπο το οποίο διορίζεται δεόντως να ενεργεί για αυτόν.
(3) Όταν Νόμος παρέχει εξουσία ή επιβάλλει καθήκον στον κάτοχο αξιώματος ως τέτοιο, τότε, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, ο κάτοχος του αξιώματος αυτού, αν τυχόν είναι προσωρινά απών από αυτό, δύναται με επίσημο έγγραφο να διορίσει Αναπληρωτή ή Βοηθό τέτοιου αξιώματος να ασκεί τέτοιες εξουσίες και εκτελεί τέτοια καθήκοντα και κατά την περίοδο προσωρινής απουσίας, όπως δυνατό να ορίζεται σε τέτοιο επίσημο έγγραφο.
27. Όταν Νόμος ο οποίος δεν τίθεται σε ισχύ αμέσως με την ψήφιση του, παρέχει εξουσία να γίνει διορισμός ή να γίνει ή εκδοθεί επίσημο έγγραφο ή να δοθεί ειδοποίηση, ή να γίνει οποιοδήποτε άλλο πράγμα για σκοπούς του Νόμου, τέτοια εξουσία δύναται, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, να ασκηθεί οποτεδήποτε μετά την ψήφιση του Νόμου, κατά την έκταση που είναι αναγκαίο ή πρόσφορο για το σκοπό να τεθεί ο Νόμος σε εφαρμογή την ημερομηνία της έναρξης του τηρουμένου του περιορισμού ότι, διορισμός, επίσημο έγγραφο, ειδοποίηση ή πράγμα, που έγινε, εκδόθηκε, δόθηκε ή έγινε, δυνάμει τέτοιας εξουσίας, εκτός αν στο Νόμο φαίνεται το αντίθετο, ή ο διορισμός, επίσημο έγγραφο, ειδοποίηση, ή πράγμα είναι αναγκαίο για την εφαρμογή του Νόμου, δεν θα έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα μέχρις ότου ο Νόμος τεθεί σε εφαρμογή.
28. Όταν εξουσία παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο να κάνει, εκδώσει ή εγκρίνει δημόσιο έγγραφο, θα περιλαμβάνει την εξουσία τροποποίησης, ανάκλησης ή αναστολής τέτοιου επίσημου εγγράφου ή απόσυρσης έγκρισης του και δήλωση της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του και την περίοδο της εφαρμογής του και επίσης την αντικατάσταση του με άλλο.
29. Όταν Νόμος παρέχει σε αρχή εξουσία να κάνει διορισμό ή να κάνει ή εκδώσει δημόσιο έγγραφο, οι ακόλουθες πρόνοιες, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, ισχύουν αναφορικά με την ετοιμασία, έκδοση και εφαρμογή τέτοιου δημόσιου εγγράφου-
(α) το δημόσιο έγγραφο δύναται οποτεδήποτε να τροποποιηθεί, διαφοροποιηθεί, ακυρωθεί ή ανακληθεί από την ίδια αρχή και με τον ίδιο τρόπο από και με τον οποίο έγινε·
(β) δύναται να προνοείται για την παράβαση Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου, κανόνων, κανονισμών ή διατάξεων τέτοια ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πενήντα λίρες, όπως η αρχή η οποία εκδίδει το Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, διάταγμα, κανόνες, κανονισμούς ή διατάξεις δύναται να θεωρήσει πρέπον·
(γ) όταν Νόμος παρέχει σε αρχή εξουσία να εκδίδει Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, διάταγμα, κανόνες, κανονισμούς ή διατάξεις για γενικούς σκοπούς, και επίσης για ειδικούς σκοπούς παρεμφερείς με αυτούς, η απαρίθμηση των ειδικών σκοπών δεν θα θεωρείται ότι μειώνει τη γενικότητα των εξουσιών οι οποίες παραχωρούνται αναφορικά με το γενικό σκοπό·
(δ) κανένα Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, διάταγμα, κανόνες, κανονισμοί ή διατάξεις δεν θα είναι ασυμβίβαστες με τις πρόνοιες Νόμου.
30. Πράξη θεωρείται ότι έγινε δυνάμει Νόμου ή της εξουσιοδότησης του, ή με συνέπεια ή σε συμμόρφωση ή σε εκτέλεση των εξουσιών που παρέχονται από αυτόν αν γίνεται δυνάμει ή με συνέπεια ή σε συμμόρφωση δημόσιου εγγράφου που έγινε ή εκδόθηκε δυνάμει εξουσίας που περιέχεται στο Νόμο αυτό.
31. Στον υπολογισμό για τους σκοπούς Νόμου ή δημόσιου εγγράφου εκτός αν φαίνεται το αντίθετο-
(α) περίοδος ημερών από το συμβάν γεγονότος ή την εκτέλεση πράξης ή πράγματος θεωρείται ότι εξαιρεί την ημέρα κατά την οποία το συμβάν λαμβάνει χώρα ή η πράξη ή το πράγμα γίνεται·
(β) αν η τελευταία ημέρα της περιόδου είναι Κυριακή ή δημόσια αργία (οι οποίες ημέρες αναφέρονται στο άρθρο αυτό ως “εξαιρούμενες ημέρες”) η περίοδος θα περιλαμβάνει την επόμενη ημέρα η οποία δεν είναι εξαιρούμενη ημέρα·
(γ) όταν πράξη ή διαδικασία διατάσσεται ή επιτρέπεται να γίνει ή να λάβη χώρα σε ορισμένη ημέρα, τότε αν η ημέρα εκείνη είναι εξαιρούμενη ημέρα, η πράξη ή διαδικασία θα θεωρείται ότι έγινε ή έλαβε χώρα σε ορθό χρόνο αν γίνει ή λάβει χώρα την επόμενη ημέρα μετά, η οποία δεν είναι εξαιρούμενη ημέρα·
(δ) όταν πράξη ή διαδικασία διατάττεται ή επιτρέπεται να γίνει ή να λάβει χώρα εντός χρόνου ο οποίος δεν υπερβαίνει έξι ημέρες, εξαιρούμενες ημέρες δεν θα καταχωρούνται στον υπολογισμό του χρόνου.
(ε) όταν νόμος ή κανονισμός προβλέπει -
(i) προθεσμία ή/και χρόνο παραγραφής για καταχώρηση οποιασδήποτε αγωγής ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, ή
(ii) προθεσμία ή/και χρόνο για λήψη μέτρων εκτέλεσης δικαστικής απόφασης,
και η προθεσμία ή ο χρόνος παραγραφής ή λήψης μέτρων λήγει-
(αα) εντός της περιόδου από τη 15η Μαρτίου μέχρι και την 30ή Ιουνίου 2020, παρατείνεται μέχρι την 31η Ιουλίου 2020,
(ββ) εντός της περιόδου από τη 15η Ιανουαρίου μέχρι και την 31η Μαΐου 2021, παρατείνεται μέχρι την 30ή Ιουνίου 2021:
32. Όταν έκφραση χρόνου παρουσιάζεται σε Νόμο ή δημόσιο έγγραφο, ο χρόνος ο οποίος αναφέρεται, εκτός αν αναφέρεται ρητά διαφορετικά, θεωρείται ότι δηλώνει τον πρότυπο χρόνο ο οποίος υιοθετείται για τη Δημοκρατία.
33. Όταν δεν καθορίζεται ή επιτρέπεται χρόνος εντός του οποίου θα γίνει οτιδήποτε, τέτοιο πράγμα γίνεται με όλη την πρόσφορη ταχύτητα και τόσο συχνά όσο η καθορισμένη περίσταση εμφανίζεται.
34. Στη μέτρηση απόστασης για τους σκοπούς Νόμου, ή δημόσιου εγγράφου η απόσταση θα μετράται, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, σε ευθεία γραμμή επί οριζόντιου επιπέδου.
35. Εκτός αν προνοείται ρητά από οποιοδήποτε Νόμο, όταν πράξη ή πράγμα απαιτείται να γίνει από περισσότερα από δύο πρόσωπα, πλειοψηφία αυτών δύναται να το πράξει.
36. Εκτός αν διαφορετικά ρητά προνοείται, όταν καθορίζονται τύποι, μικρές παρεκκλίσεις από αυτούς, ή αναγκαίες αλλαγές σε αυτούς οι οποίες δεν επηρεάζουν την ουσία ή οι οποίες δεν υπολογίζουν να παραπλανήσουν δεν τους καθιστούν άκυρους.
37. Όταν πράξη ή παράλειψη αποτελεί αδίκημα δυνάμει δύο ή περισσότερων Νόμων, ο αδικοπραγήσας, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, θα υπόκειται σε διωγμό και τιμωρία δυνάμει εκάστου ή οποιουδήποτε από τους Νόμους αυτούς, αλλά δεν υπόκειται σε τιμωρία δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.
38.-(1) Όταν δυνάμει Νόμου χρήματα ή ζώο ή οτιδήποτε διαταχθεί από Δικαστήριο ή άλλη αρχή να κατασχεθεί ή κατάσχεται δυνάμει Νόμου, εκτός αν προνοείται διαφορετικά ή εκτός αν ρητά αναφέρεται από νόμο να κατασχεθεί προς όφελος προσώπου, θα κατάσχεται προς όφελος της Δημοκρατίας, και τα χρήματα ή οι καθαρές πρόσοδοι του ζώου ή πράγματος, αν διαταχθεί από νόμιμη αρχή να πωληθεί, θα πληρωθούν στο Τμήμα του Γενικού Λογιστή και θα αποτελούν μέρος των προσόδων της Δημοκρατίας, εκτός αν γίνει άλλη πρόνοια.
(2) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν θα επηρεάζει διάταξη σε Νόμο με την οποία μέρος κατάσχεσης ή των εισπράξεων κατάσχεσης αναφέρεται ότι ανακτώνται από πρόσωπο ή δύνανται να δοθούν από αρχή σε πρόσωπο.
39.-(1) Όταν από ή δυνάμει Νόμου ή δημόσιου εγγράφου πρόσωπο απαιτείται να πληρώσει τέλος ή δικαίωμα για πράξη ή πράγμα που έγινε ή διαδικασία που λήφθηκε ή έγγραφο που εκδόθηκε, ή υπογραφή ή σφραγίδα που τοποθετήθηκε σε έγγραφο, από δημόσιο λειτουργό ή Τμήμα, ή όταν πρόσωπο διαταχθεί από Δικαστήριο να πληρώσει πρόστιμο, τέτοιο τέλος ή δικαίωμα και πρόστιμο θα πληρώνονται στο Τμήμα του Γενικού Λογιστή και θα αποτελούν μέρος των προσόδων της Δημοκρατίας εκτός αν προνοείται διαφορετικά~ και αν τέλος, δικαίωμα ή πρόστιμο ή αν προμήθεια που λήφθηκε ή πάρθηκε, πραγματοποιήθηκε ή διαφορετικά χρησιμοποιήθηκε, απαιτείται να πληρωθεί σε δημόσιο λειτουργό ή Τμήμα, ο λειτουργός αυτός ή Τμήμα που λαμβάνει αυτό θα το πληρώνει σε ή λογαριασμό για το ίδιο σε εύθετο χρόνο στο Τμήμα του Γενικού Λογιστή.
(2) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν θα επηρεάζει διάταξη σε Νόμο με την οποία μέρος τέλους, δικαιώματος ή προστίμου αναφέρεται ότι πρέπει να ανακτάται από πρόσωπο ή δύναται να δίδεται από αρχή σε πρόσωπο.
40. Όταν σε Νόμο ή δημόσιο έγγραφο καθορίζεται ποινή για αδίκημα κατά παράβαση τέτοιου Νόμου ή δημόσιου εγγράφου, το ίδιο θα αναφέρει ότι το αδίκημα αυτό θα τιμωρείται, σε περίπτωση καταδίκης, με ποινή η οποία δεν υπερβαίνει (εκτός όπως δυνατό να διαταχθεί διαφορετικά στο Νόμο ή δημόσιο έγγραφο) την ποινή η οποία καθορίζεται.
41. Όταν σε Νόμο ή δημόσιο έγγραφο εκτίθεται ποινή στη βάση ή τέλος άρθρου αυτό θα δηλώνει ότι παράβαση του άρθρου, κανόνα, κανονισμού ή διάταξης, όπως θα είναι η περίπτωση, είτε με πράξη ή παράλειψη θα είναι αδίκημα κατά του Νόμου εκείνου ή δημόσιου εγγράφου και θα τιμωρείται, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, με ποινή που δεν υπερβαίνει την ποινή η οποία δηλώνεται.
42. Κάθε Παράρτημα σε Νόμο, μαζί με σημείωση σε αυτό θα ερμηνεύεται και εφαρμόζεται ως μέρος του Νόμου.
43. Η παρουσίαση αντιγράφου Νόμου, δημόσιου εγγράφου, δημόσιας ειδοποίησης, Διατάγματος της Αυτής Μεγαλειότητας εν Συμβουλίω, Καταστατικού Χάρτη, εξουσιοδότησης, Βασιλικού Εντάλματος, Συνθήκης, Ανοικτών Γραμμάτων και διορισμού-
(α) που περιέχονται σε τυπωμένη συλλογή Νόμων που φέρονται ότι τυπώθηκαν και δημοσιεύτηκαν με επίσημη έγκριση~ ή
(β) που περιέχονται σε έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας~ ή
(γ) που αναφέρονται ότι τυπώθηκαν από τον Κυβερνητικό Τυπογράφο, θα είναι εκ πρώτης όψεως μαρτυρία, σε όλα τα Δικαστήρια και για όλους τους σκοπούς οπωσδήποτε, για την κανονική ετοιμασία ή έκδοση και έννοια αυτών.